Αρχικά αποτελούσε το “πιστόλι στο τραπέζι” με το οποίο η κυβέρνηση Παπανδρέου ήθελε να “πιέσει” την ανταπόκριση των εταίρων .
Η παρουσία του ΔΝΤ στη Γηραιά Ήπειρο θεωρήθηκε, από τα πλεονασματικά κράτη-μέλη, ως εγγύηση συμμόρφωσης σε μία περιοριστική πολιτική, την οποία οι ευρωπαϊκοί κανόνες “αυτοδέσμευσης”, αδυνατούσαν να εξασφαλίσουν.
Ωστόσο, σε μιαν ειρωνική αντιστροφή, το ΔΝΤ έχει αναδειχθεί σε θιασώτη μιας ηπιότερης (ή απλώς περισσότερο ρεαλιστικής;) δημοσιονομικής αντίληψης και οι αποδέκτες των πιέσεών του είναι πλέον κατεξοχήν οι χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά, όπως έδειξε και η διελκυστίνδα μέχρι την τελευταία μαραθώνια συνεδρίαση του Eurogroup.
Στις δηλώσεις της μετά την ολονυχτία των Βρυξελλών η επικεφαλής του ΔΤΝ Christine Lagarde, εμφανίσθηκε ως αυτή που υποχρεώθηκε να αναδιπλωθεί, αποδεχόμενη ως στόχο τη διαμόρφωση του ελληνικού δημόσιου χρέους στο 124% του ΑΕΠ το 2020, αντί του 120% που η ίδια προέβαλε μετ΄ επιτάσεως όλο το προηγούμενο διάστημα.
Ωστόσο, όπως έχει ήδη γνωστό από δημοσιεύματα του διεθνούς Τύπου, το ΔΝΤ είχε ήδη στρέψει το ενδιαφέρον του στο μετά το 2020 διάστημα (στόχος το 110% το 2022), εξ ού και η διαπραγματευτική ευελιξία που εντέλει επέδειξε.
Επιπλέον, η Christine Lagarde κατέστησε σαφές ότι “θα είναι σε θέση” να προτείνει στο Δ.Σ. του ΔΝΤ την συμμετοχή του στο νέο ελληνικό deal μόνο “από την στιγμή που έχει σημειωθεί πρόοδος με τον καθορισμό και την εφαρμογή των δεσμεύσεων που έχουν αναληφθεί σήμερα, ιδίως για την εφαρμογή του προγράμματος επαναγοράς χρέους” . Πρόσθεσε δε ότι όσο λιγότερο γίνεται δημοσίως λόγος για την επαναγορά, τόσο καλύτερες θα είναι οι τιμές που θα επιτευχθούν. Υπενθύμισε δηλ. διακριτικά, ότι οι προβλέψεις στις οποίες στηρίζεται η συμφωνία του Eurogroup είναι απολύτως μετέωρες –ιδίως αν ληφθούν υπόψη και οι υπεραισιόδοξες εκτιμήσεις ως προς τα πρωτογενή πλεονάσματα και τους ρυθμούς ανάπτυξης της Ελλάδας που προϋποτίθενται ώστε να ευοδωθούν οι... αριθμητικές ασκήσεις των Ευρωπαίων ιθυνόντων.
Με άλλα λόγια, η Lagarde προορίζεται να “ξαναχτυπήσει”, εφόσον, πέρα από τις πρόσκαιρες εντυπώσεις, η ουσία είναι πως το ΔΝΤ διατηρεί τη δυνατότητα να ορίζει αυτό τον ρυθμό, τους χρόνους και το περιεχόμενο της σχετικής συζήτησης, ενώ το Βερολίνο αμύνεται με μια τακτική καθυστερήσεων .
Ο “υπερατλαντικός παρείσακτος” είναι σε θέση διαρκώς να απειλεί με την... αποχώρησή του (ήτοι με το ενδεχόμενο αποκλειστικής ανάληψης των ευρωπαϊκών βαρών από τη Γερμανία), την ώρα που το Βερολίνο δίνει μάχη οπισθοφυλακής για το απαραβίαστο του αρχικού κεφαλαίου των δανείων προς την Ελλάδα.
Αφορά και τον ευρύτερο ευρωπαϊκό σχεδιασμό του Βερολίνου, για μετάθεση της όποιας συνολικής συμφωνίας σε χρόνο κατά τον οποίο θα είναι δυνατή η εξασφάλιση των μεγαλύτερων δυνατών πολιτικών ανταλλαγμάτων.
Προϋποθέτει, ωστόσο, αυτό το στοίχημα ότι οι πολιτικές και κοινωνικές αντοχές λ.χ. της Ιταλίας ή της Ισπανίας δεν επιφυλάσσουν μέχρι τότε κάποιο “ατύχημα”.
Και προϋποθέτει κυρίως, ότι οι εξω-ευρωπαϊκές δυνάμεις (ΗΠΑ και αναδυόμενες χώρες), που εκπροσωπεί το ΔΝΤ θα δεχθούν όχι μόνο να υποστούν τα απόνερα των επιλογών της Γερμανίας, αλλά και να προσυπογράψουν τις γεωπολιτικές της φιλοδοξίες .
Πηγή:www.capital.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου