Είκοσι χρόνια δηλαδή, όσα χρειαζόταν στην εποχή μας ένα παλικάρι για να τελειώσει το Γυμνάσιο, το στρατιωτικό και ν' αρχίσει τη ζωή του. Τα «είκοσι χρόνια» μάς φαίνονταν σαν ατέλειωτο λιβάδι με πρασινάδα, όπου μπορούσες να κυλιστείς, να βοσκήσεις και να χαρείς τη χλόη που μοσχοβολούσε. Ποτέ δεν περνούσε απ' το μυαλό μας ότι όλη αυτή η ομορφιά θα ξεραινόταν κάποτε και θα' φτανε να μας αγκυλώνει.
Ο Αμερικάνος δούλευε στην οδό Αθηνάς, απ' όπου περνούσε καθημερινά η μισή Αθήνα. Οχι μόνο γυναίκες, αλλά και άντρες και παιδιά και γέροι και γριές και αυτοκίνητα, λεωφορεία, μηχανές, μηχανάκια, τρελοί, γνωστικοί, κλέφτες, φτωχοί, πλούσιοι και ζητιάνοι.
Εκείνος στεκόταν στην άκρη του δρόμου, με τα χέρια πλεγμένα πίσω, την πλάτη στραμμένη στ' αυτοκίνητα που περνούσαν και τα μάτια καρφωμένα στο πεζοδρόμιο απ' όπου περνούσε όλος αυτός ο συρφετός. Κρατούσε τα πόδια μισάνοιχτα εξετάζοντας αυτούς που παρέλαυναν από μπροστά του προσπαθώντας να τους κατατάξει, σα να φύλαγε σκοπιά έξω από το μαγαζί του για να επιτρέψει ή να αποτρέψει την είσοδό τους.
- Βαρέθηκα, ρε συ, δεν αντέχω άλλο!.. μου λέει ξαφνικά ένα μεσημέρι.
Ο ήλιος έκαιγε, τ' αυτοκίνητα αμολούσαν την κάπνα τους και οι άνθρωποι ανεβοκατέβαιναν το πεζοδρόμιο με τα χέρια φορτωμένα πλαστικές τσάντες ή με χέρια άδεια, κρατώντας τα μπροστά τους και δείχνοντάς τα στους περαστικούς.
- Τι βαρέθηκες; ρώτησα χωρίς περιέργεια, γιατί γνώριζα τις σχέσεις του με το μαγαζί και το χρήμα.
- Ολα τα βαρέθηκα, απάντησε κοιτώντας ολόγυρα, σαν να μου έδειχνε με τα μάτια ποια «όλα», για να μην τον ακούσει κανείς. Την Αθηνάς, τη δουλειά μου, τους πελάτες, τους γείτονες, τους περαστικούς, εμένα, εσένα, όλα σου λέω. Πάω να σκάσω.
Δεν μίλησα. Καλό το πεζοδρόμιο, αλλά τόσα χρόνια πάνω του, εγώ θα είχα ήδη σκάσει.
- Πάμε σ' του Βαγγέλη να πιούμε κάνα μισόκιλο;
- Και το μαγαζί;
- Χέσε το μαγαζί, είναι η κοπέλα.
- Πάω να σκάσω, σου λέω... επανέλαβε όταν ήρθε το κρασί και ήπιαμε το πρώτο ποτήρι.
- Ε, φύγε τότε.
- Να φύγω; Για να πάω πού;
- Οπου θες. Στη γυναίκα σου, στη θάλασσα, στο μπαλκόνι σου. Εχεις λεφτά για να τη βγάλεις μέχρι να πεθάνεις;
- Γιατί, πότε θα πεθάνω;
- Ας πούμε, μετά είκοσι, τριάντα χρόνια. Εχεις;
- Αν τρώμε σε τέτοια μαγαζιά και πίνουμε χύμα κρασί, μπορεί και να 'χω. Γιατί;
- Για να τα παρατήσεις και να φύγεις, προτού σκάσεις.
Με κοίταξε καλά καλά, χωρίς να μιλάει, σαν να συνέχιζε ν' ακούει αυτά που δεν του 'λεγα, αλλά τα σκεφτόμουν.
- Και το μαγαζί τι θα γίνει;
- Χέσ' το, εσύ το 'πες. Πούλα το, νοίκιασέ το, χάρισ' το. Εδώ μιλάμε για το τι θα γίνεις εσύ.
Πέρασαν τουλάχιστον δέκα χρόνια από τότε. Βλεπόμαστε πολύ αραιά πια, γιατί ο φίλος μου πήγε να ζήσει κοντά στη θάλασσα, πράγμα που ονειρευόταν όλη του τη ζωή. Τηλεφωνιόμαστε όμως σχεδόν κάθε μέρα κι όταν δεν μπορεί ο ένας να λύσει κάποιο πρόβλημα, του το λύνει ο άλλος.
- Πώς πάει, έβαλες το πρώτο; ρωτάει καμιά φορά.
- Οχι, ακόμη γράφω.
- Καλά, άντε στην υγειά μας.
Πριν από τέσσερα χρόνια έκανε εγχείρηση καρδιάς και οι γιατροί τού είπαν, «κομμένα πιοτό, τσιγάρα και τα συναφή», αλλά ήταν σαν να μην του το είπαν. Τέσσερις μέρες προσπαθούσα να τον πιάσω στο τηλέφωνο τη βδομάδα που πέρασε, χωρίς να τα καταφέρνω. Τελικά πέτυχα τη γυναίκα του.
- Τι έγινε, έπαθε τίποτε; ρώτησα ανήσυχος.
- Να στον δώσω, να στα πει ο ίδιος.
- Τίποτα, μωρέ... γέλασε, όταν τον ρώτησα. Να, πρέπει να ξανακάνω την εγχείρηση.
- Και γελάς;
- Τι θες να κάνω, να κλαίω; Εσύ μου είπες ότι θα πεθάνω μετά είκοσι, τριάντα χρόνια και δεν έχουν περάσει ακόμη ούτε δέκα. Ποιον θες να πιστέψω, εσένα ή τους γιατρούς; Εμπορος είμαι, το συμφέρον μου κοιτάω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου