"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


Μια συκιά περιµένει τον Ιούδα της.

Του Σταµάτη Φασουλή

Τα µεσηµέρια κάνω µια βόλτα _ συνταγή γιατρού. Παίρνω το δροµάκι δίπλα στο ξερό ποτάµι κι ανηφορίζω για Πεντέλη. Στην οποία βέβαια ποτέ δεν φτάνω γιατί µόνο το πνεύµα σε µένα είναι πρόθυµο. Τα υπόλοιπα… Ο δρόµος αρχίζει ως Αµαζόνων και τελειώνει ως Βριλησσού. Δεν ξέρω τι συµβαίνει ενδιαµέσως και τον έκανε ν’ απαρνηθεί το βαφτιστικό του, πάντως ούτε Αµαζόνες είδα στις όχθες του, και για Βριλησσό ούτε κουβέντα. Ο βοσκός που είχα δίπλα (όταν πρωτόρθα είχα γειτόνισσα µια στάνη, τώρα ένα µπουκέτο µεζονέτες) µου το ξεκαθάρισε µια και καλή. Ο Βριλησσός ήτανε από την άλλη µεριά. «Αλλούθε».

Πάντως όπως και να το λένε το ξερό το ποταµάκι, που τον χειµώνα λίγο να βρέξει κάνει κι αυτό το κοµµάτι του σαν ρυάκι κελαριστό, είναι µια παρηγοριά. Εχει τις καλαµιές του απ’ τη µια µεριά, να λικνίζονται στο πρώτο φύσηµα, τις φούντες πάντα λίγο γυρτές κι ένα θρόισµα σαν αντίλαλος απ’ τις παλιές µέρες. Με τα χρόνια δεν ξέρω ποιος καλαίσθητος δήµαρχος τις περισσότερες καλαµιές τις ξερίζωσε και στη θέση τους φύτεψε αυτά τα σαν έλατα κάτι. Αυτά τα σταχτοπράσινα ταχείας αναπτύξεως σαν τσιµέντο µε κλαδιά. Το αίσχος της διασταύρωσης του γεωπόνου.

Τελευταία όµως άρχισαν ν’ αρρωσταίνουν τα µορφώµατα, από άγνωστης προέλευσης αρρώστια, µήπως κι αυτά τα ίδια ήταν προέλευσης γνωστής; τέλος πάντων, κι έτσι βλέπεις κάθε δύο δέντρα από στάχτη ένα να µαραγκιάζει και να παίρνει ένα χαλκοκόκκινο κάνοντας τη συστάδα ριγέ, σαν πιτζάµα µε κινητικά προβλήµατα, γιατί σε άλλο ρυθµό κινείται το ξερό σε άλλο το χλωρό µε αποτέλεσµα το ασύγχρονο της καταστάσεως. Οπως και να ‘χει, το δροµάκι χαίρει µεγάλης εκτιµήσεως και αγάπης απ’ τους φιλόζωους κατοίκους, απόδειξη η άσφαλτος διάστικτη κοπράνων µικρών οικόσιτων ζώων. Από την άλλη πάλι η οδός µε τα δύο ονόµατα γέµισε σπίτια µε αυλές που τις κοσµούν τρόπον τινά φυτά εξωτερικού χώρου. Ολα άγνωστα σε µένα τουλάχιστον, δηλαδή καµία σχέση µε γιασεµί, τριαντάφυλλο, πανσέ, κατιφέ, µπιγκόνια, ορτανσία.

Οχι είναι εντελώς πρωτότυπα. Δεν ανθίζουν ποτέ. Γιατί το λουλούδι είναι βρώµα έτσι και πέσει στο πλακάκι το πατάς και κάνεις µουντζαλιές.

Ενώ αίφνης το «λιγούστρο» κι ένα άλλο ακατονόµαστο για µένα, ούτε λουλούδια ούτε τίποτα, του ρίχνεις κι ένα κούρεµα και το κάνεις ό,τι σχήµα θες. Είδα πολλούς καλλωπιστικούς θάµνους κουρεµένους µπάλες, τρίγωνα (κάλαντα µες στη γειτονιά) τιρµπουσόν ανάποδα αλλά και πιο πρωτότυπες συνθέσεις. Μια πρασινάδα µε πολύ προχωρηµένη κουπ όπου ενώ στη βάση είναι κύβος, µάλιστα κύβος, µετά ο κορµός ελεύθερος κι όταν φουντώνει γίνεται το ολοστρόγγυλο της µπάλας για τις πιλάτες. Επίσης πολλά πήλινα αγαλµατίδια σε ζωάκια, έρωτες και ξεράσµατα. Εκεί την παράσταση κλέβει ένας γυπαετός που στον φούρνο του αγγειοπλάστη πήρε λίγο δεξιά, κατακάθησε, κι έγινε ο γυπαετός µια κλώσα και µισή. Βέβαια µπορεί να ‘χουν όλοι αυλή αλλά δεν έχουν όλοι λουλούδια. Υπάρχει κάποιος που µάλλον το ζώδιο και ο ωροσκόπος του θα είναι του νερού, γιατί έκανε όλη την αυλή τοίχο τοίχο πισίνα. Ανοίγεις τη βεράντα και µε το που κάνεις το βήµα πέφτεις στο χλώριο.

Στα χρώµατα τώρα τα σπίτια στην αρχή ήταν ήσυχα, όλα στο άσπρο τους άντε λίγο σπασµένο. Με τον καιρό ξανοίχτηκαν προς το ανοιχτό κίτρινο τα περισσότερα, σαν να ‘χαν βγάλει τη χρυσή, τον ίκτερο. Τελευταία προς µεγάλην έκπληξη του τοπίου είδα να ορθώνει το ανάστηµά του ένα µεζονόσπιτο κατακόκκινο. Το κόκκινο της Πυροσβεστικής. Πήραν φωτιά τα µάτια µου. Ξαναγύρισα το βλέµµα στις καλαµιές, τα άρρωστα έλατα και τη χορταριασµένη κοίτη. Πού και πού και καµιά συκιά περιµένει τον Ιούδα της. Φαίνεται στη γειτονιά έχουµε πολλοί τριάκοντα αργύρια.

Δεν υπάρχουν σχόλια: