"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


«Ο δρόμος που κατοικούμε»

Μια γειτονιά όπως την έζησε μια παλαιά Αθηναία, στην ακμή και στην παρακμή της

Του Ηλια Μαγκλινη

Ανάμεσα στην Πατησίων και την Αχαρνών βρίσκεται ένα στενό δρομάκι, η οδός Πάτμου. Είναι τόσο ασήμαντη που θυμίζει τον Μάνο Χατζιδάκι της «Οδού ονείρων»: «Δεν ξεχωρίζει. Είναι ένας δρόμος σαν όλους τους άλλους δρόμους της Αθήνας. Είναι -ας πούμε- ο δρόμος που κατοικούμε. Μικρός, ασήμαντος, λυπημένος, τυραννικός, μα και απέραντα ευγενικός». 

Ο Χατζιδάκις πρόφερε αυτά τα λόγια με το χαρακτηριστικό ψεύδισμά του, με μια σχεδόν ειρωνική βραχνάδα, το 1962. Λίγα χρόνια μετά, το 1969, μια γυναίκα, η κυρία Δώρα, εγκαταστάθηκε στον δρόμο αυτόν, σε μία νεόδμητη -τότε- πολυκατοικία πέντε ορόφων, μαζί με τη χήρα μητέρα της. Αν τελικώς ξεχώρισε κάποτε αυτός ο δρόμος ήταν διότι εκεί είχε μία από τις δύο της γιάφκες η 17 Νοέμβρη.

Η κυρία Δώρα ζει ακόμα εκεί, στον πέμπτο όροφο μιας πολυκατοικίας της οδού Πάτμου. Η μητέρα της πέθανε, το ίδιο και ο άνδρας της, με τον οποίο παντρεύτηκε το 1973 και έκτοτε μοιράστηκαν τον βίο τους σε αυτόν τον δρόμο. Αγέρωχη, ευθυτενής και γεμάτη αγάπη για τη ζωή, η κυρία Δώρα βρίσκει βοήθεια και φροντίδα από τη Ρίτα από τη Αρμενία.

Η Ρίτα έζησε την αγαπημένη γειτονιά της κυρίας Δώρας στην απόλυτη παρακμή της.το 1969 εγκαταστάθηκε στο σπίτι αυτό τα πράγματα ήταν αλλιώς. Την αφήνω να ξετυλίξει τις αναμνήσεις της. «Πολύ κοντά εδώ, στη Λευκωσίας, βρίσκεται ένα παλιό γραφικό εκκλησάκι, ο Αγιος Ανδρέας. Τότε, γύρω γύρω είχε καλαμιές και περιβόλια. Η Λευκωσίας ήταν πνιγμένη στα δέντρα. Εκεί καθόταν ο Αλευράς, ο πρώην πρόεδρος της Βουλής, κι εκεί έζησε ώς το τέλος της ζωής του». Οταν όμως

Η κυρία Δώρα είναι άνθρωπος της πόλης. Της αρέσει ο κόσμος, το θέατρο, το σινεμά. Ακόμα βλέπει τις παλιές συναδέλφους της από την Τράπεζα της Ελλάδος, με τις οποίες, δεκαετίες ολόκληρες τώρα, οργώνουν τη γειτονιά. «Τον παλιό καλό καιρό», θυμάται, «πηγαίναμε πολύ στο θέατρο. Είχαμε το Καλουτά, που τώρα είναι σούπερ μάρκετ Βασιλόπουλος. Εχουμε ακόμα το Κεφαλληνίας της Μπέττυς Αρβανίτη, το Κάτια Δανδουλακη, το Μπρόντγουεϊ στην Αγίου Μελετίου, το θέατρο της Ξενουδάκη στη Μοσχονησίων. Κι από σινεμά έχουμε ακόμα το Αελλώ, με επτά αίθουσες πλέον, καθώς και το Αλεξάνδρα. Υπήρχε και το Κνωσσός που έγινε θέατρο. Η Φωκίωνος Νέγρη είχε υπέροχους ευκαλύπτους. Στην πλατεία Αμερικής πηγαίναμε για ωραιότατα γλυκά στον Κανδηλώρο και στην πλατεία Βικτωρίας είχε εξαιρετικά καφέ και ψητοπωλεία. Εκεί είχε το καφέ του ο Δομάζος. Ψωνίζαμε στην Πατησίων, στην Καλογήρου, στον Πετρίδη, στον Μοσχούτη, στον Λεπουρέο - πάει, κλείσανε όλα. Η Πατησίων ερημώνει».

Η πτώση
Από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 η κυρία Δώρα δρομολογεί τη ραγδαία υποβάθμιση της περιοχής, με την έλευση των Αλβανών μεταναστών, με αποκορύφωμα την τελευταία πενταετία.  
«Εχουν σκοτώσει τρεις χρυσοχόους», λέει. «Τα παλιά χρυσοχοεία έχουν γίνει σκόρδα, κρεμμύδια και χλωρίνες. Στο θέατρο φοβάμαι πια να πάω. Κι όταν πάω, έχει ελάχιστο κόσμο μέσα. Δεν σου κάνει καρδιά. Κι ο Αγιος Ανδρέας έχει γεμίσει τοξικομανείς».

Οταν επιστρέφει στο σπίτι της με ταξί, η κυρία Δώρα δίνει ένα ευρώ παραπάνω στον οδηγό για να την περιμένει να μπει μέσα. «Μου λέει ένας ταξιτζής, γιατί δεν φεύγετε; Μα εδώ είναι το σπίτι μου, ο γιατρός μου μένει απέναντι, ξέρω τον φαρμακοποιό μου, ξέρω τους πάντες. Η γειτονιά αυτή είναι το σπίτι μου. Είμαι πενήντα χρόνια εδώ». Εξάλλου, δεν είναι όλα μαύρα. «Βελτίωσαν πολύ τη Φωκίωνος Νέγρη, πάμε εκεί κάθε Κυριακή. Και μας έχει σώσει το roof garden του Χόντου στην Αμερικής. Μαθαίνω ότι ετοιμάζεται και ένα εμπορικό κέντρο στην 3ης Σεπτεμβρίου. Πολλοί μετακομίζουν και οι επαγγελματίες βάζουν λουκέτο, αλλά κάμποσοι από τους παλαιούς κατοίκους επιμένουμε ακόμα».

Από τη βεράντα της κυρίας Δώρας βλέπουμε το Χαϊδάρι και το Αιγάλεω. Ο ήλιος πέφτει καυτός το απόγευμα και ο αττικός ουρανός μεταμορφώνεται σε μια πορφυρή βεντάλια. «Κάποτε βλέπαμε την Ιερά Οδό, το Γκάζι. Δεν πειράζει. Εγώ δεν φεύγω από δω», επαναλαμβάνει αποφασιστικά. 

Οπως έλεγε κάποτε ο Χατζιδάκις, αυτός ο δρόμος «έχει πολύ χώμα, πολλά παιδιά, πολλές μητέρες, μα και πολλή σιωπή. Και όλα σκεπασμένα από έναν τρυφερό, μα και αβάστακτο ουρανό».

Δεν υπάρχουν σχόλια: