Το ερώτημα τούτο έχει απασχολήσει παλαιόθεν τόσο την πολιτική σκέψη και θεωρία, όσο και την πρακτική πολιτική εμπειρία. Οι δε απαντήσεις που έχουν δοθεί σε αυτό ποικίλλουν εξαιρετικά και όχι σπάνια αντιφάσκουν μεταξύ τους.
Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και ο Ξενοφών ασχολήθηκαν με το θέμα αυτό και προβληματίστηκαν ιδιαίτερα για τις προϋποθέσεις της καλής ηγεσίας. Ο τελευταίος κατέληξε, μάλιστα, στο συμπέρασμα ότι άρχει κανείς και ηγείται καλύτερα με την πειθώ και όχι με τη βία, με τη βούληση και τη συναίνεση των αρχομένων («εθελόντων άρχειν»).
Ο Πλάτων, από τη σκοπιά του, στην Πολιτεία, θεώρησε ως πλέον κατάλληλους ηγέτες τους «φιλοσόφους - βασιλείς». Ητοι, τους σώφρονες ηγέτες που είναι συστηματικά προετοιμασμένοι με αυστηρή παιδεία ώς τα πενήντα χρόνια της ηλικίας τους και διαθέτουν τα αναγκαία πνευματικά και ηθικά εφόδια για την υπεύθυνη διακυβέρνηση των κοινών υποθέσεων. Προέβλεψε, μάλιστα, ότι αν αυτό δεν συμβεί και δεν συμπέσει «δύναμις τε πολιτική και φιλοσοφία», η πολιτεία δεν θα δει του ήλιου το φως και των δεινών δεν θα υπάρξει παύση.
Ο Αθηναίος φιλόσοφος διέθετε, βέβαια, πλήρη επίγνωση του καινοτόμου έως ουτοπικού χαρακτήρα της πρότασής του να κυβερνούν τον τόπο οι αληθινοί επιστήμονες, φιλόσοφοι και στοχαστές. Οπως είπε στον Σωκράτη ο Γλαύκων, ετεροθαλής αδελφός του Πλάτωνα, μόλις άκουσε αυτή την ιδέα «αντιλαμβάνεσαι, Σωκράτη, ότι με αυτά που λες πολλοί άνθρωποι, μόλις τ’ ακούσουν θα πετάξουν ευθύς τα ρούχα τους και θ’ αρπάξουν ό,τι ξύλο βρουν μπροστά τους και θα ορμήσουν πάνω σου για να σου δώσουν να καταλάβεις» (Πολιτεία 474α).
Για τους λόγους ίσως αυτούς ο Kant 2.000 χρόνια αργότερα κατέληξε στην πικρή διατύπωση ότι ούτε οι φιλόσοφοι θα κυβερνήσουν ποτέ, ούτε οι κυβερνώντες είναι πιθανό να φιλοσοφήσουν γνησίως και ικανώς. Το μόνο που μπορούμε να ελπίσουμε είναι να επιτρέψει στους στοχαστές να μιλούν ελεύθερα και να ακούγονται. «Είναι απόλυτη ανάγκη», έγραφε ο μεγάλος Γερμανός φιλόσοφος, «να μην αφήνουν την τάξη των διανοητών να εξαφανίζεται ή να βουβαίνεται, αλλά να ομιλεί δημόσια».
Αν ο φιλοσοφικός τύπος πολιτικής ηγεσίας δεν είναι εν τέλει παρά μια ουτοπία και στην καλύτερη περίπτωση οι στοχαστές δεν διατυπώνουν παρά συμβουλές «εις ώτα μη ακουόντων», τότε ποια είναι άραγε η πιο ρεαλιστική μορφή ηγεσίας;
Ο πολίτης της Φλωρεντίας Νικολό Μακιαβέλι παρατήρησε ότι στην πράξη η πολιτική δεν γίνεται με γνώμονα την ηθική ή τη φιλοσοφία, αλλά την αναγκαιότητα της εξουσίας (raison d’ etat). Οποιος δεν το αντιλαμβάνεται αυτό, επισήμανε, είναι όχι μόνο ανεδαφικός, αλλά και αυτοκαταστροφικός. Κατά τη «ρεαλιστική» θεωρία του, ο κατάλληλος ηγέτης είναι αυτός που επιβάλλει την τάξη και επικρατεί «με τη βία ή με τον δόλο», με την αγάπη ή τον φόβο, με την αυστηρότητα ή τη γενναιοδωρία, με θεμιτά ή και αθέμιτα μέσα, αν χρειάζεται.
Το ζήτημα με αυτό τον τύπο πολιτικής τέχνης ή μάλλον τεχνικής, δεν είναι μόνο ότι απομακρύνεται απλώς από γενικότερες αρχές και αξίες. Με την αποδοχή του επέρχεται μια μοιραία και ραγδαία κατάβαση του ιδεώδους στο πραγματολογικό. Μια πλήρης διάλυση του δέοντος στο είναι. Εξαφανίζεται η κριτική διάθεση και ματιά, η αξιολογική κρίση και η πολιτική καταπίπτουν σε μια άγρια διαχείριση προς το συμφέρον των εκάστοτε ισχυρών.
Η απόσταση ανάμεσα σε μια δράση δίχως σταθερές αρχές και κανόνες ως την καθαρά ζωώδη κατάσταση της άκρατης βίας όπου η ζωή γίνεται «μονήρης, φτωχή, ρυπαρή, κτηνώδης και σύντομη», κατά τη χαρακτηριστική φράση του Hobbes, δεν είναι πολύ μεγάλη. Κι αν κάποιοι καταφέρουν να ξεγελάσουν τις αλεπούδες, όμως τα λιοντάρια (της εξουσίας) στο τέλος θα τους καταβροχθίσουν.
Για τους λόγους αυτούς ένα μεγάλο μέρος της σύγχρονης πολιτικής θεωρίας επιχειρεί να επανεισαγάγει το ηθικό ή κανονιστικό κριτήριο στην πολιτική ζωή και την άσκηση της πολιτικής εξουσίας. Η δημοκρατία και το κράτος δικαίου το επιβάλλουν. Γιατί η ανήθικη πολιτική, όπως και ο άδικος νόμος θέτουν ένα παράδοξο που δεν γίνεται παραδεκτό από την κοινή συνείδηση. Η ηθική αλλοτρίωση της πολιτικής οδηγεί αργά ή γρήγορα στην κρίση νομιμοποίησής της.
Στο ερώτημα, λοιπόν, ποιος τύπος ηγεσίας προσιδιάζει σε μια ελεύθερη και δημοκρατική πολιτεία, η απάντηση δεν δείχνει προς την κατεύθυνση του μακιαβελικού τύπου. Αλλά μάλλον σε μια ενδιάμεση, έστω, ή μεταβατική κατάσταση που αποτυπώνεται καλύτερα με την Πλατωνική ιδέα του Πολιτικού ως «υφαντή».
Δηλαδή, ως ήπιου και σώφρονα εναρμονιστή και συντονιστή της γενικής προσπάθειας για ευημερία, ελευθερία και κοινωνική δικαιοσύνη. Κάτι σαν τον διευθυντή μιας καλά κουρδισμένης ορχήστρας που εκτελεί ένα συμφωνικό έργο.
Γιατί, εν τέλει, η βίαιη και ανήθικη πολιτική δεν τοποθετείται κάτω από το Δ (της δικαιοσύνης και της δημοκρατίας), αλλά το Α (της αδικίας και του αυταρχισμού).
ΠΗΓΗ: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου