Εκτιμήσεις για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και σενάρια εξόδου από την κρίση
Μια ενδιαφέρουσα ανάλυση από το EUROCAPITAL.GR
Η προσχώρηση της Ελλάδας στο μηχανισμό στήριξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, συνιστά απλά την πρώτη πράξη μίας μακράς περιπέτειας της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας, για την οποία κανείς δε μπορεί ακόμη να εκτιμήσει που θα καταλήξει. Κατά τα επόμενα χρόνια, θα ακολουθήσουν αρκετές ακόμη πράξεις.
Η δημοσιονομική καταστροφή της χώρας, κατά το τελευταίο διάστημα, προκαλεί τον παραλληλισμό της πορείας της χώρας με την πορεία που ακολούθησε η Αργεντινή πριν από μία δεκαετία. Μελέτες αυτού του είδους εμφανίζονται πολύ συχνά στα ελληνικά και διεθνή ΜΜΕ. Άλλες θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως αντικειμενικές και αξιόλογες, ενώ άλλες θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως "χαμηλού επιπέδου", με κύριο σκοπό το δημιουργία εντυπώσεων, οι οποίες όμως δε στηρίζονται σε πραγματικά και αντικειμενικά δεδομένα.
Μία από τις πιο σοβαρές -και αντικειμενικές- μελέτες, η οποία εξετάζει σε ικανοποιητικό βάθος τη σημερινή κατάσταση της Ελλάδας και η οποία επιχειρεί έναν παραλληλισμό της κατάστασης αυτής με τα προβλήματα που αντιμετώπισε η Αργεντινή δέκα χρόνια πριν, διαβάσαμε στο τελευταίο τεύχος (Ιούνιος 2010) του περιοδικού Global Macro Monitor της εταιρίας "Business Monitor International", η οποία εξειδικεύεται στο χώρο των μακροοικονομικών μελετών και της οποίας το έργο έχει -μέσα στο χρόνο- αποδειχθεί ως ιδιαίτερα επιτυχημένο.
Η μελέτη αυτή έχει τίτλο "Θα είναι η περίπτωση της Ελλάδας του 2010, χειρότερη από αυτή της Αργεντινής του 2001;" (Could Greece 2010 be worse than Argentina 2001?". Θα μεταφέρουμε μερικά από τα κύρια σημεία της μελέτης αυτής, συμπεριλαμβάνονας παράλληλα και το δικό μας σχολιασμό.
Η μελέτη ξεκινά με την παρατήρηση ότι, η Ελλάδα σήμερα, αντιμετωπίζει μία πολύ πιο δύσκολη κατάσταση απ' αυτή που αντιμετώπιζε η Αργεντινή εννέα χρόνια νωρίτερα και ότι θα αναγκασθεί είτε να προχωρήσει σε κάποιου είδους αναδιάρθρωση του χρέους της, είτε θα απαιτηθεί μία άμεση διάσωσή της (με απ' ευθείας μεταφορά υποχρεώσεων) από την Ευρωζώνη.
(Σημείωση: όπως θα σχολιάσουμε παρακάτω, ένα πιθανό και συμβατό σενάριο κατά τα επόμενα χρόνια θα είναι ένας συνδυασμός των των δύο παραπάνω απόψεων, δηλαδή μία χρονική αναδιάρθρωση του χρέους και μία συνέχιση του προγράμματος δανεισμού και ελέγχου από τους ευρωπαϊκούς φορείς και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ακόμη και μετά το 2012).
Μερικά βασικά χαρακτηριστικά της κρίσης στις δύο εξεταζόμενες χώρες είναι:
•Στην περίπτωση της Αργεντινής εφαρμόστηκαν συγκεκριμένες "ορθόδοξες" πρακτικές για την έξοδό της από την κρίση. Στην περίπτωση της Ελλάδας, λόγω της συμμετοχής της στην Ευρωζώνη, αναγκαστικά θα εφαρμοσθούν "ανορθόδοξες" μέθοδοι εξόδου της από την κρίση.
•Η Αργεντινή υποτίμησε το νόμισμά της. Η Ελλάδα θα αναγκασθεί να προχωρήσει σε "εσωτερική υποτίμηση".
•Η υποτίμηση στην Αργεντινή προκάλεσε πληθωρισμό. Η "εσωτερική υποτίμηση" στην Ελλάδα θα προκαλέσει αποπληθωρισμό.
•Η Αργεντινή επωφελήθηκε από τους υψηλούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης στην περιοχή της. Η Ελλάδα βιώνει σε ένα περιβάλλον ασθενούς εξωτερικής ζήτησης και οικονομικής ανάπτυξης.
•Η Αργεντινή βίωσε μία ύφεση τύπου "V". Κατά τα φαινόμενα, στην Ελλάδα η ύφεση θα έχει τη μορφή "L".
Αργεντινή 2001-2002:
Η κρίση στην Αργεντινή έφθασε στα όρια της καταστροφής. Στο αποκορύφωμά της, ο μισός περίπου πληθυσμός βρέθηκε κάτω από το όριο της φτώχειας. Η χρεοκοπία της χώρας καταγράφηκε ως η μεγαλύτερη στην ιστορία και έδιωξε την Αργεντινή από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές.
Η μετάβαση της χώρας από τη στρατιωτική δικτατορία στη δημοκρατία και σε μία οικονομία της αγοράς, σε συνδυασμό με την απελευθέρωση της κίνησης των κεφαλαίων και τις ιδιωτικοποιήσεις, προκάλεσαν μία άνευ προηγουμένου πιστωτική απελευθέρωση. Μετά από μία μακρά περίοδο υπερ-πληθωρισμού κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, η Κεντρική Τράπεζα της χώρας προσπάθησε να επιφέρει τη νομισματική σταθερότητα, συνδέοντας το νόμισμα με το αμερικανικό δολάριο (1 πέσο = 1 δολάριο).
Η σύνδεση του νομίσματος με το δολάριο βοήθησε στη μείωση του πληθωρισμού. Όμως, προκάλεσε μία άνευ προηγουμένου πτώση της ανταγωνιστικότητας. Η μεγάλη αύξηση της παραγωγικότητας της αμερικανικής οικονομίας κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 προκάλεσε (μέσω της σταθερής ισοτιμίας πέσου και δολαρίου) μία μεγάλη υποχώρηση της ανταγωνιστικότητας της Αργεντινής.
Από την άλλη πλευρά, η υποτίμηση του νομίσματος της Βραζιλίας (real) μετά την ασιατική πιστωτική κρίση του 1998, προκάλεσε ένα ακόμη σοβαρό πρόβλημα στην καταρρέουσα ανταγωνιστικότητα της Αργεντινής. Οι εξελίξεις αυτές οδήγησαν σε υψηλά ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, το οποία στα τέλη του 1998 έφθασε στο 4,9% του ΑΕΠ.
Η αύξηση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών είχε αντίκτυπο στο δημοσιονομικό έλλειμμα, το οποίο, έως το 2001, οδήγησε το δημόσιο χρέος στο 60% του ΑΕΠ, από το 37% που βρισκόταν το 1995. Το χρέος κατά κύριο λόγο οφειλόταν στο εξωτερικό, ενώ στην πλειοψηφία του εκφραζόταν σε δολάρια ΗΠΑ. Οι τόκοι για την εξυπηρέτηση του χρέους έφθαναν στο 3,5% του ΑΕΠ.
Η δημοσιονομική αναστάτωση προκάλεσε την οικονομική ύφεση. Από τις αρχές του 1997 ξεκίνησε η πτώση στο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ, ενώ από τα τέλη του 1999, η οικονομία εισήλθε σε ύφεση και το ΑΕΠ υποχώρησε.
Η χώρα προσέφυγε στο ΔΝΤ και έλαβε 7,2 δισεκ. δολάρια κατά το 2000 και προγραμματίσθηκε μία ενίσχυση ύψους 40 δισεκ. δολαρίων κατά το 2001, ενώ παράλληλα το νόμισμα υποτιμήθηκε κατά 7%.
Παρ' όλα αυτά, η εμπιστοσύνη προς την οικονομία και το νόμισμα συνέχισε να υποχωρεί. Η πτώση της εμπιστοσύνης προς το νόμισμα προκάλεσε μαζικές εκροές από τις τράπεζες και μετατροπή του πέσο σε δολάρια, γεγονός που είχε σαν αποτέλεσμα τη δραματική μείωση των συναλλαγματικών διαθεσίμων. Έτσι, η Κυβέρνηση αναγκάσθηκε να εκδόσει νόμο, σύμφωνα με τον οποίο, το Νοέμβριο του 2001, τέθηκε όριο αναλήψεων ίσο με 1.000 δολάρια ανά μήνα. Με τη σειρά της, η ενέργεια αυτή προκάλεσε ογκώδεις διαδηλώσεις και μείωσε την εμπιστοσύνη προς την Κυβέρνηση.
Οι προσπάθειες της Κυβέρνησης να περιορίσει τα μέτρα που είχαν συμφωνηθεί με το ΔΝΤ, προκάλεσε τη μη τήρηση του συμφωνηθέντος προγράμματος, με αποτέλεσμα το ΔΝΤ να παρακρατήσει τη δόση δανείου ύψους 1,2 δισεκ. ευρώ που είχε προγραμματισθεί για το μήνα Δεκέμβριο. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να δηλώσει η Κυβέρνηση στάση πληρωμών, μόλις δύο μέρες αργότερα.
Παρατηρούμε δηλαδή δύο κομβικά σημεία στην κατάρρευση της Αργεντινής ήταν:
α) η εμπιστοσύνη προς το νόμισμα και
β) η υποστήριξη προς την Κυβέρνηση.
Και τα δύο αυτά σημεία θα παίξουν ρόλο και στην αντιμετώπιση της κρίσης στην περίπτωση της Ελλάδας. Βεβαίως, το νόμισμα δεν αντιμετωπίζει ζήτημα εμπιστοσύνης. Όμως, εάν υπάρξει εκ νέου η ανησυχία για την έξοδο από την Ευρωζώνη (η οποία με βάση τα σημερινά δεδομένα θα πρέπει να αποκλεισθεί), θα υπάρξει, όπως άλλωστε διαπιστώθηκε με το κύμα φυγής κεφαλαίων εκτός Ελλάδας στα τέλη του προηγούμενου έτους.
Η εμπιστοσύνη προς την Κυβέρνηση είναι εξ' ίσου σημαντική. Και στη συγκεκριμένη περίπτωση δε γεννάται θέμα κομματικής συμπεριφοράς, αφού η κατάρρευση της Κυβέρνησης θα βλάψει ανεπαρνόρθωτα τη χώρα, η οποία στη συγκεκριμένη φάση χρειάζεται -όσο ποτέ άλλωτε- σταθερή και ισχυρή Κυβέρνηση, ικανή να ξεπεράσει την παρούσα δύσκολη συγκυρία. Και για το λόγο αυτόν, εκτιμούμε ότι η απόφαση του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης να υποστηρίξει -στη Βουλή- τη συμφωνία προσχώρησης της Ελλάδας στο μηχανισμό στήριξης, ήταν λανθασμένη, αφού εξασθενίζει την ικανότητα της χώρας να αντιμετωπίσει την κρίση.
Αργεντινή: Τί ακολούθησε τη χρεοκοπία
Μετά από μία περίοδο πολιτικής ανωμαλίας, ο Πρόεδρος Eduardo Duhalde (ο οποίος ανέλαβε την Προεδρία στις αρχές του 2002), κατήργησε το καθεστώς ισοτιμίας μεταξύ δολαρίου και πέσο. Μέσα σε λίγους μήνες, η ισοτιμία των δύο νομισμάτων, από 1 προς 1, έφθασε στο 1 (δολάριο) προς 3,89 (πέσος).
Η μεγάλη αυτή υποτίμηση, προκάλεσε σημαντικότατη αύξηση του πληθωρισμού (που σε κάποιο σημείο έφθασε ακόμη και στο 40% - σε ετήσια βάση). Προκάλεσε όμως και μία αύξηση των εξαγωγών, καθώς το οικονομικό περιβάλλον στη διεθνή κοινότητα ήταν θετικό.
Αυτό με τη σειρά του είχε σαν αποτέλεσμα την οικονομική ανάπτυξη και την άνοδο του ΑΕΠ με ποσοστά 8% έως 9% για την περίοδο 2003 - 2007, γεγονός που βοήθησε στη μείωση του δημοσίου χρέους σαν ποσοστό του ΑΕΠ, το οποίο υποχώρησε από το 135% (που είχε φθάσει μετά τις υποτιμήσεις), στο 35% κατά το έτος 2009.
Εν τούτοις, η στάση πληρωμών του 2001 και του 2002, υπήρξε ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα για τη χώρα. Το αρχικό σχέδιο αναδιάρθρωσης προσέφερε στους δανειστές ποσοστό 30% επί του αρχικού τους κεφαλαίου, ποσοστό το οποίο δεν αποδέχθηκαν πολλοί από τους δανειστές. Ο αρχικός αποκλεισμός της χώρας από τις αγορές, σε συνδυασμό με τις συνεχείς προστριβές για αποπληρωμή μεγαλύτερου ποσοστού επί του αρχικού χρέους (προστριβές που συνεχίζονται ακόμη και σήμερα) εξακολουθούν να προκαλούν προβλήματα στη χώρα που μεταφράζονται σε σημαντικά αυξημένα spreads, τόσο για το δημόσιο, όσο και για τον ιδιωτικό τομέα, στις περιπτώσεις βεβαίως που η χώρα ή οι επιχειρήσεις της βρίσκουν δανειστές.
Ελλάδα 2009 - 2010
Παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν έχει ένα νομισματικό σύστημα όπως αυτό που είχε η Αργεντινή, η συμμετοχή της χώρας στην Ευρωζώνη, από το 2001, έχει προκαλέσει σημαντικές οικονομικές ανισορροπίες. Το ευρώ αποδείχθηκε ως ένα ιδιαίτερα επαχθές βάρος, τόσο για την Ελλάδα, όσο και για άλλες περιφερειακές χώρες της Ευρώπης, οι οποίες αδυνατούν να παρακολουθήσουν την εξέλιξη της ανταγωνιστικότητας των κεντρικών και βόρειων χωρών.
Με βάση την υπερτιμημένη πραγματική ισοτιμία του ευρώ, στην Ελλάδα αναδεικνύονται τα προβλήματα ανταγωνιστικότητας της χώρας. Παράλληλα, η Ελλάδα έκανε το τραγικό -και απερίσκεπτο- λάθος να χρησιμοποιήσει τη φερεγγυότητα των μεγάλων και οικονομικά ισχυρών χωρών της Ευρωζώνης, έτσι ώστε να δανεισθεί με φθηνά επιτόκια. Και με τα χρήματα αυτά αύξησε την εσωτερική κατανάλωση, προκαλώντας έτσι μία επίπλαση ανάπτυξη και ευημερία.
Το αποτέλεσμα απ' αυτό το "όργιο δανεισμού" είναι ξεκάθαρο: διψήφια ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, δημοσιονομικά ελλείμματα και δημόσιο χρέος που τείνει να ξεπεράσει το 130% του ΑΕΠ. Τα προβλήματα της Ελλάδας, σε επίπεδο οικονομικών αριθμών, είναι πολύ χειρότερα απ' αυτά της Αργεντινής. Παράλληλα, οι διαρκείς απεργίες και διαδηλώσεις και οι φήμες που προκαλούν μεταφορές κεφαλαίων στο εξωτερικό, επιδεινώνουν την οικονομική θέση και τη φερεγγυότητα της χώρας.
Η χώρα προσέφυγε στο μηχανισμό του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για την εξέρευση των κεφαλαίων για την πληρωμή των υποχρεώσεών της. Όμως, στην περίπτωση της Ελλάδας, το ΔΝΤ αναγκάζεται να εφαρμόσει ένα μάλλον "ανορθόδοξο" πακέτο μέτρων.
Συνήθως, ανάμεσα στα μέτρα που επιβάλλει το ΔΝΤ σε μία χώρα που αντιμετωπίζει κρίση χρέους, είναι μία βαθιά υποτίμηση του νομίσματος, έτσι ώστε να επανέλθει η ισορροπία στις εξωτερικές συναλλαγές της. Όμως, αυτό δε μπορεί να γίνει στην περίπτωση της Ελλάδας. Έτσι, η κύρια λύση που απομένει για την περίπτωση της Ελλάδας είναι ένας πολύ σκληρός συνδυασμός μέτρων λιτότητας και μέτρων εσωτερικής υποτίμησης.
Πρέπει βεβαίως να τονισθεί ότι, σε αντίθεση με μία απ' ευθείας και άμεση υποτίμηση του νομίσματος, τα μέτρα εσωτερικής υποτίμησης δε μπορούν να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας από τη μία μέρα στην άλλη. Απαιτούν μία μακρά περίοδο μεγάλου αποπληθωρισμού, ο οποίος θα συμπιέσει τις τιμές και τους μισθούς. Στο μεταξύ, οι εξαγωγείς θα εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν το πρόβλημα του υπερτιμημένου νομίσματος και της χαμηλής ανταγωνιστικότητας που αυτό προκαλεί, πρόβλημα το οποίο θα υποχωρεί σταδιακά.
Παράλληλα βεβαίως, η πτώση του ευρώ υποβοηθά τις ελληνικές εξαγωγές, όμως μόνον προς τις χώρες εκτός της Ευρωζώνης και τις χώρες που δεν έχουν προσδέσει το νόμισμά τους στο ευρώ.
Δεν υπάρχουν πολλά προηγούμενα παραδείγματα στην πολιτική που εφαρμόζεται στην Ελλάδα σήμερα. Το πιο κοντινό παράδειγμα (αν και εν τούτοις δεν είναι απ' ευθείας ανάλογο) είναι αυτό του Hong Kong, στο διάστημα που ακολούθησε την πιστωτική κρίση του 1997, στις χώρες της Ανατολικής Ασίας. Το Hong Kong κατόρθωσε να διατηρήσει την 15χρονη σύνδεσή του με το αμερικανικό δολάριο, πετυχαίνοντας παράλληλα και βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς του. Όμως και πάλι, τα προβλήματα του Hong Kong τότε, ήταν πολύ μικρότερα απ' αυτά της Ελλάδας σήμερα.
Πιο πρόσφατα, έγινε προσπάθεια εσωτερικής υποτίμησης στη Λεττονία, η οποία παρά την οικονομική της κρίση, επέλεξε να διατηρήσει σταθερή την επί χρόνια ισοτιμία του νομίσματός της με το ευρώ. Η Λεττονία δέχθηκε δάνειο 7,5 δισεκατ. ευρώ από τον κοινό μηχανισμό Ευρωπαϊκής Ένωσης και ΔΝΤ. Όμως, παρά το ότι από τότε έχουν περάσει δύο χρόνια και παρά το ότι η Λεττονία βίωσε μία μεγάλη διετή ύφεση (που ίσως εξελιχθεί σε τριετή φέτος), η ανταγωνιστικότητα της χώρας δε βελτιώθηκε σημαντικά. Παρά το ότι οι τιμές των χρηματοοικονομικών προϊόντων υποχώρησαν και παρά τη μείωση των μισθών του δημόσιου τομέα (κατά 20%), οι αμοιβές του ιδιωτικού τομέα δεν υποχώρησαν, ενώ οι τιμές των αγαθών, μόλις πρόσφατα άρχισαν να υποχωρούν.
Όμως, ακόμη και εάν η Λεττονία πετύχει να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητά της, καθώς διατηρεί παράλληλα την ισοτιμία του νομίσματός της με το ευρώ σταθερή, θα πρέπει να ομολογηθεί ότι κάτι τέτοιο είναι πιο εύκολο για μία μικρή οικονομία, παρά για μία σημαντικά μεγαλύτερη -και πολυπλοκότερη- όπως της Ελλάδας.
Κατά την άποψη των αναλυτών του Global Macro Monitor, η Ελλάδα δε θα μπορέσει να πετύχει το στόχο της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας μέσω της εσωτερικής υποτίμησης. Ο κύριος λόγος είναι ότι η διαδικασία της εσωτερικής υποτίμησης είναι μακροχρόνια και απαιτεί μία ισχυρή κυβέρνηση και ένα ανεκτικό εκλογικό σώμα. Η υψηλή ανεργία και η μείωση των εισοδημάτων δε θα μπορέσουν να είναι ανεκτά επί μακρόν από τους έλληνες πολίτες (και εκλογείς), ενώ στο μεταξύ οι διαρκείς απεργίες και οι διαδηλώσεις ακινητοποιούν την οικονομία και αποδυναμώνουν την ισχύ της Κυβέρνησης.
Η στρατηγική εξόδου από την "ελληνική τραγωδία"
Στα χρόνια που θα ακολουθήσουν, το μέγεθος του χρέους (τόσο σε απόλυτους αριθμούς, όσο και σαν ποσοστό του ΑΕΠ) θα εξακολουθεί να αυξάνεται και να "κατατρώει" τους σπανίζοντες πόρους, λειτουργώντας σε βάρος του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας, ο οποίος έχει ανάγκη αυτούς τους πόρους περισσότερο από κάθε άλλη φορά.
Τα βασικά στοιχεία που θα προσδιορίσουν την τροχιά του "βάρους" του δημοσίου χρέους είναι το μέγεθος της οικονομικής ανάπτυξης, το επίπεδο των επιτοκίων και η εμφάνιση πρωτογενών δημοσιονομικών πλεονασμάτων.
Για να μπορέσει η Ελλάδα να κρατήσει το δημόσιο χρέος υπό έλεγχο, θα απαιτηθεί ένας συνδυασμός υψηλών ρυθμών ανάπτυξης, χαμηλών επιτοκίων και διαρκών δημοσιονομικών πλεονασμάτων. Ο απαραίτητος αυτός συνδυασμός κάνει την προοπτική της Ελλάδας αρκετά δυσοίωνη.
Η υψηλή ανάπτυξη είναι δύσκολο να επιτευχθεί, καθώς η οικονομία είναι εξασθενημένη και η ζήτηση (από το εσωτερικό και το εξωτερικό) είναι ασθενής, ενώ οι οικονομικές αρχές δε μπορούν να διατηρήσουν τον πληθωρισμό σε χαμηλά επίπεδα.
Με τις εξελίξεις που έχει πάρει το πρόβλημα του χρέους, η χώρα είναι απίθανο να πετύχει χαμηλά επιτόκια όπως είχε πριν από την κρίση. Παράλληλα, καθώς τα επιτόκια θα βρίσκονται σε υψηλότερα επίπεδα απ' ότι το ποσοστό της αύξησης του ΑΕΠ, η χώρα θα χρειασθεί μεγάλα και διατηρήσιμα δημοσιονομικά πλεονάσματα, έτσι ώστε να κατορθώσει τουλάχιστον να πετύχει τη σταθεροποίηση του χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ. Και αυτό, για μία χώρα όπως η Ελλάδα, είναι πολύ δύσκολο να συμβεί.
Οι υποχρεώσεις της Ελλάδας είναι πολύ υψηλότερες απ' ότι η χώρα μπορεί να ξεπληρώσει. Όπως εκτιμούν οι αναλυτές του Global Macro Monitor, η τελική κατάληξη είναι η χρεοκοπία.
Το ερώτημα είναι το πότε και το πώς θα μπορούσε να συμβεί αυτό. Προς το παρόν η χώρα μπορεί να πετύχει τη χρηματοδότησή της από το ΔΝΤ και τα μέλη της Ευρωζώνης, έτσι ώστε να καλύπτει τις τρέχουσες υποχρεώσεις της. Και αυτό μπορεί να συνεχίσει να το κάνει για αρκετά ακόμη χρόνια. Όμως, κάποια στιγμή, η δυνατότητα αυτή θα εκλείψει. Και τότε, η χώρα θα δει την οικονομική πραγματικότητά της. Προς το παρόν, είναι δύσκολο να εκτιμηθεί το πότε θα γίνει αυτό.
Μέχρι τότε, όπως εκτιμούν οι αναλυτές του Global Macro Monitor, η ελληνική οικονομία θα βρίσκεται παγιδευμένη σε μία "ισορροπία χαμηλής ανάπτυξης". Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις τους, η ελληνική οικονομία θα αναπτυχθεί με έναν (ανεπαρκή όπως χαρακτηρίζουν) μέσο ρυθμό της τάξης του 1,1% για την περίοδο 2010 - 2019 (έχουν συνυπολογισθεί τα "αρνητικά" χρόνια του 2010 και πιθανότατα και του 2011).
Παράλληλα, οι αναλυτές εκτιμούν ότι η αποχώρηση από την Ευρωζώνη δεν θα είναι επιλογή για την ελληνική Κυβέρνηση, αφού μία τέτοια κίνηση θα ήταν καταστροφική για την οικονομία και την κοινωνία, αφού το νέο νόμισμα δε θα έχει καμία αξιοπιστία στις διεθνείς αγορές. Έτσι, μία επαναφορά της δραχμής, θα οδηγούσε σε μία νέα καταστροφική κρίση χρέους, υψηλότατο πληθωρισμό και μία σειρά άλλων οικονομικών δυσλειτουργιών, ενώ παράλληλα θα οδηγούσε και σε πολιτική αβεβαιότητα.
Η τελική κατάληξη των αναλυτών είναι ότι η Ελλάδα θα εξακολουθεί να προσπαθεί για μία οικονομική και δημοσιονομική ισορροπία, ενώ παράλληλα θα αναζητά τρόπους για μία σταδιακή και διαχρονική αναδιάρθρωση του χρέους της.
Αυτές είναι και οι δικές μας εκτιμήσεις, όπως τις έχουμε εκφράσει κατά τους τελευταίους μήνες. Έχουμε αποκλείσει τη δυνατότητα εξόδου της χώρας από την Ευρωζώνη, ενώ εκτιμούμε ότι η συμφωνία με τους φορείς του μηχανισμού στήριξης της χώρας θα επεκταθεί και πέραν του 2013. Αυτό βεβαίως θα συμβεί υπό τον όρο ότι η χώρα θα κατορθώσει να περιορίσει το δημοσιονομικό της έλλειμμα και να εμφανίσει πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα, εάν όχι από τα τέλη του 2011, τουλάχιστον από τις αρχές του 2012.
Παράλληλα, κατά το διάστημα αυτό, η Κυβέρνηση (εάν η αξιοπιστία της ενισχυθεί μέσα από την επιτυχία του προγράμματος σταθερότητας και τον περιορισμό των ελλειμμάτων - γι' αυτό τα αποτελέσματα του 2010 θα είναι ιδιαίτερα κρίσιμα) θα επιδιώξει τη χρονική μετάθεση και αναδιάρθρωση του χρέους, έτσι ώστε να μειωθεί το ετήσιο βάρος της πληρωμής των τόκων, σε μία μεγαλύτερη χρονική περίοδο.
Βεβαίως, το παραπάνω "σενάριο" προϋποθέτει ένα θετικό διεθνές περιβάλλον και ικανοποιητική αύξηση του παγκόσμιου ΑΕΠ κατά τα επόμενα χρόνια, κάτι που είναι πιθανό να συμβεί, παρά την αναδιάρθρωση η οποία σημειώνεται κατά τα χρόνια αυτά σε όλο το φάσμα της διεθνούς οικονομίας.
Συμπερασματικά, καθώς ο "καπνός" από τους προηγούμενους ταραγμένους μήνες, κατακάθεται, αρχίζουν να διαφαίνονται λύσεις. Λύσεις οι οποίες βεβαίως είναι μακροχρόνιες και οδυνηρές. Αλλά είναι οι μοναδικές. Και είναι οι μόνες οι οποίες, πέρα από τη σταδιακή βελτίωση της σημερινής κατάστασης, μπορούν να διασφαλίσουν την επιβίωση και -κυρίως- τον εκσυγχρονισμό της ελληνικής οικονομίας και ενδεχόμενα μία ικανοποιητική πορεία της κατά τις επόμενες δεκαετίες.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου