Η πλοκή, θυμίζω, εκτυλίσσεται στο Σέφιλντ της Αγγλίας, μια βιομηχανιούπολη όπου, εκτός από το καταξιωμένο σε όλο τον κόσμο πανεπιστήμιο, κατοικοεδρεύουν και δύο ποδοσφαιρικές ομάδες, από τις γηραιότερες παγκοσμίως. Οι πέντε πρωταγωνιστές συμπλέκονται στη δίνη της ανεργίας και του περιστασιακού μεροκάματου και είναι αυτό που φέρνει αποκαλυπτικά κοντά χαρακτήρες τόσο διαφορετικούς. Καθείς, από ανόμοιες αφετηρίες και διαδρομές, παίρνει την (ξεδιάντροπη;) απόφαση: Ας γυμνωθώ κι εγώ μαζί σας. Περνούν ομαδόν τον Ρουβίκωνα των ενδοιασμών, αρχίζουν εντατικές, με την αρμόζουσα σοβαρότητα, πρόβες και γεμίζουν την πόλη αφίσες για τη μεγάλη βραδιά. «Στριπτίζ», κατά κυριολεξία, σε μια παμπ της υγρής πόλης, με το αζημίωτο φυσικά. Απόγνωση και αυτοδιαπόμπευση; Φευγαλέο ξέσπασμα; Θεαματική απόκρουση της πραγματικότητας; Πνιγηρός σαρκασμός εαυτών και κατά πάντων; Λίγο απ’ όλα. Η πλέον βασανιζόμενη φιγούρα ανάμεσά τους, μεγαλύτερος σε ηλικία, ένας πενηνταπεντάρης με κοψιά αστού, που υπερπήδησε με κλειστά μάτια το εμπόδιο της πρόκλησης. Στέλεχος σε εργοστάσιο, μήνες απολυμένος. Το επιπλέον καθημερινό του μαρτύριο περιλάμβανε παράσταση ενώπιον της ανυποψίαστης συζύγου. Κοστουμαρίζεται, ένα φιλί στο μάγουλο και γραμμή για τη δουλειά. Δηλαδή άδειοι ποδαρόδρομοι, παγκάκια, μπίρες και μοναχικές καταβυθίσεις στα θολά πια νερά των έως τότε πεπραγμένων. Κατόπιν, επιστροφή στην πλαστή κανονικότητα.
Η πυξίδα του, όπως αναρίθμητων άλλων, κολλημένη στην ευρύχωρη λέξη «ντροπή». Ντροπή απέναντι στους δικούς του, μα, κυρίως, εχθρική ντροπή απέναντι στον εαυτό του. Αυτό το τόσο ξεχωριστό για τον καθένα αίσθημα, που πότε συγγενεύει με τη δειλία, πότε με την αίσθηση καθήκοντος, άλλοτε με την παραίτηση και άλλοτε με την ευαισθησία.
Αλλά πού να κατατάξεις, από χρέος μνήμης και δέους, ανθρώπους όπως μου τους περιέγραφαν οικείοι μου, σκηνές που διαδραματίζονταν μπροστά στα μάτια τους;
Κατοχική Αθήνα. Νεκροί και από ντροπή. Κάποιοι σκελετωμένοι, σεβάσμιοι κοινωνικά, εγκατέλειπαν την ουρά του συσσιτίου, από υπεράνθρωπη ντροπή, φοβούμενοι ότι η δική τους μερίδα θα αποστερούσε από όλους τους υπόλοιπους μια στάλα επιβίωσης. Ή ντρέπονταν να στοιχιστούν εφ’ όρου ζωής. Και τρέχουσες ήσσονες ντροπές, του πεζοδρομίου. Απέναντι σε αυτούς που επαιτούν με τα μάτια, ντροπές μπροστά σε αλιείς κάδων απορριμμάτων, σε αβοήθητους, γνωστούς και αγνώστους.
Μυστήριο πράγμα αυτό το αίσθημα ντροπής. Μπορεί προσάναμμα. Και αντίδωρο ενός κοινού θεού που ολίγους σιτίζει με καρβέλια, ενώ στους πολλούς δεν δωρίζει ψιχίο.
Πώς; Θερινό φληνάφημα;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου