Τέλος στα ισόβια προγράμματα υγείας από τις ασφαλιστικές
Tης Ευγενιας Tζωρτζη
Στροφή προς τα ετησίως ανανεούμενα συμβόλαια υγείας πραγματοποιούν οι ασφαλιστικές εταιρείες σε μια προσπάθεια να ελέγξουν το κόστος των νοσοκομειακών προγραμμάτων που αυξάνεται γεωμετρικά κάθε χρόνο.
Τα ετησίως ανανεούμενα συμβόλαια ή αντίστοιχα τα μεσοπρόθεσμα νοσοκομειακά προγράμματα, όπως π.χ. πενταετούς διάρκειας που προωθούνται από ορισμένες ασφαλιστικές, επιτρέπουν στην εταιρεία να καταργήσει συνολικά ένα ασφαλιστικό πρόγραμμα με συγκεκριμένες παροχές για όλους τους ασφαλισμένους εάν διαπιστώσει ότι δεν είναι βιώσιμο.
Εναλλακτικά τα νέου τύπου συμβόλαια δίνουν τη δυνατότητα στην εταιρεία να προχωρήσει σε αυξήσεις που θεωρεί ότι είναι αναγκαίες για τη βιωσιμότητα του προγράμματος ή να αλλάξει τους όρους του συμβολαίου, εάν διαπιστώσει ότι συγκεκριμένες καλύψεις συσσωρεύουν μεγάλες ζημιές. Εξαιτίας της ευελιξίας που τα συνοδεύει είναι συνήθως φθηνότερα από τα παραδοσιακά νοσοκομειακά συμβόλαια, που χαρακτηρίζονται από υψηλά κόστη αποζημιώσεων.
Τα νέα προγράμματα κινούνται σε ευθεία αντίθεση με τα ισόβια προγράμματα που κυριαρχούν μέχρι σήμερα στην αγορά και τα οποία δεν επιτρέπουν στην εταιρεία να διακόψει ένα συμβόλαιο ή να περιορίσει τις καλύψεις του, ενώ υπάρχουν και περιπτώσεις κυρίως παλαιών συμβολαίων που δεν επιτρέπουν στην εταιρεία να προχωρήσει στις αυξήσεις που θεωρεί ότι είναι εύλογες.
Στη λογική των ετησίως ανανεούμενων προγραμμάτων έχουν ήδη προσχωρήσει μεγάλες εταιρείες του κλάδου, όπως η Interamerican, που προωθεί τέτοιου τύπου συμβόλαια σε ευρεία κλίμακα, ενώ αντίστοιχη δυνατότητα δίνει και η Εθνική Ασφαλιστική μέσα από ένα συγκεκριμένο νοσοκομειακό πρόγραμμα.
Η στροφή θεωρείται νομοτελειακή ενόψει της προσαρμογής της ασφαλιστικής αγοράς στους νέους κανόνες κεφαλαιακής επάρκειας, στο Solvency II. Με βάση τους νέους κανόνες, οι εταιρείες θα υποχρεωθούν να κρατούν αποθέματα με βάση τις μακροχρόνιες απαιτήσεις που ενσωματώνουν τα ισόβια συμβόλαια. Αντίθετα η σημερινή πρακτική επιτρέπει στις εταιρείες να κρατούν απόθεμα με βάση την ετήσια διάρκεια του συμβολαίου και θεωρείται στρεβλή ως προς τις πραγματικές ανάγκες αποθεματοποίησης.
Ο χώρος της υγείας χαρακτηρίζεται από τη δραματική αύξηση του κόστους παροχής υπηρεσιών την τελευταία δεκαετία και στο επίκεντρο της αντιπαράθεσης βρίσκεται η σχέση μεταξύ ασφαλιστικών εταιρειών και νοσοκομείων. Είναι χαρακτηριστικό ότι η δραματική αύξηση του τζίρου των υπηρεσιών υγείας στη χώρα μας καταρρίπτει χρόνο με τον χρόνο κάθε ρεκόρ σε σχέση με τα μέσα επίπεδα του πληθωρισμού.
Η αύξηση είναι της τάξης του 13% μεσοσταθμικά τα τελευταία χρόνια, εκτινάσσοντας σε ανεξέλεγκτα επίπεδα το κόστος των νοσοκομειακών και ιατρικών υπηρεσιών στον κλάδο της ιδιωτικής υγείας. Η αποκλειστική σχεδόν σύνδεση των προγραμμάτων υγείας με τις ιδιωτικές υπηρεσίες έχουν εκτινάξει τον δείκτη ζημιών (loss ratio) ορισμένων παλαιών συμβολαίων ακόμα και στο 200%.
Οι εκπρόσωποι των ασφαλιστικών υποστηρίζουν ότι ο δείκτης ζημιών του κλάδου υγείας, που αντιπροσωπεύει τα συνολικά έξοδα σε σχέση με τα έσοδα, φθάνει το 120%, στοιχείο που καθιστά τον κλάδο άλλη μια ζημιογόνα δραστηριότητα.
Αυξάνεται η ζήτηση παρά την κρίση
Τα νοσοκομειακά προγράμματα αποτελούν βασική πηγή εργασιών για τις ασφαλιστικές εταιρείες και προωθούνται είτε μεμονωμένα είτε σε συνδυασμό με τη βασική ασφάλιση. Αν και δεν υπάρχουν ασφαλή στοιχεία για το ακριβές μέγεθος της αγοράς των νοσοκομειακών προγραμμάτων, οι εκτιμήσεις συγκλίνουν ότι αντιπροσωπεύει το μισό των εργασιών του κλάδου ζωής που με βάση τα στοιχεία του 2009, ανήλθε στα 2,5 δισ. ευρώ. Οι ίδιες εκτιμήσεις ανεβάζουν το ποσοστό των καταναλωτών που διαθέτει προγράμματα υγείας στο 15% του συνολικού πληθυσμού ή το 20% εάν συνυπολογιστούν και τα ομαδικά προγράμματα υγείας. Παρά την οικονομική κρίση η ζήτηση για νοσοκομειακά προγράμματα είναι αυξανόμενη, τάση που ενισχύεται από την αβεβαιότητα και την επιδείνωση του επιπέδου της δημόσιας υγείας.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Ετικέτες
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ,
ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ,
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ,
ΥΓΕΙΑ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου