Πώς επί 30 χρόνια χαράζαμε τον δρόμο προς το Μνημόνιο
Tου Ιωαννη Χαλικια
(Αντιπρύτανη Οικονομικού Προγραμματισμού και Ανάπτυξης, Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.)
Με συντομία και χωρίς λεπτομέρειες που κουράζουν τους μη μυημένους στα οικονομικά, παρουσιάζεται το δημοσιονομικό πρόβλημα της χώρας μας. Τα δύο διαγράμματα είναι αποκαλυπτικά για την πορεία της ελληνικής οικονομίας τα τελευταία 60 χρόνια.
Μέχρι και τη δεκαετία του ’70, η χώρα μας ήταν υπόδειγμα υγιούς οικονομίας. Ταχείς ρυθμοί ανάπτυξης (από 5% έως και 8%, ανάλογα με την περίοδο υπολογισμού) και χαμηλός δανεισμός (κάτω από 20% του ΑΕΠ) και κυρίως πλεονασματικοί ή ελάχιστα ελλειμματικοί προϋπολογισμοί. Ακόμα και τη δεκαετία του ’70, που η παγκόσμια οικονομία επλήγη από την πετρελαϊκή κρίση, η ελληνική οικονομία άντεξε, και μόνο το 1974 σημειώθηκε ύφεση λόγω του κυπριακού προβλήματος (η χώρα ήταν σε εμπόλεμη κατάσταση για περίπου ένα έτος). Αυτές οι επιδόσεις ήταν ένας από τους βασικούς λόγους που γίναμε δεκτοί ως μέλος από την τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα.
Ομως, από τη δεκαετία του ’80 άρχισε μια συνεχής χειροτέρευση των δημοσιονομικών μεγεθών. Οι αλόγιστες κοινωνικές παροχές (αύξηση μισθών στον δημόσιο τομέα, αύξηση συντάξεων, παροχή πρόωρων συντάξεων, υπεράριθμοι διορισμοί στο Δημόσιο, ζημιογόνες ΔΕΚΟ κ. λπ.) δημιούργησαν τεράστια ελλείμματα που για να καλυφθούν, απαιτούσαν συνεχή δανεισμό. Ετσι, από πλεονασματικούς ή ελάχιστα ελλειμματικούς προϋπολογισμούς, το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης κυμαινόταν με διψήφια ποσοστά του ΑΕΠ, ακόμα και πάνω από 20%. Παράλληλα ο δανεισμός αυξήθηκε υπέρμετρα και από 20% του ΑΕΠ τη δεκαετία του 1970 πλησίασε το 120% στα μέσα του 1990, με παράλληλη πτώση του ρυθμού ανάπτυξης . Προσέξτε ότι στην περίοδο 1950-1980 το ΑΕΠ σχεδόν εξαπλασιάστηκε, ενώ στην περίοδο 1980-2010 απλώς διπλασιάστηκε (ενώ το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ εξαπλασιάστηκε και σε απόλυτα μεγέθη -και σε σταθερές τιμές- δεκαπλασιάστηκε).
Από το 1995 άρχισε μια αντιστροφή με σχετική βελτίωση των δεικτών, που επέτρεψε στη χώρα να μπει στη Ζώνη του Ευρώ το 2002. Η βελτίωση διατηρήθηκε μέχρι και το 2008. Ομως, η ελληνική οικονομία ήταν πολύ ευάλωτη. Η ανάπτυξη εξαρτιόταν σχεδόν αποκλειστικά από την κατανάλωση (δημόσια και ιδιωτική) που με την οικονομική κρίση του 2009 σημείωσε κάθετη πτώση με αποτέλεσμα να καταρρεύσουν και τα φορολογικά έσοδα (ΦΠΑ, φορολογία κερδών, φορολογία εισοδήματος κ. λπ.). Ετσι, το έλλειμμα ξαναφούντωσε, ο δανεισμός αυξήθηκε και λόγω της μείωσης του ΑΕΠ μεγάλωσε και το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Η συνέχεια είναι γνωστή. Η χώρα υποβιβάστηκε ως προς την πιστοληπτική της ικανότητα και η δυσκολία εύρεσης δανειστών την οδήγησε στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, την Ευρωπαϊκή Ενωση και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, τη γνωστή τρόικα. Ομως, η παροχή βοήθειας πρέπει να συνοδεύεται και από εγγυήσεις ότι η χώρα διαδοχικά θα μειώσει τα ελλείμματά της και θα μεταμορφωθεί σε αξιόπιστο δανειζόμενο. Δηλαδή, θα εξαφανίσει τα ελλείμματα και σταδιακά θα παρουσιάσει πλεονάσματα, διότι μόνο τότε θα σταματήσει να δανείζεται. Ετσι επεβλήθησαν τα σκληρά μέτρα του Μνημονίου (στα οποία περιλαμβάνεται και η μείωση του μισθού μου) που οποιοσδήποτε τεχνοκράτης θα συνιστούσε. Αλλωστε όλα αυτά γράφονταν από τη δεκαετία του 1980, που άρχισε η χειροτέρευση των δεικτών, και όλοι οι οργανισμοί (ΟΟΣΑ, Ε. Ε., ΔΝΤ, ΚΕΠΕ, ΙΟΒΕ, ΤτΕ, διεθνής οικονομικός τύπος κ. ά.) συνιστούσαν στην Ελλάδα συγκράτηση των ελλειμμάτων διότι όλοι γνώριζαν ότι κάποια μέρα θα φτάναμε σε αυτό το σημείο. Μόνο εκείνοι που δεν έχουν καταλάβει τι έχει συμβεί στη χώρα μας είναι αντίθετοι με το Μνημόνιο. Επομένως, το ερώτημα είναι «τι άλλη επιλογή είχε η (οποιαδήποτε) κυβέρνηση;». Την απάντηση την αφήνω στην κρίση των αναγνωστών.
Ετικέτες
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ,
ΔΝΤ,
ΕΛΛΑΔΑ,
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ,
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ,
ΠΟΛΙΤΙΚΗ,
ΧΑΛΙΚΙΑΣ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου