Η Ελλάδα, οι απειλές και τα στρατηγικά σφάλματα
Του ΝΙΚΟΛΑΟΥ Α. ΣΤΑΥΡΟΥ
Επίτιμου καθηγητή Πολιτικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Howard, ΗΠΑ
Η έρευνα προσδιορισμού του ελληνικού αμυντικού δόγματος αποβαίνει άκαρπη, εξαιτίας της έλλειψης ξεκάθαρης διατύπωσης των στόχων της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και της μη αντίληψης νέων απειλών για την εθνική ασφάλεια.
Επιπλέον, Ελληνες αξιωματούχοι αγνοούν τη βαθμιαία συρρίκνωση της εθνικής κυριαρχίας που διαβρώνεται σταθερά από την εφαρμογή ψευδο-κοινωνικών θεωριών.Αυτή η διάβρωση συνέπεσε με την άνοδο της παγκοσμιοποίησης και την ιδιωτικοποίηση κρατικών λειτουργιών από κερδοσκόπους, απατεώνες, δημιουργούς οικονομικών κρίσεων και αποδομητές εθνικών ταυτοτήτων. Υπό φυσιολογικές συνθήκες θα μπορούσε κανείς να πει ότι το αμυντικό δόγμα μιας χώρας δίδει σάρκα και οστά σε στόχους που η εξωτερική πολιτική μιας χώρας προσδιορίζει. Κι από εδώ ακριβώς ξεκινούν τα προβλήματα για την Ελλάδα.
Για περίπου δύο δεκαετίες η ελληνική εξωτερική πολιτική περιπλανιόταν στη σφαίρα των φαντασιών που τροφοδοτούσε η ευφορία που δημιούργησε η διάλυση του ανατολικού μπλοκ. Οπως και άλλοι στο περιβάλλον του 1990, η ελληνική πολιτική μπήκε στο «γαϊτανάκι του θριάμβου» και αγνόησε την αναγκαιότητα επαναξιολογήσεως του αμυντικού δόγματος της χώρας, ή τουλάχιστον τον προσδιορισμό των συνεπειών ενός μονοπολικού κόσμου. Ανυποψίαστοι για τις αναδυόμενες απειλές, οι σχεδιαστές πολιτικής έπεισαν εαυτούς ότι η στρατηγική αξία της χώρας παρέμενε ανεπηρέαστη από τα τεκταινόμενα στη γειτονιά και περίμεναν υπομονετικά το «νέο αυτοκράτορα» να αναθέσει στην Ελλάδα «τα νέα καθήκοντά της στα Βαλκάνια».
Η εικόνα είναι ακόμα ζωντανή στη μνήμη, όταν ο τότε πρόεδρος της Ελληνικής Βουλής, ο Παναγής Τσαλδάρης, είπε, επιπόλαια αλλά ειλικρινά, στο στρατηγό Μπρεντ Σκόουκροφτ σε συνάντηση στον Λευκό Οίκο (παρόντος του γράφοντος) ότι «δεν έχουμε αντίρρηση να κάνει η Τουρκία ό,τι θέλει ανατολικά, αλλά δώστε και σε μας κάτι στα Βαλκάνια!». Επρόκειτο για αφέλεια της χειρίστης μορφής!
Η Ελλάδα όντως πήρε «κάτι να κάνει»: την ευκαιρία να «πείσει και να πιέσει τους Σέρβους» ώστε να εκχωρήσουν την κληρονομιά τους και προς αμοιβή έλαβε «ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη και μια κλοτσιά στα πισινά», λέει η παροιμία.
Η κυβέρνηση Σημίτη επαινέθηκε τότε γενναιόδωρα ως «επιδεικνύουσα ηγετικόν θάρρος». Γιατί ακριβώς; Διότι απέρριψε ως άσχετο το 98% της ελληνικής κοινής γνώμης και διευκόλυνε το βομβαρδισμό ενός κυρίαρχου έθνους που ουδέναν είχε απειλήσει. Αυτό θα πει δημοκρατία! Αλλά έτσι ενεργώντας, η κυβέρνηση Σημίτη δικαίωσε τη ΝΑΤΟϊκή επιθετικότητα και το δόγμα των «ανθρωπιστικών πολέμων», που τελικά τερμάτισαν κάθε αντίληψη ότι το ΝΑΤΟ παρέμενε «αμυντική» συμμαχία. Επιπλέον, οι 78 μέρες ανηλεούς βομβαρδισμού εναντίον της Σερβίας διευκόλυναν όνειρα περί «Μεγάλης Αλβανίας», επέσπευσαν τη δημογραφική μεταμόρφωση της Ελλάδας και ήγειραν το φάσμα της βαλκανοποίησής της.
Ενώ η περιφέρεια της Ελλάδας μεταμορφωνόταν με τη βοήθεια της «βιομηχανίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων», τα Βαλκάνια και η ίδια υποβιβάζονταν σε πειραματόζωα εθνικού κατακερματισμού και «ισλαμικής μετριοπάθειας». Παρά ταύτα, οι Ελληνες αξιωματούχοι εξακολουθούν να προσποιούνται ότι η χώρα διατηρεί την παλιά της στρατηγική. Την ίδια στιγμή, διανοούμενοι (ο όρος χρησιμοποιείται χαλαρά) εναρμονίζονται στη χορωδία εξύμνησης του «μονοπολισμού». Τους διέφυγε όμως η μεταμόρφωση του ΝΑΤΟ από αμυντική συμμαχία σε «πρατήριον ενοικίασης δυνάμεως».
Στο νέο αυτό περιβάλλον η μεγαλύτερη αμυντική συμμαχία της Ιστορίας μπήκε στην άβυσσο των εμφυλίων πολέμων και κατέστησε διαθέσιμη τη δύναμή της σε προεπιλεγμένα «θύματα» των Βαλκανίων, ή και αλλού, και την εγκατάσταση μιας νέας παγκόσμιας τάξης που έχει όλα τα χαρακτηριστικά φεουδαρχισμού υψηλής τεχνολογίας.
«Ανθρωπιστικοί πόλεμοι» χωρίς γεωγραφικούς περιορισμούς γελοιοποιούν την εθνική κυριαρχία και προσφέρουν ακόμη έναν αλαζονικό ισχυρισμό: ότι οι ισχυροί έχουν το δικαίωμα να επιβάλλουν ή να ανατρέπουν καθεστώτα απλώς και μόνο διότι μπορούν να το κάνουν. Αυτές οι θεμελιώδεις αλλαγές αλλοίωσαν το αρχικό δόγμα του ΝΑΤΟ σε τέτοιο βαθμό, που ένας Ρεπουμπλικανός γερουσιαστής επισήμανε: «Αν αυτές οι αλλαγές ήταν μέρος του αρχικού χάρτη, το ΝΑΤΟ ουδέποτε θα είχε εγκριθεί από τη Γερουσία».
Τώρα αναρωτιόμαστε εάν είναι φρόνιμο να βασίζεται κανείς στο σημερινό ΝΑΤΟ. Η Ελλάδα περιβάλλεται σήμερα από νέα μέλη που έχουν παλιές απαιτήσεις, νέους προστάτες και είναι ουσιαστικά εχθρικά απέναντί της. Κατά τη γνώμη μου, η χώρα δεν μπορεί πλέον να υποθέτει ότι παραμένει στρατηγικά σημαντική για το ΝΑΤΟ χωρίς ν' απαντήσει στην ερώτηση: «σημαντική σε σχέση με τι;».
Τέλος, πρέπει να δηλώσω κατηγορηματικώς: καμιά χώρα δεν ενισχύει τη στρατηγική της σημασία καθιστώντας το χώρο της διαθέσιμο για τους στρατηγικούς στόχους κάποιας άλλης χώρας, ή να αγνοεί επ' άπειρον το επείγον καθήκον να προσδιορίσει το συσχετισμό μεταξύ στρατιωτικής ισχύος, δημογραφικής συνοχής και οικονομικής κυριαρχίας.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου