ΣΥΓΚΡΟΥΟΜΕΝΕΣ ΠΕΝΕΣ: Σταυρος Λυγερός vs Εκπροσώπου τύπου ΥΠΕΞ
Ο εξαιρετικός αρθρογράφος ΣΤΑΥΡΟΣ ΛΥΓΕΡΟΣ και ο εκπρόσωπος τύπου του Υπ.Εξωτερικών διασταυρώνουν τα ξίφη τους με φόντο το "Σκοπιανό".
Περί καταγγελιών και εγκλημάτων
Toυ Γρηγόρη Δελαβεκούρα
Εκπροσωπου Τύπου Υπουργείου Εξωτερικών
Τις τελευταίες ημέρες τέθηκε εκ νέου το θέμα καταγγελίας της Ενδιάμεσης Συμφωνίας εκ μέρους της Ελλάδας. Χαρακτηρίσθηκε δε, «διά παραλείψεως δυνάμει έγκλημα εναντίον του εθνικού συμφέροντος» το γεγονός ότι οι κυβερνήσεις Καραμανλή και Παπανδρέου δεν κατήγγειλαν την Ενδιάμεση Συμφωνία με την ΠΓΔΜ. Η σχετική άποψη είχε διατυπωθεί τον Νοέμβριο του 2008, επτά μήνες μετά το Βουκουρέστι και αφού η κυβέρνηση της ΠΓΔΜ είχε προσφύγει στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Σύμφωνα με την επιχειρηματολογία της εποχής, αν και η Ελλάδα δεν άσκησε βέτο στο Βουκουρέστι, «σε επόμενες συνόδους πιθανότητα θα χρειασθεί να το ασκήσει» και «θα υποχρεωθεί και τυπικά να παραβιάσει την Ενδιάμεση Συμφωνία».
Η χρήση του όρου «έγκλημα» μπορεί να προκαλεί εντυπώσεις, αλλά παραμένει αθεμελίωτη. Ας δούμε τι θα σήμαινε καταγγελία της Ενδιάμεσης Συμφωνίας:
1. Η Ενδιάμεση Συμφωνία καθορίζει το πλαίσιο των διμερών σχέσεων των δύο χωρών. Βάσει αυτής η Ελλάδα αναγνώρισε την ΠΓΔΜ, θεμελίωσε διπλωματικές σχέσεις και ρύθμισε σειρά πρακτικών ζητημάτων για την εξομάλυνση των σχέσεων των δύο χωρών. Επομένως, τυχόν καταγγελία της θα απαιτούσε τη διαπραγμάτευση νέας συμφωνίας για τα ανωτέρω ζητήματα, υπό τη σκιά όμως της επιδείνωσης των σχέσεων που θα είχε επέλθει λόγω της καταγγελίας.
2. Θα σήμαινε αμφισβήτηση εκ μέρους της Ελλάδας της διαδικασίας διαπραγματεύσεων για την επίλυση του ζητήματος της ονομασίας της ΠΓΔΜ, υπό την αιγίδα του ΟΗΕ. Τα άρθρα επίσης, των Αποφάσεων 817 και 845 (1993) του Συμβουλίου Ασφαλείας που προβλέπουν τις διαπραγματεύσεις έχουν ενσωματωθεί στην Ενδιάμεση Συμφωνία. Οι διαπραγματεύσεις ξεκίνησαν μόνον όταν αυτή ολοκληρώθηκε και αφού είχαν, εν τω μεταξύ, παρέλθει δύο χρόνια από την υιοθέτηση των σχετικών αποφάσεων. Καταγγελία θα έδινε την εντύπωση, έστω και εσφαλμένη, ότι η Ελλάδα παύει να είναι η εποικοδομητική πλευρά, αντίθετα με τη συνεπή πολιτική που έχει ασκήσει από το 1995.
3. Η εισήγηση βασίζεται στην άποψη ότι η Ελλάδα θα παραβίαζε τελικά την Ενδιάμεση Συμφωνία. Κάτι τέτοιο όμως δεν συνέβη, όπως επιβεβαιώνουν οι ομόφωνες και συλλογικές αποφάσεις του ΝΑΤΟ το 2008, 2009 και 2010 στο ανώτατο επίπεδο.
4. Η Ενδιάμεση Συμφωνία παύει να ισχύει έναν χρόνο μετά τη γραπτή καταγγελία της.Αρα, για να αποφευχθεί ο οποιοσδήποτε θεωρητικός κίνδυνος, η καταγγελία θα έπρεπε να είχε γίνει τουλάχιστον ένα χρόνο προ της καταθέσεως της προσφυγής εκ μέρους της ΠΓΔΜ. Τέτοιο όμως θέμα δεν θα είχε λόγο να ανακύψει είτε πριν ή μετά το Βουκουρέστι, όπου η Συμμαχία αποφάσισε ομόφωνα ότι η ΠΓΔΜ θα κληθεί να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ μετά την επίλυση του ζητήματος της ονομασίας.
5. Καταγγελία της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, μετά την κατάθεση της προσφυγής ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου Χάγης, θα είχε εκ των πραγμάτων αρνητικό αντίκτυπο στη δικαστική διαδικασία.
Σύμφωνα με τις πρόνοιες της Ενδιάμεσης Συμφωνίας και οι δύο χώρες διατηρούν τη δυνατότητα καταγγελίας της. Ομως, οι αποφάσεις για τόσο σοβαρά θέματα εξωτερικής πολιτικής δεν μπορεί να λαμβάνονται με όρους εντυπωσιασμού, αλλά βαθιάς, προσεκτικής και συνδυαστικής ανάλυσης των δεδομένων, της συγκυρίας και των επιπτώσεων που θα έχουν στα συμφέροντα της χώρας μας.
Προφάσεις εν αμαρτίαις
Του Σταυρου Λυγερου
Την 1.4.11 δημοσιεύθηκε σε αυτή τη στήλη το σχόλιο «Η κερκόπορτα του Μακεδονικού». Σ' αυτό επανέλαβα τη θέση που είχα διατυπώσει αμέσως μετά την προσφυγή των Σκοπίων στη Χάγη το 2008, ότι η Ελλάδα έπρεπε να είχε αποσυρθεί από την Ενδιάμεση Συμφωνία, όπως μετά το 2002 είχε δικαίωμα.
Η ηγεσία του υπουργείου Εξωτερικών (ΥΠΕΞ) απάντησε με άρθρο του εκπροσώπου του στο «Εθνος» (7.4.11). Σύμφωνα με το ΥΠΕΞ, επειδή η Ενδιάμεση καθορίζει το πλαίσιο των διμερών σχέσεων, «τυχόν καταγγελία της θα απαιτούσε τη διαπραγμάτευση νέας συμφωνίας».
Σωστά, αλλά αυτός δεν είναι απαγορευτικός λόγος. Η ΠΓΔΜ έχει πολύ μεγαλύτερη ανάγκη από την Ελλάδα να μην αφήσει μετέωρες τις διμερείς σχέσεις.
Ψευδώς το ΥΠΕΞ αναφέρει ότι η απόσυρση από την Ενδιάμεση «θα σήμαινε αμφισβήτηση εκ μέρους της Ελλάδας της διαδικασίας διαπραγματεύσεων». Οι διαπραγματεύσεις για το όνομα διεξάγονται με βάση τα ψηφίσματα 817 και 845 του Συμβουλίου Ασφαλείας και όχι την Ενδιάμεση.
Το ΥΠΕΞ ισχυρίζεται ότι η απόσυρση «θα έδινε την εντύπωση, έστω και εσφαλμένη, ότι η Ελλάδα παύει να είναι η εποικοδομητική πλευρά». Επίσης ότι «θα είχε εκ των πραγμάτων αρνητικό αντίκτυπο στη δικαστική διαδικασία». Και οι δύο ισχυρισμοί είναι αυθαίρετοι και κυρίως έρχονται σε αντίθεση με την ελληνική υπερασπιστική γραμμή ότι οι διαπραγματεύσεις έχουν καταστεί προσχηματικές. Υπενθυμίζουμε ότι η Ενδιάμεση συνομολογήθηκε για να δώσει χρόνο στην εξεύρεση μόνιμης συμβιβαστικής ονομασίας. Τα Σκόπια, όμως, αρνούνταν κάθε συμβιβασμό. Γι' αυτό και από τότε υποστήριζα ότι η Ενδιάμεση έπρεπε να ακυρωθεί μετά τη λήξη της.
Το ΥΠΕΞ αναφέρει ότι «για να αποφευχθεί ο οποιοσδήποτε θεωρητικός κίνδυνος, η καταγγελία θα έπρεπε να είχε γίνει τουλάχιστον ένα χρόνο προ της καταθέσεως της προσφυγής εκ μέρους της ΠΓΔΜ. Τέτοιο, όμως, θέμα δεν θα είχε λόγο να ανακύψει»! Οπως απεδείχθη, όμως, είχε λόγο, αλλά δεν τον έβλεπε το ΥΠΕΞ. Η απόσυρση είχε νόημα και μετά την προσφυγή των Σκοπίων. Δεν θα απέτρεπε την εκδίκαση, αλλά θα είχε ενισχυθεί το κεντρικό ελληνικό επιχείρημα ότι η Χάγη είναι αναρμόδια να εκδικάσει μία πολιτική διαφορά.
Συμπερασματικά, το ΥΠΕΞ δικαιολογεί τη στάση του με προφάσεις εν αμαρτίαις. Ας ελπίσουμε ότι η δικαστική απόφαση δεν θα μας υποχρεώσει να επανέλθουμε.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου