Δύο εξαιρετικές πέννες, γράφουν για το "ποιός φταίει"...
Φταῖνε μόνον οἱ πολιτικοί;
Tου ΣΑΡΑΝΤΟΥ ΚΑΡΓΑΚΟΥ
(Εστία 01/04/2011
)
Δέν θά πῶ - ἄλλωστε οὐδέποτε τό εἶπα– ὅτι οἱ πολιτικοί μας εἶναι λουλούδια γιά μύρισμα. Καί δέν θά εἶχα ἀντίρρηση νά πετάξουμε πολλούς ἀπό τήν Ταρπηία Πέτρα διά τά φαῦλα πού ἔπραξαν καί γιά τήν πολιτική τοῦ Συβαριτισμοῦ πού καλλιέργησαν. Κι ἐπειδή ἐνδέχεται κάποτε νά λάβουμε κάποιο μέτρο σωστό, δηλαδή γιά τή δημοκρατία σωστικό, ἐξηγῶ ὅτι Ταρπηία Πέτρα λεγόταν ὁ νότιος γκρεμός τοῦ Καπιτωλίου τῆς Ρώμης, ἀπ᾽ ὅπου ρίχνονταν οἱ κακουργήσαντες πολίτες (οἱ δοῦλοι σταυρώνονταν).
Ἀλλά δέν εἶναι σωστό ὅλα τά errata(= ἡμαρτημένα) νά τά φορτώνουμε στούς πολιτικούς καί νά μένει στό ἀπυρόβλητο ἡ πνευματική ἡγεσία τοῦ τόπου αὐτοῦ. Οἱ πνευματικοί ἄνθρωποι πρέπει νά δροῦν ὅπως οἱ χῆνες τοῦ Καπιτωλίου. Νά ἀγρυπνοῦν καί νά προειδοποιοῦν. Πληρώνουμε εὐρώστους μισθούς σέ ἑκατοντάδες μεγαλοθεσίτες οἰκονομολόγους. Γιατί δέν μίλησαν γιά τήν ἐπερχόμενη κρίση; Τηροῦσαν σιγή ἀσφαλείας γιά νά μήν τούς κοποῦν κάποια «προγράμματα» ἤ γιά νά μήν κοποῦν ἀπό κάποιες ἐπιτροπές «σοφῶν»;
Ἀσφαλῶς καί οἱ λογοτέχνες δέν θά ᾽πρεπε νά εἶναι «σύννεφα μέ πανταλόνια», γιά νά μιλήσω Μαγιακοφσκικῶς. Οὔτε αὐτοί ἀπαλλάσσονται ἀπό εὐθύνες. Ὁ Μπρέχτ εἶχε πεῖ πώς ὅταν ἔλθουν δύσκολοι καιροί, ὁ λαός δέν θά πεῖ τί ἔπραξαν οἱ πολιτικοί. Θά πεῖ: «Γιατί δέν μίλησαν οἱ ποιητές;». Μήπως γιά νά μή χάσουν κάποιο κρατικό βραβεῖο ἤ κάποια θέση σέ ὑπουργεῖο;
Σήμερα ὀ λαός φτύνει τούς πάντες. Διότι τάχα τόν πρόδωσαν. «Ἀλλ᾽ οἱ κατ᾽ ἄνεμον πτύοντες τά ἑαυτῶν πρόσωπα πτύουσι». Καθρέφτες ὑπάρχουν σέ κάθε σπίτι. Ἄς κοιταχτεῖ καθείς, κι ἐκεῖ ἄς φτύσει. Διότι, ἄν φταῖνε οἱ πολιτικοί, φταίει κι ὁ πολίτης. Εἰκόνα του εἶναι –γιά νά τό πῶ κατά τόν τρόπο τῆς Γαλάτειας Καζαντζάκη– οἱ πολιτικοί, καί τοῦ μοιάζουν.
Κάποιοι πολιτικοί μπορεί νά «ἔφαγαν». Ὁ λαός τούς ψήφιζε γιά νά μπορεῖ νά «τρώει» κι αὐτός. Νά μπορεῖ νά παραβαίνει τό νόμο, νά καταπατεῖ δημόσιες ἐκτάσεις, νά κτίζει αὐθαίρετα, νά πουλᾶ «ξίκικα», νά μήν πληρώνει πρόστιμα γιά παραβάσεις, νά διπλασιάζει τό κοπάδι του στά χαρτιά καί νά μοιράζεται τά λεφτά μέ τόν «μετρητή» τῆς νομαρχίας. Κι ὅταν ἔπεφτε χαλάζι, νά κάνει –σάν τόν «κεφαλονίτικο παπά»– τά 12 χαλαζόπληκτα στρέμματα 13 καί κάτι παραπάνω.
Φταίει κι ὁ λαός πού ἔκανε τίς διαβόητες ἐπιδοτήσεις οὐίσκυ στά ἀναρίθμητα ἀνά τήν ἐπικράτεια «σκυλάδικα» (Γιαννοπουλικῶς «Κέντρα Πολιτισμοῦ») καί χαρτοπαίγνιο στά «τεμπελάδικα».
Φταίει ὁ λαός, διότι, ὅπως τό λέει ὁ Θουκυδίδης, ἤθελε νά βλέπει λόγια καί ν᾽ ἀκούει ἔργα.
Φταίει ὁ λαός πού ἔβαζε –καί βάζει– τό κόμμα πάνω ἀπό τήν πατρίδα. Φταίει, γιατί ἔκανε τό κόμμα ὄργανο γιά τήν δική του «παρτίδα».
Φταίει ὁ λαός, γιατί ἀνέκτησε μιά χούφτα «μοσχανθούς» νά διαλύσουν τό σύμπαν κι αὐτός νά νανουρίζεται μέ τά «μπλά-μπλά» τῆς τηλοψίας.
Φταίει ὀ λαός, γιατί, κι ἄν καμμιά φορά ψήφισε καλούς, δέν τούς ἄφησε νά δράσουν καλά· τούς ὑποχρέωσε νά πράξουν ρουσφετολογικά.
Φταίει ὁ λαός, γιατί ἐνῶ ἦσαν πάντα στά ψηφοδέλτια κάποιοι ἄνθρωποι μέ ἀξία, αὐτός πήγαινε καί σταύρωνε τήν πλέον καλλιπάρειον «ἀρτίστα». Ἡ «ἀναγνωρισιμότητα» ἔφαγε τή δημοκρατία. Κι ἐνῶ ὑπάρχουν ἄνθρωποι μέ προσόντα, ἤθος καί κύρος, δέν τολμοῦν νά εἰσέλθουν στόν πολιτικό στίβο γιά νά μή γελοιοποιηθοῦν, ὑποσκελιζόμενοι ἀπό ἐπιδέξια μηδενικά. Ἔτσι τό κοινοβούλιο κατάντησε παθολογικό πάνθεον μικρότητας καί συναλλαγῆς.
Καί ἡ «Ζενέ ντορέ», ἡ χρυσή νεολαία μας (ὁ ὅρος εἶναι τοῦ 19ου αἰ.) ραχατεύει· καί ἐπέτρεψε νά ὑποκατασταθεῖ ἀπό θορυβώδεις ἀλλά καλά ὀργανωμένες μειοψηφίες πού κυρίως προέρχονται ἀπό ἀριστοκρατικές συνοικίες. Οἱ μπαμπάδες ἐλέγχουν τό κράτος καί οἱ βλαστοί τους τό παρακράτος. Ἰδού γιατί πολλοί ἐπώνυμοι κόπτονται ὑπέρ τῆς «κουκούλας», ἰδού γιατί –ὑπό τό πρόσχημα τῶν «προσωπικῶν δεδομένων»– διατηρεῖται ἡ ἀνωνυμία νεαρῶν ἐγκληματικῶς δρώντων. Κάτω ἀπό τήν «κουκούλα» κάποιου ἀνερμάτιστου ἠθικά νεανίσκου, πιθανῶς νά κρύπτεται ὁ γυιός κάποιου ἐπώνυμου «μεγαλίσκου».
Δέν θέλω πάντα νά γίνομαι δυσάρεστος καί «μάντις κακῶν». Ἀλλά δέν μπορῶ νά ἀκούω στήν τηλοψία αὐτή τήν γλοιώδη λαοκολακεία: «Ὁ λαός δέν φταίει». Πταίει καί παραπταίει! Ἀπό πολλές ἀπόψεις θυμίζει τούς Ἀργεντίνους μιᾶς ἄλλης ἐποχῆς πού εἶχαν κάνει σύνθημα τό εἰλικρινέστατο: «Λαντρόνε νον λαντρόνε, θερέμος Περόνε» (= Κλέφτης ξεκλέφτης, ψηφίζουμε Περόν). Καί... πρόκοψαν! Ἔκαναν ἄρχοντες τούς Ναπολέοντες τοῦ ἐγκλήματος.
Γιά νά μήν ἔχουμε τέτοια φαινόμενα κι ἐδῶ, ἄν καί ὁ ἐγκληματικός Ναπολεοντισμός κάνει ἤδη «στράτα», εἶναι καιρός νά σταματήσει ἡ κυριαρχία τῶν «ἀπαράτσικ» (γιά νά ἐκφραστῶ κομμουνιστογλωσσικῶς), τῶν κομματικῶν στελεχῶν πού ἔχουν κάνει τό κράτος τσιφλίκι τους. Ἡ χωρίς προηγούμενο ἠθική χρεωκοπία τοῦ συνδικαλισμοῦ μετέτρεψε τήν ἄλλοτε εὔρωστη ἐργατοαγροτική μας τάξη σέ μιά ζαμπουνιάρικη (= ἀρρωστιάρικη) τάξη μέ βαρέμικες τάσεις. Λυπᾶμαι πού θά τό πῶ ὅσο κι ἄν εἶναι πικρό: Ἐνεργοῦμε σάν νά κουβαλᾶμε μέσα μας τήν ἐπιθυμία τοῦ θανάτου.
Ο νεοθωμανισμός μέσα μας...
Γράφει ο ΣΤΑΘΗΣ (Στήλη "ΝΑΥΤΙΛΟΣ" της "Ε")
Μετά την Επανάσταση του 1821, την απελευθέρωση του Γένους των Γραικών, Ρωμιών κι Ελλήνων (απλές συνωνυμίες) και τη δημιουργία του νέου ελληνικού κράτους φθάσαμε έως εδώ, στο 2011, υπό την καθοδήγηση, την ευθύνη και τις στρατηγικές επιλογές της εθνικής αστικής τάξης, των συμμαχικών της ελίτ, καθώς και των διεθνών συμμαχιών της (ή, αναλόγως, εξαρτήσεων).
Ο λαός σε όλο αυτό το διάστημα ουδέποτε κυβέρνησε. Μπορεί να επέλεγε κυβερνήσεις, μπορεί να τις πίεζε, ενίοτε και να τις ανέτρεπε, μπορεί να επαναστάτησε, αλλά ουδέποτε κυβέρνησε. Αντιθέτως πάντα χρησιμοποιήθηκε, συχνά λεηλατήθηκε κι ενίοτε σφαγιάσθηκε.
Ομως γι' αυτό που είμαστε σήμερα μπορεί η δουλειά, ο μόχθος και το αίμα να προέρχονται απ' τον λαό, η διαχείρισή τους όμως ήταν πάντα και είναι έργο της άρχουσας αστικής τάξης.
Περιέργως, τα τελευταία τριάντα χρόνια, ιδίως από «εκσυγχρονισμού» κι εντεύθεν, για τα σημερινά μας χαΐρια κατηγορείται ο λαός.
Κατηγορείται ο λαός απ' αυτούς που τον έφεραν έως εδώ για λαϊκισμό! Για διαφθορά, για τεμπελιά, για κοπριτισμό! Κατηγορείται ο λαός ότι δεν μπόρεσε να γίνει «Ευρωπαίος» κι ότι παρέμεινε δέσμιος των καθυστερημένων παραδόσεων της «καθ' ημάς ανατολής».
Ετσι, το πρόβλημα της δυσπραγίας μας μετατίθεται από τη δράση και τις επιλογές της άρχουσας τάξης στη φύση και τη σύνθεση του λαού.
Ετσι το πρόβλημα της δυσπραγίας μας από ταξικό μετατρέπεται σε πολιτισμικό (με την έννοια του Χάντιγκτον).
Μεγαλύτερη μπαρούφα δεν υπάρχει.
Τη σχετική φιλολογία άρχισαν παρ' ημίν οι νεορθόδοξοι στη δεκαετία του '80 - κατ' αρχήν χρήσιμη, διότι επανεισήγαγαν θέματα που είχαν παραμελήσει οι επίγονοι των μαρξιστών, όπως η ιδιοπροσωπία, οι ιδιομορφίες της εθνικής ταυτότητας κι άλλα που σύντομα ξεθύμαναν σε έναν εσωτερικό διχασμό των νεορθόδοξων μεταξύ ευρωπαϊστών και ευρωσκεπτικιστών (ή και σε ένα είδος νεοησυχασμού, αδιάφορο για όλα αυτά). Ομως, στην παρέκβασή της αυτή η παρέμβαση οδήγησε σε έναν εκχυδαϊσμό που καθόρισε εν πολλοίς την ιδεολογική χειραγώγηση των Ελλήνων με το ερώτημα: αν είναι ανατολίτες ή Ευρωπαίοι.
Μπούρδα ερώτημα, αν κανείς το μεταφράσει ως ερώτημα εθνικής επιλογής ανάμεσα στο ανατολίτικο μπαχτσίσι ή τη δυτικοευρωπαϊκή μίζα!
Γελοίο ερώτημα, αλλά πολύ χρήσιμο! διότι μετέθετε το πρόβλημα από ταξικό σε εθνικό. Δεν έφταιγε πλέον (για το κατάντημά μας) η εθνική αστική τάξη και οι διεθνικοί προστάτες της, αλλά ο λαός με τα εθνικά του κουσούρια και τις διεθνιστικές του ουτοπίες.
Το ίδιο ακριβώς όπως με το ψέμα ότι φταίει το κράτος για την κακοδαιμονία μας κι όχι αυτοί που το κυβερνούν.
Σε αυτό το πνεύμα κινήθηκε επ' εσχάτοις και η εκπομπή του ΣΚΑΪ για το 1821: ο λαός φταίει που δεν πήγε καλά η επανάσταση που ο λαός έκανε!... (!).
Θα επρόκειτο για μια ουρανομήκη αμορφωσιά (διότι όλοι αυτοί που τα λένε όλα αυτά είναι άνθρωποι του «ενός βιβλίου») αν δεν επρόκειτο για μια πολύ χρήσιμη προπαγάνδα.
Η καθαίρεση της αξιοπρέπειας και του αυτοσεβασμού των πολιτών ως προσώπων το καθένα ξεχωριστά και του λαού ως έθνους συνολικά, είναι προϋπόθεση για την καθαίρεση του αυτεξούσιου και την ταξική υποταγή, για την απομείωση δηλαδή της εθνικής ανεξαρτησίας και της λαϊκής κυριαρχίας...
Ζούμε σε μια χώρα με μακρά ιστορία.
Είναι αδύνατον για τον πολύ λαό να τη γνωρίζει όλη - ούτε για τον Κεκαυμένο γνώριζε φέρ' ειπείν ο πατέρας μου, ούτε για το «Ελληνες εσμέν» του Πλήθωνα, ούτε για τη βαρβαρότητα των Φράγκων στην Πόλη το 1204! Ούτε Σβορώνο είχε διαβάσει, ούτε Σάθα, ούτε Παπαρρηγόπουλο, ούτε Φίνλεϋ, ούτε Φαλμεράυερ, ούτε Κορδάτο, ούτε Σκαρίμπα.
Ηξερε όμως πέντε πράγματα για τον Διάκο, τον Λεωνίδα της Σπάρτης, τον Εφιάλτη, τον Μαρμαρωμένο Βασιλιά και τον Ρήγα Φεραίο.
Αυτά καθόριζαν τη στάση του στο καφενείο. Στη δουλειά, στο σπίτι. Μπορεί να μην ήξερε ιστορία, αλλά είχε το «αίσθημά της». Περιέργως (που περίεργο δεν είναι) το αληθές αίσθημα. Αν, λόγου χάριν, του έλεγες την ιστορία του Κιγκινάτου, θα την εύρισκε πολύ ωραία. Ενώ αν του έλεγες ότι ο Θεμιστοκλής εν τέλει μήδισε, θα κατέβαζε το κεφάλι.
Το ερώτημα λοιπόν, τουλάχιστον για όσους από μας έχουν βγάλει τη β' Δημοτικού, δεν είναι αν υπήρξε ή όχι το κρυφό σχολειό (διότι ερώτημα δεν είναι εφ' όσον απαντάται από χίλιες πηγές). Είναι όμως ερώτημα η «ασυνέχεια του έθνους» ή το αξίωμα ότι «επινοήσαμε τον εαυτόν μας». Καθ' ότι, παρ' ότι λογικώς ανακόλουθο αυτό το ερώτημα (παρ' ότι τα βιβλία στα ράφια τους γελούν μαζί του) είναι πολιτικώς λογικότατο, εφ' όσον το ζητούμενο είναι η προσωπική απαξίωση των πολιτών και η ταξική υποταγή.
Με έναν λόγο το πρόβλημα δεν είναι ο «συνωστισμός» στη Σμύρνη, αλλά ο νεοθωμανισμός στο μυαλό μας...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου