«...κι όταν γυρεύεις το θαύμα πρέπει να σπείρεις το αίμα σου στις οχτώ γωνιές των ανέμων γιατί το θαύμα δεν είναι πουθενά παρά κυκλοφορεί μέσα στις φλέβες του ανθρώπου»
«Θανάτου εορτάζομεν νέκρωσιν», πάλι αυτά τα αλαζονείας πολύηχα αντιφατικά της κυκλίου μας Σύναξης.
Πώς τα καταφέρνει τούτος ο ελληνικός πολιτισμός, και μετατρέπει σε τριμμό - τριμμένο δρόμο πολυσύχναστο από όλους, λογίους κι αγραμμάτους, τέτοια σχήματα πολυδαίδαλα, που αλλού θεωρούνται προνόμιο των ολίγων;
Αυτά, που εμείς τα ψάλλουμε «όλοι μαζί», «λαός και επώνυμοι άρχοντες», όπως λέει ο Σεφέρης, αλλού θεωρούνται άθλα πρωταθλητικά to the happty few...
Άκου, νέκρωσις θανάτου;
Πώς τα επιταττικά οξύμωρα είναι σ' εμάς από όλους αντιληπτά;
Μα είναι απλό: «Και ο Λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν».1 Τόσο απλό: σαν κατασκήνωση εφήβων ο Λόγος μέσα στο κορμί μας, έρως εκ της σαρκός μας. Γιατί εμείς, σε αντίθεση με άλλους, κατ' επάγγελμα ή εκ φόβου δύσπιστους, εμείς αγκαλιάσαμε το θαύμα. Γι' αυτό εμείς, παλλαϊκή δημοκρατία, κατανοούμε τα απρόσιτα και εκλαϊκεύουμε τα άριστα. Γιατί και το θαύμα δεν είναι μία παρά τον λόγον - παράλογη δεισιδαιμονία, όπως πιστεύουν πενιχρώς οι μικρομεσαίοι της γραμμικής επιστημολογίας. Το θαύμα για τον διαχρονικό ελληνικό πολιτισμό είναι ένας κατά φύσιν - φυσιολογικός εξωραϊσμός της φύσης. Τόσο απλό: «κυκλοφορεί μέσα στις φλέβες του ανθρώπου», το θαύμα, δηλαδή, «ο την φύσιν ωραΐσας του παντός».
Το θαύμα είναι αυτή η ομορφιά που, όλοι μας, Καινουργοί, πλαστουργούμε όταν αποφασίζουμε να ανατινάξουμε το καθημερινό μας καθωσπρέπει: οι συνετοί τη σωφροσύνη τους, οι φτωχοί το πενιχρό τους, οι πλούσιοι τον πλούτο τους κι οι αυτάρκεις την επάρκεια τους. Οπως τό 'πε και τό 'κανε, δηλαδή ο Χριστός.
Για να γίνει όμως αυτή η ομορφιά, «πρέπει να σπείρεις το αίμα σου στις οχτώ γωνιές των ανέμων», μας διδάσκει ο Σεφέρης. Δύσκολες αλήθειες για μικρομεσαίους θετικιστές του Μάαστριχτ. «Η αλήθεια όμως μόνον έναντι θανάτου δίδεται»... έτσι δεν μας ξαναδίδαξε τον ορισμό του θαύματος, «ζωαρχική παλάμη» (δοτική)2, ο φαεσφόρος Ελύτης;
Βρίσκομαι ξανά, αυτές τις μέρες της δακρυχαρούς χαρμολύπης μας, κοντά στους τάφους των μισών μου προγόνων. «Όλβιος τάφος»! Χαράς ευαγγέλια αυτό το Βραχάσι της Κρήτης, όπου εν «τάφω σμικρώ ξενοδοχείται» ο άχραντος πληγωμένος ναός της μνήμης μου. Η άλλη μισή μου μνήμη κείται, σε βαβυλώνιον αιχμαλωσία, εκεί στην Κωνσταντινούπολη, όπου τα άλλα μου λείψανα περιμένουν, με περιμένουν, γιατί ξέρουν: «Βασιλεύει, αλλ' ουκ αιωνίζει άδης του γένους των βροτών». […]
Ανεβοκατεβαίνω, όπως πάντοτε, από το Βραχάσι στο Σίσι, όπου συνάγεται συναγελασμός ετεροχθόνων (ρουμ του λετ, Κρήτη to let και λοιπά σύμμεικτα νεκρωτικώς χαρωπά). Βλέπω λοιπόν στο «Καλημέρα Κρήτη», σ' αυτό το καθημερινό θαύμα της κρητικής φιλοκαλίας, όπου ξενοδοχείται αρχοντικά το μεράκι, το φυσίζωον πείσμα και η κρητική ομορφιά, όλα αρετές της οικογένειας Μαντωνακάκη, πατρός και κόρης ως ήδιστα, βλέπω λοιπόν ευπρεπείς Δυτικούς – μέρες του δικού τους Πάσχα – να εξακολουθούν να παραμένουν ευπρεπείς, λιάζονται - κουρνιάζουν - τρώνε - κοιμούνται ευπρεπείς. Κι όλες οι μέρες τους ίδιες. Όλα τους των δυτικών τουριστών ισοπεδωμένα, πολτοποιημένα. Κυριακή του μπάνιου τους – του Πάσχα τους ήθελα να πω – ίδια κι αυτή.
Ρωτώ:
– Ρε συ, κανείς τους δεν ζήτησε να βρει καμιά δική τους εκκλησιά, να ρωτήσει για καμιά τελετή τους; Νηστεύει κανένας τους;
– Πλάκα μας κάνεις; Ποια νηστεία, τώρα... Ό,τι προβλέπει το πακέτο τους. Κρέας και μουζάκα, μουζάκα και κρέας και κρέας και κρέας. Σπογγώδεις...
Σκέφτομαι, τόσα χρόνια που τους παρατηρώ τουρίστες στην Κρήτη, εκεί δηλαδή που βγάζουν τον πιο ελεύθερο εαυτό τους, τον έξω από την ανάγκη και την πίεση... Τους γνώρισα, άλλωστε, και επί ένα τέταρτο αιώνος, ως παραγωγικούς, στην έδρα τους: Τι στο καλό έφταιξε και κατρακύλησαν οι Δυτικοί σε τούτη τη σπογγώδη εγκεφαλίτιδα, όλα πολτοποιημένα σαν τον ανθρώπινο πλακούντα και τα ανθρώπινα νεογνά, που τα κάνουν άλφιτα για βόδια, γιατί έφτασαν να μην ξεχωρίζουν καμιά μέρα τους, από την προηγούμενη και την παράλλη τους;
Και σκέφτομαι: μα δεν πρόσεξες πως οι Δυτικοί, σ' όσους τους έμεινε ένα χριστιανικό χνάρι αλλά και στην εκ Χριστού εμπορευματοποίηση της ζωής τους, όλοι τους γιορτάζουν πιο πολύ τα Χριστούγεννα και λιγότερο το Πάσχα;
Γιατί;
Μα, διότι η γέννηση τους φαίνεται πιο φυσιολογική από την Ανάσταση. Αμαθείς, πεζολογικοί και πρωτόβγαλτοι του Λόγου, τους ήταν πιο εύκολη η Γέννηση. – Αντε, να χάψουμε ότι γεννιέται ο Θεός. Όχι όμως κι ότι ανίσταται εκ νεκρών, άμα τύχει και πεθάνει... –: δυτικός σπογγώδης ορθολογισμός.
Όντως, έχει δίκιο ο θεηγόρος Γιανναράς:
θέλει μεγάλο πολιτισμό, χρειάζεται λαός φονουργός, φθονουργός, αλάστωρ αλλά και αριστοκρατικός, για να κατανοήσει και να ψάλλει το αυτονόητο: «Ανηρέθης, αλλ' ου διηρέθης, Λόγε, ής μετέσχες σαρκός· ει γαρ και λέλυταί σου ο ναός εν τω καιρώ του πάθους, αλλά και ούτω μία ην υπόστασις της Θεότητος και της σαρκός σου...». Όλη η ελληνική φιλοκαλία επιστήμης και πολιτεύματος σε τρεις γραμμές. Αλλά προπόνηση άχρι αιώνος στο θαύμα, δηλαδή στο φυσικό του ανθρώπου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου