"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


Επανοχωριανή Παναγιά



«Αμοργιανό είναι το νερό, αμοργιανή κι η βρύση, αμοργιανή είν' κι η κοπελιά που πάει να γεμίσει... Αμοργιανό μου πέρασμα να 'χεις καλό ξημέρωμα...».

Λαγκάδα, Ποταμός, Θολάρια. Τρία χωριά, τρία αδέρφια αγαπημένα, πιασμένα χέρι χέρι στο φρύδι του βουνού κοιτούν κατά τον κόλπο. Τον κόλπο της Αιγιάλης ή της «Γιάλης», όπως τη λέν' οι Αμοργιανοί. Αγναντεύουν μακριά και καλοπιάνουν τη θάλασσα για να μερέψει και να φέρει πάλι φέτος τα ξενάκια τους.


Ν' ανταμώσουν όλοι στο πανηγύρι της Παναγιάς της Επανοχωριανής, να προσκυνήσουν την εικόνα της, να περπατήσουν στα φρεσκοβαμμένα τα σοκάκια, να πιούνε μια ψημένη και να κλάψουν για τ' αποθαμένα τους και για τα χρόνια που περνούν μακριά από το νησί τους.


Από τα πέρατα του κόσμου ξεκινούν για να βρεθούν για λίγο στα αγιασμένα χώματα και να μοιραστούν μ' όσους απόμειναν θύμησες από τούτο το βραχότοπο στη μέση του Αιγαίου.


Καλοσυνάτος ο γιαλός γεμάτος αρμυρίκια που απλόχερα χαρίζουν τη δροσιά τους σε όποιον τη γυρέψει. Ταβέρνες γραφικές πάνω στο κύμα, σε σοκάκια και ταράτσες αρώματα σερβίρουν του καλοκαιριού: ψαρόσουπα με φρέσκα ψάρια, φάβα, χταπόδι που φωνάζει από μακριά τη νοστιμιά του, μακαρονάδα αχνιστή με αστακό που μέχρι χθες σουλάτσαρε στο πέλαγος ανέμελος.


Σίμωσε η γιορτή της Παναγιάς. Στ' άσπρα ντυμένη η εκκλησιά, προσμένει τους πιστούς κοντά της. Οι άντρες κουβαλούν καζάνια για το πατατάτο, φαΐ παραδοσιακό με ντόπια κατσίκια και πατάτες που προσφέρουν οι Γιαλίτες, και οι γυναίκες νοιάζονται να ευχαριστήσουν στο πανηγύρι ντόπιους και ξένους.


Δεν λογαριάζουν κόπο αν είναι για τη Χάρη Της, καθώς λένε. Και σαν πέσει το σκοτάδι, περνά από τη λόζα κόρη πανώρια ντυμένη με αμοργιανό χιτώνα και τ' άστρα τραγουδούν την ομορφιά της στο σκοπό του βιολιτζή με την τραγιάσκα: 
Είν' άραγε μονάχος του ή μήπως τραγουδά κι ο αρπιστής της Κέρου από αντίκρυ;
«Αμοργιανό μου πέραμα, να 'χεις καλό ξημέρωμα...».

Δεν υπάρχουν σχόλια: