Τα σύνορα των κρατών της Μέσης Ανατολής χαράχθηκαν το 1916 με τη μυστική συμφωνία Σάικς-Πικό, οπότε η Βρετανία και η Γαλλία μοίρασαν σε σφαίρες επιρροής τις αραβικές επαρχίες της καταρρέουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Σχεδόν έναν αιώνα μετά, αυτή η διαρρύθμιση βρίσκεται αντιμέτωπη με την πιθανή κατάλυση της. Πυροδότης το κύμα εξεγέρσεων που καθιερώθηκε να αποκαλούμε (άστοχα) «Αραβική Άνοιξη».
Για πολλούς μια τέτοια εξέλιξη δεν μπορεί παρά να είναι καλοδεχούμενη, καθώς η υφιστάμενη τάξη πραγμάτων κρίνεται πλέον ξεπερασμένη ή, πάντως, ακατάλληλη για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων των Δυτικών δυνάμεων. Εξού και οι -περισσότερο επιρρεπείς στους τυχοδιωκτισμούς- Αμερικανοί νεοσυντηρητικοί δεν έκρυβαν τους σχεδιασμούς τους για μια Νέα, Ευρύτερη Μέση Ανατολή, που ως κύριο χαρακτηριστικό της θα είχε την επαναχάραξη των συνόρων, στη βάση εθνοθρησκευτικών διαιρέσεων.
Υπενθυμίζεται ότι το Εθνικό Κουρδικό Συμβούλιο (KNC), συνασπισμός 11 κομμάτων των Σύρων Κούρδων ο οποίος συνομιλούσε με την Άγκυρα, ήλθε σε συμφωνία με το Κόμμα Δημοκρατικής Ενότητας (PYD), αδελφή οργάνωση του ΡΚΚ στη Συρία, και συγκρότησε μαζί του κοινό «εθνικό σώμα». Η συμφωνία επιτεύχθηκε στο Αρμπίλ, πρωτεύουσα της αυτόνομης περιοχής του ιρακινού Κουρδιστάν, υπό τις ευλογίες του ηγέτη της, Μασούντ Μπαρζανί, ο οποίος ομολόγησε ότι εκεί εκπαιδεύονται φυγάδες Κούρδοι από τη Συρία. Ο Μπαρζανί, ο οποίος διατηρεί πολύ καλές σχέσεις με Άγκυρα και Ισραήλ, διαχειρίζεται τον πετρελαϊκό πλούτο του Β. Ιράκ, που θα διοχετευθεί στις αγορές μέσω του αγωγού Κιρκούκ-Τσεϊχάν ή από το συριακό λιμάνι της Λατάκιας. Αναδεικνύεται, έτσι, στον μόνο διαθέσιμο αξιόπιστο συνομιλητή της Δύσης από κουρδικής πλευράς, αλλά και σε σημείο αναφοράς για τους Κούρδους των γειτονικών κρατών. Ως αυτός, δηλαδή, που θα τους ρυμουλκήσει μακριά από την επιρροή του ΡΚΚ, αποκτώντας, όμως, πρωτοφανή εξουσία.
Όλοι οι άλλοι κέρδισαν: Τα λάθη της τούρκικης πολιτικής και οι σκιές στις σχέσεις με Μόσχα - Βαγδάτη - Τεχεράνη
Η λέξη «αμηχανία» δεν επαρκεί για να περιγράψει την κατάσταση πνευμάτων που επικρατεί στην Άγκυρα, καθώς ο ζήλος με τον οποίο η τουρκική κυβέρνηση ύψωσε τους τόνους της αλλαγής καθεστώτος στη Δαμασκό (παρέχοντας, ταυτόχρονα, την επικράτειά της για την υποστήριξη της ένοπλης συριακής αντιπολίτευσης) έχει οδηγήσει σε μια κατάσταση αυτοπαγίδευσης.
Για το Ισραήλ, η καταβύθιση της Συρίας (και ενδεχομένως και του γειτονικού Λιβάνου, εξ αντανακλάσεως) στον εμφύλιο σπαραγμό συνιστά απαλλαγή από την απειλή, ασφαλείας που αποτελούσαν ο συριακός στρατός και, πολύ περισσότερο, η λιβανική σιιτική οργάνωση Χεζμπολάχ.
Η επόμενη μέρα και οι Κούρδοι
Η στάση της Άγκυρας καθορίστηκε από δύο παράγοντες:
Ο δεύτερος παράγοντας ο οποίος υπαγόρευσε την τουρκική στάση ήταν, βεβαίως, το Κουρδικό, με τον Ταγίπ Ερντογάν να το υπαινίσσεται πολύ χαρακτηριστικά, όταν δήλωνε ότι «είναι σχεδόν εσωτερικό μας ζήτημα ό,τι συμβαίνει σε μια χώρα με την οποία μοιραζόμαστε σύνορα μήκους 900 χιλιομέτρων».
Ωστόσο, ο απολογισμός υπήρξε θλιβερός, τόσο προς τα μέσα όσο και προς τα έξω. Η τουρκική μεταστροφή έριξε σκιές στις σχέσεις με τη Μόσχα και προκάλεσε ραγδαία επιδείνωση των σχέσεων της Άγκυρας με την Τεχεράνη και την Βαγδάτη. Καθώς η κυβέρνηση του σιίτη πρωθυπουργού Μαλίκι μειοψηφεί στις αποφάσεις του Αραβικού Συνδέσμου εναντίον της Δαμασκού, αντιμετωπίζει με καχυποψία τις οικονομικές σχέσεις που συνάπτει ερήμην της η αυτόνομη κουρδική οντότητα του Βόρειου Ιράκ με την Τουρκία και, παράλληλα, κατηγορεί την κυβέρνηση Ερντογάν ότι ακολουθεί πολιτική σουνιτικού εθνοθρησκευτι-κού σεκταρισμού, παρέχοντας άσυλο στον καταζητούμενο για τρομοκρατικές επιθέσεις Ιρακινό πρώην αντιπρόεδρο Χασεμί.
Μοιάζει σαν να ανήκει στο μακρινό παρελθόν η εποχή κατά την οποία οι πολιτικές Ερντογάν κινούσαν υποψίες για τη δημιουργία ενός «άξονα» Άγκυρας - Δαμασκού - Τεχεράνης και ξεσήκωναν διεθνώς έντονη συζήτηση γύρω από το ερώτημα αν «η Δύση έχασε την Τουρκία»...
«Δυαδική εξουσία»
Η σύλληψη την περασμένη εβδομάδα έξι κατοίκων της μεθοριακής πόλης Ιγκντίρ με την κατηγορία της κατασκοπίας υπέρ του Ιράν καταδεικνύει χαρακτηριστικά το επίπεδο στο οποίο έχουν καταβυθιστεί οι τουρκο-ιρανικές σχέσεις, ενώ ο Τούρκος πρόεδρος, Αμπντουλάχ Γκιουλ, δεν φείδεται (αθεμελίωτων) κατηγοριών ότι η Τεχεράνη τροφοδοτεί την αναζωπύρωση της δράσης των Κούρδων αυτονομιστών του ΡΚΚ.
Το προσφυγικό πρόβλημα
Η παράταση της συριακής κρίσης πέραν του αρχικώς προβλεπομένου και η απροθυμία των διεθνών παικτών για τη δημιουργία «ασφαλών ζωνών» (άρα και αντίστοιχων ζωνών απαγόρευσης πτήσεων) στη Συρία μετατρέπει τη συγκέντρωση 80.000 Σύρων προσφύγων επί τουρκικού εδάφους από πρώτης τάξεως πρόσχημα για μια τουρκική στρατιωτική επέμβαση σε κρίσιμο πρόβλημα, όχι μόνο ανθρωπιστικό, αλλά και ασφαλείας, για την ίδια την Τουρκία. Χαρακτηριστικά, στην επαρχία της Αντιόχειας (Χατάι), η οποία αποσπάστηκε από τη Συρία το 1938 και αποδόθηκε από τους Γάλλους στην Τουρκία, η παρουσία των προσφύγων αναπαράγει τις ίδιες εθνοθρησκευτικές διαιρέσεις που τόσο δραματικά εκδηλώθηκαν στην άλλη πλευρά των συνόρων, καθώς τουλάχιστον το ένα τρίτο των 1,5 εκατ. κατοίκων της περιοχής είναι αλαουίτες, ανήκουν δηλαδή στην ίδια σιιτική σέκτα με την οικογένεια Άσαντ. Ήδη η τοπική κοινωνία παραπονείται ότι έχει ενταθεί η εγκληματικότητα, πληθαίνουν οι φήμες για καβγάδες προσφύγων και εντοπίων, ενώ ο πρόεδρος της Ένωσης Νέων Επιχειρηματιών Χατάι κατήγγειλε ήδη ότι οι τράπεζες αρνούνται τη δανειοδότηση των επιχειρήσεων της περιοχής, την οποία προφανώς αξιολογούν ως «υψηλού ρίσκου». Στον τουρκικό Τύπο αρχίζει να διαμορφώνεται κλίμα υστερίας. Έτσι, η πραγματοποίηση το Σάββατο στην Αντιόχεια διαδήλωσης περίπου 1.000 ατόμων που κρατούσαν πορτρέτα του Άσαντ αποδόθηκε, κατά τα δημοσιεύματα, στους Σύρους καθεστωτικούς παραστρατιωτικούς και την Ασφάλεια του Άσαντ ή στην παράνομη οργάνωση Απελευθερωτικό Κόμμα-Μέτωπο των Λαών της Τουρκίας (THKP-C Acilciler) ή στο PKK, με στόχο την πυροδότηση συγκρούσεων σουνιτών-αλαουιτών.
Πολιτικές αναταράξεις
Την ώρα που αποτυπώνεται και δημοσκοπικά η εντεινόμενη απογοήτευση των πολιτών για την αναζωπύρωση του Κουρδικού και η αδυναμία κατανόησης των επιλογών στην εξωτερική πολιτική (σε μια χώρα όπου ο αντιαμερικανισμός ανθεί), οι κλυδωνισμοί φτάνουν μέχρι την κεντρική πολιτική σκηνή. Ήδη ο ηγέτης του Λαϊκού Ρεπουμπλικανικού Κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης (και νεοεκλεγείς αντιπρόεδρος της Σοσιαλιστικής Διεθνούς), Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, καταγγέλλει ότι η χώρα του «έχει μετατραπεί σε υπεργολάβο της Δύσης στη Μέση Ανατολή» και ότι «η ελευθερία και η δημοκρατία έχουν γίνει παίγνιο στα χέρια του ιμπεριαλισμού». Μάλιστα, τη Δευτέρα, ο Κιλιτσντάρογλου κατηγόρησε την κυβέρνηση Ερ-ντογάν για παραβίαση του Διεθνούς Δικαίου, αλλά και του τουρκικού συντάγματος (το οποίο απαγορεύει την εγκατάσταση ξένων στρατευμάτων στην τουρκική επικράτεια χωρίς την έγκριση της Εθνοσυνέλευσης), υποστηρίζοντας ότι στο Χατάι εδρεύουν ένοπλα μέλη του Ελεύθερου Συριακού Στρατού. Προηγουμένως είχε απαγορευτεί σε δύο βουλευτές του κόμματός του να επισκεφθούν τον προσφυγικό καταυλισμό του Απαϊντίν - τον μόνο που είναι «κλειστός», με τη δικαιολογία ότι φιλοξενεί απειλούμενους από το καθεστώς της Δαμασκού φυγάδες των συριακών ενόπλων δυνάμεων. Φιλοκυβερνητικοί Τούρκοι αρθρογράφοι αρχίζουν, πάντως, να αποδίδουν τη σταθερά επικριτική στάση του Κιλιτσντάρογλου στην επιθυμία του να οικειοποιηθεί την ψήφο των αλεβιτών, ήτοι της (διακριτής, αλλά σχετικά συγγενούς προς τους Σύρους αλαουίτες) θρησκευτικής κοινότητας η οποία αντιπροσωπεύει το 20% του τουρκικού πληθυσμού και συγκαταλέγει στα μέλη της τον ίδιο τον αρχηγό της αντιπολίτευσης.


Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου