"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


Πέντε χρόνια χωρίς τον Σταύρο Κουγιουμτζή

Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΓΚΙΩΝΗ

«Με τον θάνατο του Σταύρου Κουγιουμτζή, το λεγόμενο έντεχνο ελληνικό τραγούδι χάνει έναν από τους πιο προικισμένους, τους πιο πηγαίους και, επιπλέον, σεμνούς δημιουργούς του.
Η απώλειά του έρχεται να προστεθεί σ' εκείνες των πρόωρα χαμένων Μάνου Λοΐζου και Απόστολου Καλδάρα, που κινούνταν στην ίδια περίπου κλίμακα», έγραφα στις 20 Μαρτίου 2005  για τον συνθέτη που έφυγε από τη ζωή στις 14 Μαρτίου του ίδιου χρόνου (σαν σήμερα πριν απο 5 χρόνια), στα 73 του.

Ο Σταύρος Κουγιουμτζής ήταν από τους συνθέτες που η δουλειά τους είναι περισσότερο γνωστή από τους ίδιους. Δεκάδες τα τραγούδια του που έγιναν επιτυχίες αντοχής. Μερικοί τίτλοι: «Το σακάκι μου κι αν στάζει», «Δίχως την καρδούλα σου», «Κάπου νυχτώνει», «Ετσι είν' οι ανθρώποι», «Στα ψηλά τα παραθύρια», «Ολα καλά, όλα ωραία», «Να 'τανε το '21», «Το πουκάμισο το θαλασσί», «Μ' έκοψαν με χώρισαν στα δυο», «Αν δεις στον ύπνο σου ερημιά», «Μη μου θυμώνεις μάτια μου», «Οι ελεύθεροι κι ωραίοι». Σε στίχους δικούς του, αλλά και Παπαδόπουλου, Ελευθερίου, Δασκαλόπουλου, Τσώτου, Μπουρμπούλη κ.ά. Κι από ερμηνευτές: Νταλάρας, Αλεξίου, Καλατζής, Αιμιλία Κουγιουμτζή (η σύζυγός του) κ.ά.

Και όμως, σεμνός...
«Νομίζω ότι η δουλειά ενός συνθέτη είναι να γράφει τραγούδια που να περνάνε στον κόσμο. Από κει κι έπειτα δεν είναι δική του δουλειά να βγαίνει και να λέει ότι, ξέρετε, αυτό είναι δικό μου. Ο συνθέτης πετυχαίνει όταν καταφέρνει να συγκινήσει τον κόσμο καλλιτεχνικά. Πέτυχα εμπορικά σημαίνει κάτι άλλο: να ξέρουν τ' όνομά σου οι πάντες κι όταν ρωτήσεις κάποιον να δυσκολεύεται να βρει δυο τραγούδια σου», έλεγε σε συνέντευξη που του είχα πάρει και είχε δημοσιευθεί στην «Ε» στις 16 Αυγούστου 1983, εν όψει δύο συναυλιών του στο θέατρο Λυκαβηττού.
«Δεν είμαι και τόσο σεμνός. Οταν είμαι με τους φίλους μου, μπορώ να μιλήσω για πολλούς αστείους και ατάλαντους στο επάγγελμά μας και μπορώ να τους περάσω γενεές δεκατέσσερις. Είναι δικαίωμά μου. Δεν είναι όμως καθόλου δικαίωμά μου να βγαίνω και ν' ανακοινώνω δημοσία αυτά τα πράγματα. (...) Δεν μας επιτρέπεται να βγαίνουμε σαν τις γυναικούλες και να κατηγορούμε συναδέλφους μας».

Γεννημένος στη Θεσσαλονίκη, σ' ένα προσφυγικό συνοικισμό κοντά στο Γεντί Κουλέ, τα πρώτα τραγούδια που άκουσε και αγάπησε ήταν αυτά που φέραν οι πρόσφυγες:

«Θυμάμαι, παιδί, ότι ένιωθα θαυμασμό όταν άκουγα ένα καλό τραγούδι. Ακουγα Βαμβακάρη, Τσιτσάνη και, καθώς δεν είχα μουσικές γνώσεις, τα δεχόμουν αγνά, με την καρδιά. Νομίζω ότι η γνώση κυριαρχεί πάνω από τις άλλες ψυχικές καταστάσεις του ανθρώπου, επιδρά σαν δηλητήριο. Αυτή μου τη στάση την κράτησα και αργότερα, και θυμάμαι τη συγκίνηση που ένιωσα όταν άκουσα για πρώτη φορά τον "Επιτάφιο" του Θεοδωράκη, με την ποίηση του Ρίτσου. Ετσι έβλεπα το τραγούδι σαν συνδετικό κρίκο με τους άλλους ανθρώπους».

Σπουδές και επιτυχίες
Στα 15 του μπήκε στο Κρατικό Ωδείο, για να βγει έπειτα από 7 χρόνια με γνώσεις αρμονίας, αντίστιξης, φούγκας. Στο μεταξύ άρχισε να δουλεύει σε κάποια κέντρα της Θεσσαλονίκης ως πιανίστας, για τον επιούσιο. Το πρώτο του τραγούδι, το «Περιστεράκι», με ερμηνεύτρια τη Ζωίτσα Κουρούκλη, παρουσιάστηκε το 1961 στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.

Ο Αλέκος Πατσιφάς της «Λύρας», που τ' άκουσε, τον προέτρεψε να γράψει λαϊκά τραγούδια, πράγμα εύκολο για τον Κουγιουμτζή, γιατί σ' αυτά το κλίμα του ήταν πιο οικείο. Τα δύο πρώτα λαϊκά τραγούδια του έγιναν αμέσως επιτυχίες: «Αν δεις στον ύπνο σου ερημιά», με τον Μανώλη Κλωναρίδη και το «Μη μου θυμώνεις μάτια μου», με τον Γιάννη Πουλόπουλο -και τα δύο σε δικούς του στίχους.

Η Θεσσαλονίκη όμως δεν του πρόσφερε ευκαιρίες και το 1967 έρχεται στην Αθήνα. Εδώ γνωρίζεται με τη «Μίνως» και τον Γιώργο Νταλάρα κι από εδώ ανοίγεται ουσιαστικά ο δρόμος του, που σημαδεύεται μ' ένα από τα μεγαλύτερα σουξέ της εποχής: «Να 'τανε το '21».

Στην ερώτηση αν συμμερίζεται την άποψη ότι τραγούδι στις μέρες μας (και μιλάμε για μέρες του 1983, πριν από 27 χρόνια), απαντάει:
«Υπάρχει οπωσδήποτε πρόβλημα. (...) Θέλω να πω ότι τα γεγονότα τα τελευταία χρόνια τρέχουνε με τόση ταχύτητα, ώστε δεν προλαβαίνουν να δημιουργήσουν βιώματα στον νέο συνθέτη».
Και πιο κάτω:
«...το τραγούδι προϋποθέτει μεράκι και όχι άγχος. Κάποτε οι άνθρωποι είχανε καημό. Τώρα έχουνε τρόμο, ανασφάλεια. Αυτό το πράγμα μπορεί να γίνει τραγούδι;»

πηγη ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια: