Χωρίς συνδυασμένο δόγμα εθνικής άμυνας και εξωτερικής πολιτικής
Γράφει ο Σερ Βασίλειος Μαρκεζίνης
1. Ενα βασικό πρόβλημα.
Στα τέλη Σεπτεμβρίου του 2010, ο ελληνικός Τύπος έγραφε ότι εντός του Οκτωβρίου η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Εθνικής Αμυνας θα παρουσίαζε το «αμυντικό δόγμα» της χώρας. Μία εβδομάδα νωρίτερα, ο υπουργός Εξωτερικών είχε ανακοινώσει την πρόθεση επεξεργασίας «δόγματος εξωτερικής πολιτικής», χωρίς να διευκρινίσει πώς θα εκπονηθεί το «δόγμα αυτό».
Και τα δύο είναι αναγκαία, αλλά, καθ’ όσον γνωρίζω, δεν υφίσταται ουσιαστική συνεργασία μεταξύ ΥΕΘΑ και ΥΠΕΞ, όχι μόνον για την εκπόνηση δόγματος, αλλά ούτε και για την αντιμετώπιση τρεχόντων ζητημάτων. Πληροφορούμαι ότι οι όποιες συσκέψεις γίνονται χαρακτηρίζονται από την εκφώνηση «ξύλινων», παράλληλων μονολόγων, δίχως τη λήψη αποφάσεων, αλλά ούτε την επιδίωξη σύγκλισης των διισταμένων απόψεων. Το κάθε υπουργείο δίνει την εντύπωση ότι επιδιώκει πρωτίστως την απόσειση των ευθυνών και την επίρριψή τους στο άλλο.
Η έλλειψη συμπεφωνημένης στρατηγικής για την άμυνα (και, συναφώς, για την εξωτερική πολιτική) επιτρέπει να επικρατούν στις αγορές εξοπλισμού μη ορθολογικά κριτήρια. Υπάρχει, έτσι, διάχυτη η εντύπωση ότι παραμερίζονται παράμετροι όπως το εάν και σε ποιο βαθμό το υπό αγορά οπλικό σύστημα καλύπτει συγκεκριμένες, άμεσες και κρίσιμες αμυντικά ανάγκες, ποιες αμυντικές ανάγκες έχουν προτεραιότητα έναντι άλλων κ.ο.κ.
2. Τα συν και τα πλην των παραμέτρων που χρησιμοποιούνται για εξοπλιστικές αγορές.
α) Η εξασφάλιση πολιτικής (άμεσης και συνήθως βραχυπρόθεσμης) στήριξης σε κρίσιμες διεθνείς συνόδους από ορισμένους συμμάχους (δηλ. «δώρα» για μία ψήφο ή μια καλή κουβέντα - π.χ. αγορά 6 γαλλικών φρεγατών τύπου FREM ως «δώρο» για τη γαλλική στήριξη στη Σύνοδο του Βουκουρεστίου).
Το αρνητικό αποτέλεσμα μιας τέτοιας πρακτικής είναι ότι αντί η εξωτερική μας πολιτική να χρησιμοποιείται ώστε να καλύπτει ζωτικές αμυντικές μας ανάγκες και κρίσιμα κενά της εθνικής άμυνας, δαπανώνται πολύτιμοι οικονομικοί πόροι για να υπηρετήσουν εφήμερες τακτικές ανάγκες της εξωτερικής πολιτικής. Από την άλλη πλευρά, οι συνέπειες μιας τέτοιας πρακτικής αντισταθμίζονται -όχι πάντα- από τη σημασία των πολιτικών πλεονεκτημάτων που αποκτώνται κατ’ αυτόν τον τρόπο.
β) Η δυνατότητα «πολυτεμαχισμού» του κόστους μιας συγκεκριμένης αγοράς, ώστε να πολλαπλασιάζονται σκοπίμως -ή και άνευ προθέσεως- οι δυνατότητες δημιουργίας μαύρου χρήματος. Το μαύρο χρήμα στις εξοπλιστικές συμβάσεις είναι παγκόσμιο χαρακτηριστικό και όχι μόνο πιθανή πρακτική στη χώρα μας. Λόγω των οικονομικών μας, όμως, προβλημάτων, σε μας «πονάει πιο πολύ».
γ) Οι αυξανόμενες πιέσεις που ασκούν σύμμαχοι στις εκάστοτε κυβερνήσεις και οι οποίες πηγάζουν από τις δικές τους ανάγκες να αυξήσουν τα έσοδά τους σε στιγμές οικονομικών κρίσεων.
δ) Η «κοινωνική πολιτική» ενίσχυσης των Ελληνικών Αμυντικών Βιομηχανιών και των Ελλήνων υπεργολάβων που ξεκινάει μεν «από το θεμιτό κίνητρο στήριξης της ελληνικής πολεμικής βιομηχανίας», αλλά μπορεί να καταλήγει σε παραλυσία αποφάσεων ή και σε τεμαχισμό των παραγγελιών. Η τελευταία δε πρακτική φαίνεται να συμβάλλει αφενός μεν στη ραγδαία αύξηση του κόστους προμήθειας, αφετέρου δε στη ροή επιπλέον μαύρου πολιτικού χρήματος, όχι μόνον από τους ξένους προμηθευτές αλλά και από τους εγχώριους υπεργολάβους.
Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι οι στρατιωτικοί μπορεί να φέρουν μία ευνόητη, για ιστορικούς λόγους, «ενοχή» έναντι των πολιτικών τους προϊσταμένων, γι’ αυτό και συχνά διστάζουν να εκφράσουν ξεκάθαρα την «τεχνοκρατική» τους άποψη. Αλλωστε, όταν στρατιωτικοί και πολιτικοί δεν είναι δεσμευμένοι, από κοινού, σε μια συμπεφωνημένη στρατηγική άμυνας (δηλ. ενιαίας αντίληψης για το ποιες συγκεκριμένες απειλές αντιμετωπίζουμε, πόσο άμεσα και πού), τότε κάθε επίκληση αμυντικής/στρατιωτικής ανάγκης αντιμετωπίζεται από τους κυβερνώντες είτε υπεροπτικά («τεχνικό θέμα, λύστε το με τα υπάρχοντα μέσα») είτε ως απόπειρα χειραγώγησης των προϊσταμένων από τους υφισταμένους τους (ιδίως οσάκις τίθεται ένα αίτημα με όρους στρατιωτικού επείγοντος). Οι σκέψεις όμως αυτές ίσως και να αποτελούν απλές υποθέσεις του γράφοντος.
3. Η μειωμένη -φαινομενικά τουλάχιστον- αξιοπιστία των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων.
Υποστηρίζουν μερικοί ότι το επίπεδο στρατιωτικής ικανότητας των στελεχών (αξιωματικών+υπαξιωματικών) των ΕΕΔ, ιδίως του Στρατού Ξηράς, φαίνεται να μειώνεται με την πάροδο των ετών. Αν αυτό όντως συμβαίνει, τότε πρόκειται για ένα φαινόμενο που συνέχεται με τη γενικότερη κατάσταση που επικρατεί στον χώρο της παιδείας.
Τρόπος, πάντως, για να «αξιολογηθεί» ένα τέτοιο συμπέρασμα δεν υπάρχει. Αντιθέτως, θα μπορούσε εδώ να αντιτάξει κανείς το επιχείρημα ότι, επειδή υπάρχει πρόβλημα άμεσης επαγγελματικής αποκατάστασης στη χώρα μας, ο αριθμός των καλών μαθητών που επιλέγουν να σταδιοδρομήσουν ως αξιωματικοί μάλλον έχει αυξηθεί.
Παραμένει όμως αμφισβητήσιμο το κατά πόσον το πρόγραμμα σπουδών και η καλλιέργεια πατριωτικού πνεύματος -εντός, πάντοτε, των απαραίτητων ορίων του δημοκρατικού μας πολιτεύματος- είναι ανάλογα αυτών που συναντά κανείς στις άριστες σχολές, π.χ. των Αγγλων ή των Ισραηλινών.
4. Λόγοι για την -αληθή ή υποτιθέμενη- πτώση του επιπέδου.
Μεταξύ των λόγων που θα μπορούσε κανείς να αναφέρει ότι συνέβαλαν στην ανωτέρω περιγραφείσα πτώση του επιπέδου είναι οι εξής:
α) Συγκρότηση των ΕΕΔ σε αποκλειστικά αντικομμουνιστική βάση, δηλ. ως μηχανισμού πρωτίστως εσωτερικής καταστολής «πολιτικού εχθρού» (περίοδος 1945-1974).
Ο αντικομμουνισμός με τη μορφή του αποκλεισμού των ικανών νέων, «υπόπτων όμως φρονημάτων», άρχισε να εξασθενεί μόνο από τα μέσα περίπου του 1980, δυστυχώς όμως αντικαταστάθηκε σταδιακά από έναν κυρίαρχο κομματισμό (κλαδικές ΠΑΣΟΚ και ΝΔ κλίκες κ.λπ.).
Στο μέτρο που ο κομματισμός λειτουργεί απαγορευτικά (όπως ο γράφων πιστεύει) για την ανάδειξη των πλέον ικανών, τότε και πάλι ευρισκόμεθα προ ενός φαινομένου αρνητικού, πλην όμως γνωστού και από άλλους τομείς της δημόσιας διοικήσεως, συμπεριλαμβανομένων των υπουργείων Εξωτερικών και Δικαιοσύνης.
β) «Διάβρωση» της ιεραρχίας μέχρι τις κατώτερες βαθμίδες από την αμερικανική στρατιωτική αποστολή και ξένες υπηρεσίες πληροφοριών. Tο φαινόμενο αυτό ενθαρρύνει η παγιωμένη μισθολογική καχεξία των ΕΕΔ, όπως επίσης και η προϊούσα «δημοσιο-υπαλληλοποίησή τους».
Αυτό, πιθανότατα ενισχύει τον πειρασμό «χρηματισμού» μέσω προσφοράς απασχόλησης μετά την (πρόωρη συνήθως) αποστράτευση/συνταξιοδότηση.
γ) Η επί δεκαετίες και πλέον επιλογή της ηγεσίας των ΕΕΔ με κομματικά κριτήρια, με συνέπεια, όπως είδαμε πρόσφατα, ομαδικές πρόωρες αποστρατεύσεις, ενισχύει τους ανωτέρω φόβους, αλλά και οδηγεί σε περαιτέρω πτώση του γενικού ηθικού.
5. Συμπέρασμα
Εν όψει των ανωτέρω, φαίνεται μάλλον ότι δεν αγοράζουμε όπλα με βάση τη σχεδιασμένη, βέλτιστη εξυπηρέτηση συγκεκριμένων - τοπικών ή ευρύτερων στρατιωτικών αναγκών. Αντίθετα, προσαρμόζουμε τα στρατιωτικά σχέδιά μας στις επιχειρησιακές δυνατότητες των οπλικών συστημάτων που επιλέγει, αγοράζει και παραλαμβάνει η πολιτική ηγεσία (με την ανοχή της στρατιωτικής).
Και σαν να μην έφθαναν αυτά, οι παραλαβές υλικού πολλές φορές γίνονται τμηματικά και με ελλείψεις σε εφόδια, ανταλλακτικά και πυρομαχικά (π.χ. αγορά των γερμανικών τανκς Λέοπαρντ άνευ οβίδων).
Αυτή η κατάσταση δημιουργεί όχι μόνο επικίνδυνα κενά στην ελληνική άμυνα, αλλά συγχρόνως μπορεί να οδηγεί και στο αποτέλεσμα να μην ξοδεύουμε σωστά τους μειωμένους μας χρηματικούς πόρους.
Για να παραφράσουμε, λοιπόν, ένα ατυχές πολιτικό σύνθημα των ημερών: «τα λεφτά που υπάρχουν δεν ξοδεύονται σωστά»!
Ετικέτες
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ,
ΑΠΟΨΕΙΣ,
ΕΘΝΙΚΗ ΑΜΥΝΑ,
ΕΘΝΟΣ,
ΜΑΡΚΕΖΙΝΗΣ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου