Κούρσα εξοπλισμών φέρνει η ισχύς του «Κόκκινου Δράκου»
Της Ελενας Μπέλλη
Καμία κυβέρνηση δεν μπορεί να μείνει αδιάφορη στη ραγδαία ανάπτυξη της Κίνας, που εκμεταλλεύεται την οικονομική της ισχύ για τη στρατιωτική της ενίσχυση. Η θωράκιση της Κίνας προκαλεί μία κούρσα εξοπλισμών χωρίς προηγούμενο στην περιοχή και στρατηγικές αναταράξεις σε όλη την υφήλιο.
Ιαπωνία και Αυστραλία έσπευσαν να αναπροσαρμόσουν ραγδαία το στρατηγικό τους δόγμα, αν και ο καταστροφικός σεισμός εκτιμάται ότι θα δημιουργήσει σημαντικά προβλήματα στις προθέσεις του Τόκιο. Οι ΗΠΑ, πάντως, μπαίνουν σε «μεγάλο δίλημμα ασφαλείας» καθώς καλούνται να επιλέξουν ποιους συμμάχους θα κρατήσουν και ποιους θα αφήσουν. Στην πλήρη μετατόπιση του στρατηγικού άξονα στην υφήλιο οδηγούν οι εξελίξεις στην ανατολική Ασία καθώς πληθώρα στοιχείων βεβαιώνει ότι η οικονομική ισχύς των κρατών της περιοχής επιτρέπει (επιτάσσει) και την στρατιωτική θωράκισή τους.
Από την Ινδία έως την Ιαπωνία, οι χώρες της ανατολικής Ασίας προχωρούν με ταχείς ρυθμούς στον εκσυγχρονισμό των οπλοστασίων τους, σε μία κούρσα εξοπλισμών χωρίς προηγούμενο από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Με πρωταίτια την Κίνα, όπου οι ραγδαίοι ρυθμοί ανάπτυξης συνοδεύονται με εξίσου ταχείες προσπάθειες μείωσης του στρατηγικού χάσματος με τις ΗΠΑ, όλες οι χώρες της ανατολικής Ασίας, συμπεριλαμβανομένης και της πόλης-κράτους της Σιγκαπούρης, έχουν επιδοθεί με φρενήρεις ρυθμούς στην έρευνα, ανάπτυξη ή και αγορά εξοπλισμών. Και η κούρσα δεν θα σταματήσει όσο η Κίνα συνεχίζει να εξοπλίζεται.
Σύμφωνα με την κινεζική κυβέρνηση, οι αμυντικές δαπάνες του Πεκίνου ανήλθαν, το 2010, σε 79 δισ. δολ., από 17 δισ. ευρώ που ήταν το 2001. Κοινώς, οι αμυντικές δαπάνες σχεδόν πενταπλασιάστηκαν μέσα σε μία δεκαετία και βαίνουν αυξανόμενες. Πόσο δε μάλλον αφού τα επίσημα στοιχεία της Κίνας δεν περιλαμβάνουν τις εισαγωγές όπλων και, μέσα στην τελευταία δεκαετία μόνον, η Μόσχα έχει πουλήσει στο Πεκίνο στρατιωτικό εξοπλισμό αξίας 17 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Για τους εμπειρογνώμονες της Δύσης, τα στοιχεία που δημοσιεύει η Κίνα δεν είναι ακριβή, όχι μόνον διότι δεν περιλαμβάνουν τις εισαγωγές όπλων αλλά και διότι αποκρύπτουν σημαντικά κονδύλια έρευνας και ανάπτυξης. Δεν είναι τυχαίο που το αμερικανικό Πεντάγωνο εκτιμά ότι οι συνολικές δαπάνες της Κίνας το 2009 εκτοξεύτηκαν στα 150 δισ. δολάρια.
Τα αστρονομικά ποσά «μεταφράζονται» σε απειλές για τη Δύση. Το πρώτο αεροπλανοφόρο της Κίνας θα είναι έτοιμο μέσα στους επόμενους μήνες, ενώ, σε μία εμφανή επίδειξη ισχύος, η κινεζική ηγεσία παρουσίασε σε πιλοτική πτήση το πρώτο μαχητικό αεροσκάφος τύπου stealth, λίγες ώρες πριν ο Αμερικανός υπουργός Αμυνας, Ρόμπερτ Γκέιτς, συναντηθεί στο Πεκίνο με τον πρόεδρο Χου, στις 11 Ιανουαρίου. Το κινεζικό αεροσκάφος J-20 είναι σχεδιασμένο να ανταγωνιστεί το αμερικανικό stealth F-22…
Η Ιαπωνία ακολουθούσε κατά πόδας: «Η πιλοτική πτήση του μαχητικού αεροσκάφους τύπου stealth θα γίνει μέσα στα επόμενα τρία χρόνια», βεβαίωσε δύο ημέρες πριν από τον καταστροφικό σεισμό, στέλεχος του υπουργείο Αμυνας στο Τόκιο. Το πρόγραμμα, ύψους 473 εκατομμυρίων δολαρίων, ξεκίνησε πριν από δύο χρόνια, κυρίως διότι το αμερικανικό Κογκρέσο αρνήθηκε επανειλημμένα να εγκρίνει την πώληση αμερικανικών stealth στην Ιαπωνία, με την αιτιολογία ότι τα συγκεκριμένα αεροσκάφη περιέχουν «σύγχρονες τεχνολογίες» που η Ουάσινγκτον δεν πρέπει να μοιραστεί ούτε με το στενότερο σύμμαχό της. Ετσι, η Ιαπωνία αποφάσισε να «απελευθερωθεί» από το σύμπλεγμα του ηττημένου στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και να προχωρήσει ακάθεκτη στον εκσυγχρονισμό των εξοπλισμών της. Το νέο στρατηγικό δόγμα της Ιαπωνίας -σχεδιασμένο για να αναπροσαρμόσει τα δεδομένα από την «απειλή» της ΕΣΣΔ στην «απειλή» της Κίνας- προβλέπει δαπάνη 284 δισ. δολαρίων στην πενταετία 2011-2015 για τον εκσυγχρονισμό των ενόπλων δυνάμεων.
Προβλέπει, επίσης, την αγορά πέντε υποβρυχίων, τριών αντιτορπιλικών, δώδεκα μαχητικών αεροσκαφών, δέκα αεροσκαφών περιπολίας και 39 μαχητικών ελικοπτέρων.Οι εξελίξεις σε Κίνα και Ιαπωνία δεν αφήνουν αδιάφορη την Αυστραλία. Μπορεί η πρωθυπουργός Τζούλια Γκίλαρντ, μιλώντας την Πέμπτη στο αμερικανικό Κογκρέσο, να κάλεσε τους Αμερικανούς «να μην τρομάζουν από την οικονομική ανάπτυξη» του Πεκίνου, η Καμπέρα, όμως, μοιάζει ήδη φοβισμένη: Εκθεση που δημοσίευσε την περασμένη εβδομάδα το έγκριτο Ιδρυμα Κοκόντα επισημαίνει «την επείγουσα ανάγκη» αναθεώρησης της στρατιωτικής ανάπτυξης της χώρας ώστε «να αντισταθμιστεί και να αποτραπεί η ραγδαία επέκταση του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού».
Και συμπεραίνει ότι «η Αυστραλία δεν μπορεί να παραβλέψει το μέγεθος, το είδος και την ταχύτητα που η ανάπτυξη του κινεζικού στρατού μεταβάλλει την ασφάλεια στο Δυτικό Ειρηνικό».
Μήνυμα ελήφθη: Η Καμπέρα προχωρεί σε δαπάνη 279 δισ. δολαρίων την επόμενη εικοσαετία για την αγορά νέων υποβρυχίων, αντιτορπιλικών και μαχητικών αεροσκαφών. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη «αναβάθμιση» του στρατιωτικού εξοπλισμού της Αυστραλίας από το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο!
Στην Ινδία, η απάντηση στην Κίνα είναι πιο άμεση: Ο αμυντικός προϋπολογισμός έχει αυξηθεί κατά 151% την τελευταία δεκαετία και η κυβέρνηση εκτιμά ότι οι σχετικές δαπάνες στον προϋπολογισμό τα επόμενα χρόνια θα αυξάνονται κατά μέσο όρο 8,33% ετησίως, καθώς η? λίστα αγορών μεγαλώνει. Πέραν των υπερσύγχρονων υποβρυχίων, που μπορούν να παραμείνουν κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας για μία εβδομάδα, η Ινδία προχώρησε στην αγορά οκτώ αναγνωριστικών αεροσκαφών για τον εντοπισμό υποβρυχίων και προτίθεται να αγοράσει άλλα τέσσερα, ενώ σύντομα αναμένεται να δημοσιεύσει τη μεγαλύτερη παραγγελία στην ιστορία της: Την πρόθεση αγοράς 126 μαχητικών αεροσκαφών.
Ανάλογη εικόνα «βιασύνης» παρουσιάζουν και τα υπόλοιπα κράτη της περιοχής: Νότια Κορέα και Βιετνάμ αγοράζουν υποβρύχια, στη Μαλαισία καταγράφεται αύξηση των αμυντικών εισαγωγών, ενώ η Σιγκαπούρη, που προτίθεται να αγοράσει ακόμη δύο υποβρύχια, συγκαταλέγεται ήδη στους δέκα μεγαλύτερους εισαγωγείς όπλων στον κόσμο! Ειδικά για τη Νότια Κορέα, που νιώθει μόνιμα την απειλή της υποστηριζόμενης από την Κίνα Βόρειας Κορέας, ο εκσυγχρονισμός των ενόπλων δυνάμεων κρίθηκε απαραίτητος το 2006, όταν η χώρα ξεκίνησε ένα 15ετές πρόγραμμα εκσυγχρονισμού του στρατιωτικού εξοπλισμού της, κόστους 550 δισ. δολαρίων.
Η ραγδαία συγκέντρωση υπερσύγχρονων στρατιωτικών δυνάμεων στην περιοχή της ανατολικής Ασίας, πρωτοφανής στην παγκόσμια ιστορία, μεταφέρει το στρατηγικό κέντρο βάρους της υφηλίου προς ανατολάς. Όχι μόνον διότι σύντομα κάποια από τα κράτη της περιοχής θα μπορούν να αποτινάξουν την εξάρτηση από την προστάτιδα Ουάσινγκτον -και άρα θα τεθούν εκτός του απολύτου ελέγχου του Λευκού Οίκου- αλλά και διότι η ανατολική Ασία βρίθει από μικρές και μεγάλες εδαφικές διενέξεις που -υπό το πρίσμα της κούρσας εξοπλισμών- μπορούν να λάβουν σοβαρές διαστάσεις.
Ανταλλαγές πυρών στα σύνορα Ταϊλάνδης – Καμπότζης, επεισόδια στα σύνορα Βόρειας και Νότιας Κορέας, ένταση στα στενά της Ταϊβάν: «Μικρά περιστατικά μπορούν εύκολα να κλιμακωθούν σε σοβαρά επεισόδια και μετά σε άσχημους πολέμους», εκτιμά ο Σίμον Βέζεμαν, του Διεθνούς Ινστιτούτου Ερευνών για την Ειρήνη, στη Στοκχόλμη. «Κάποτε ήταν η κοινή λογική, μία λογική που είχε καταντήσει κλισέ και η οποία υπαγόρευε ότι οι διακρατικές συγκρούσεις αποτελούν παρελθόν. Πλέον, η κοινή λογική τίθεται υπό αμφισβήτηση», συμφωνεί και ο Τζον Τσάπμαν, του Διεθνούς Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών στο Λονδίνο.
Και η Κίνα, τι λέει η Κίνα για όλα αυτά: «Αν η διεθνής κοινότητα δεν καταλάβει τις φιλοδοξίες της Κίνας, τις αγωνίες της και τις δυσκολίες για τη σίτιση και τον εκσυγχρονισμό της, τότε ο κινεζικός λαός θα αναρωτηθεί γιατί η Κίνα πρέπει να δεσμεύεται από κανόνες που ουσιαστικά εγκαθιδρύθηκαν από τις δυτικές δυνάμεις». Ετσι καταλήγει, σε άρθρο του στο Foreign Affairs, o Γουάνγκ Τζίσι, διευθυντής της Σχολής Διεθνολογίας στο Πανεπιστήμιο του Πεκίνου. Κι αν ακούγεται σαν απειλή, δεν πειράζει. Αργά ή γρήγορα ο Γουάνγκ είτε θα διαψευστεί, είτε θα μας έχει όλους «πείσει»?
Το αργότερο σε είκοσι χρόνια, η Κίνα θα έχει φθάσει το επίπεδο στρατιωτικού εξοπλισμού των ΗΠΑ βεβαιώνει ο Τζον Τσάπμαν, γενικός διευθυντής του Διεθνούς Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών (IISS), εξέλιξη που θα κλείσει το «στρατηγικό χάσμα» Ανατολής – Δύσης και θα θέσει στις ΗΠΑ μέγα δίλημμα ασφαλείας: «Είκοσι χρόνια είναι ελάχιστο διάστημα και δεδομένου ότι η Ουάσινγκτον έχει δηλώσει ότι δεν θα επιτρέψει σε καμία χώρα να εξισωθεί στρατιωτικά με τις ΗΠΑ, σύντομα θα πρέπει να ληφθούν κάποιες σοβαρές αποφάσεις», εξηγεί ο Τσάπμαν. Η ανάπτυξη στην Κίνα έρχεται σε μία ιδιαίτερα δύσκολη περίοδο για τις ΗΠΑ, όπου οι αμυντικές δαπάνες περικόβονται λόγω της οικονομικής κρίσης. Ωστόσο, ήδη διατυπώνονται οι πρώτες ηχηρές αντιδράσεις στη θωράκιση της Κίνας, όπως αυτή του ρεπουμπλικάνου Τζον Μακέιν, που μόλις προχθές εξέφρασε την ανησυχία του για «την επιθετική στρατιωτική πολιτική» του Πεκίνου?
Η στρατηγική αναδιάρθρωση που βρίσκεται σε εξέλιξη με πρωταγωνιστή την Κίνα προκαλεί αναπόφευκτα ένα βασικό ερώτημα: Οδηγείται τελικά η υφήλιος σε μία κούρσα εξοπλισμών όπου η αμοιβαία πυρηνική απειλή θα διασφαλίσει την ειρήνη, όπως ακριβώς στο Ψυχρό Πόλεμο, ή μήπως αυτή τη φορά η αντιπαράθεση οδηγεί σε όλεθρο;
Το ερώτημα απαντά αναλυτικά, σε άρθρο του στο Foreign Affairs, ο Τσαρλς Γκλέισερ, καθηγητής Διεθνολογίας στο George Washington University. Ο Γκλέισερ ξεκινά διαβεβαιώνοντας ότι «η ανάρρηση της Κίνας θα είναι το σημαντικότερο γεγονός στις διεθνείς σχέσεις του 21ου αιώνα». Αλλά εφόσον το δίλημμα ασφαλείας προκύπτει όταν η ενίσχυση της ασφάλειας ενός κράτους πλήττει το αίσθημα ασφαλείας ενός άλλου, οι εξελίξεις θα κριθούν εν πολλοίς τόσο από τη στάση της Κίνας όσο και από την αντίληψη των ΗΠΑ για τις πραγματικές προθέσεις του Πεκίνου. Σύμφωνα με τον Γκλέισερ, οι γενικά καλές σχέσεις Ουάσινγκτον – Πεκίνου, ο Ειρηνικός Ωκεανός που χωρίζει τις δύο χώρες και άρα διατηρεί την Κίνα σε απόσταση ασφαλείας από τις ΗΠΑ αλλά και οι πυρηνικές δυνάμεις των δύο κρατών, που διασφαλίζουν την αμοιβαία καταστροφή τους σε περίπτωση πολέμου, αρκούν για να διατηρήσουν τους τόνους χαμηλά και να αποτρέψουν τον πόλεμο.
Ωστόσο, η ανάρρηση της Κίνας δεν θα συμβεί χωρίς κόστος: «Οι ΗΠΑ θα διατηρήσουν την `ομπρέλα’ της πυρηνικής αποτροπής σε Ιαπωνία και Νότια Κορέα, τους σημαντικότερους συμμάχους στην περιοχή, αλλά η μεγάλη πρόκληση έγκειται αλλού», εκτιμά ο Γκλέισερ. Και εξηγεί ότι «σε περιπτώσεις όπου τα συμφέροντα των ΗΠΑ είναι λιγότερο από ζωτικά, θα πρέπει να γίνουν κάποιες αναπροσαρμογές».
Κοινώς, «οι ΗΠΑ πρέπει να αναθεωρήσουν τη δέσμευσή τους προς την Ταϊβάν», μία περιοχή «υψηλής αξίας» για την Κίνα. Ο Γκλέισερ πιστεύει ότι τυχόν «σύγκρουση» για το μέλλον της Ταϊβάν μπορεί εύκολα να εξελιχθεί σε πυρηνικό πόλεμο. Συνεπώς, με δεδομένη τη βελτιωμένη σχέση Ταϊπέι – Πεκίνου, η Ουάσινγκτον έχει όλο το χρόνο να «αναπροσαρμόσει» την πολιτική της ώστε να ικανοποιήσει την Κίνα χωρίς να διακινδυνεύσει ζωτικά της συμφέροντα.
ΗΜΕΡΗΣΙΑ
Ετικέτες
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ,
ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΑ,
ΗΜΕΡΗΣΙΑ,
ΚΙΝΑ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου