ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ - ΠΡΟΣΕΞΤΕ ΤΟ
Πέρυσι, στη γειτονιά μου στη Νέα Υόρκη, κυκλοφορούσαν γυναίκες με
μπούρκα, ντυμένες στα μαύρα. Στο σούπερ μάρκετ πλήρωναν χωρίς καν να
φανεί στο χέρι τους - το θέαμα με σόκαρε και κοιτούσα σαν χαζή.
Κανείς
άλλος δεν κοιτούσε σαν χαζός: όλοι παρίσταναν ότι πρόκειται για κάτι
φυσικό ή αόρατο. Το φαινόμενο ονομάζεται «ελέφαντας στο δωμάτιο».
Ωστόσο, ακόμα και μέσα στα πλαίσια του αμερικανικού πειράματος -του
«χωνευτηριού»- θα έπρεπε να υπάρχουν κάποια όρια (σχετικά με το κοσμικό
κράτος και την υπακοή στους νόμους) η υπέρβαση των οποίων προκαλεί
σοβαρά κοινωνικά προβλήματα.
Στα αγγλικά, όποιος έρχεται από άλλη χώρα και είναι πολίτης ενός
άλλου κράτους χαρακτηρίζεται alien, «ξένος» που ανήκει σε «ξένο» σώμα.
Στα ελληνικά, όπως στα ιταλικά και στα γαλλικά, χρησιμοποιείται η λέξη
«εξωτερικό» που υπονοεί φυσικά ένα «εσωτερικό». Ο μετανάστης εμφανίζει
λοιπόν μια ακόμη διαφορά σε σχέση με τα πρόσωπα στα οποία είμαστε
συνηθισμένοι: είναι ένας άλλος, που είναι διαφορετικός από μας,
εμφανίζει περίσσεια -extra- “ξένων” ιδιοτήτων. Αυτή η παραδοχή, εκτός
του ότι αποτελεί πραγματιστική συμπεριφορά, προστατεύει τους μετανάστες
από τον ρατσισμό των αυτοχθόνων και τη δημοκρατία από την οπισθοδρόμηση.
Οι «ξένες» ιδιότητες ταξινομούνται, για να τις απλοποιήσουμε, σε
τέσσερις κατηγορίες: 1) γλωσσική
2) ηθική
3) θρησκευτική
4)
φυλετική.
Δηλαδή ο αλλοδαπός μάς φαίνεται ξένος διότι μιλάει διαφορετική
γλώσσα -και ίσως δεν μιλάει καθόλου τη δική μας- διότι τα ήθη και τα
έθιμα της χώρας καταγωγής του είναι διαφορετικά, διότι έχει διαφορετική
θρησκεία – όχι μόνον σε αντίθεση (αμελητέα σήμερα) τύπου
Καθολικοί-Προτεστάντες, αλλά σε ισχυρή αντίθεση τύπου
χριστιανοί-ισλαμιστές. Επίσης, διότι προέρχεται από διαφορετικό έθνος,
«μαύρο», «κίτρινο», αραβικό κ.λπ.
Οι δύο πρώτες διαφορές διακρίνονται
από τις δύο που ακολουθούν: μπορούν να ξεπεραστούν – αν θέλουμε να τις
ξεπεράσουμε.
Οι υπόλοιπες εμφανίζουν ριζικά «ξένο» χαρακτήρα.
Γι’ αυτό, μια μεταναστευτική πολιτική που τα βάζει όλα στο ίδιο
τσουβάλι, που δεν αναγνωρίζει και δεν λαμβάνει υπόψη τις διακρίσεις
μεταξύ των διαφορών είναι λανθασμένη και καταδικασμένη σε αποτυχία.
Χρειάζεται αντιθέτως να θέσουμε τρία ερωτήματα:
1) Ενσωμάτωση ποιων;
2)
Ενσωμάτωση πώς;
3) Ενσωμάτωση γιατί;
Πράγματι, προς τι μια τέτοια λύση
αφού η πολυπολιτισμικότητα τής εναντιώνεται και αφού όσοι προορίζονται
να ενσωματωθούν δεν θέλουν να ενσωματωθούν;
Πρώτα-πρώτα, ενσωμάτωση ποιων; Ή, καλύτερα, ενσωμάτωση ποιων σε ποιους;
Στις ΗΠΑ, στη διάρκεια της δημιουργίας του αμερικανικού έθνους,
ενσωμάτωση σήμαινε απορρόφηση και συγχώνευση εθνοτήτων και φυλών. Στην
Ευρώπη, μέχρι πριν από λίγες δεκαετίες, η ενσωμάτωση πραγματοποιούνταν
ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις, ανάμεσα στους πλούσιους και τους
φτωχούς. Αυτό ήταν το θέμα ενός περίφημου κειμένου του T. Χ. Mάρσαλ
(1949): Citizenship and Social Class (Ιθαγένεια και κοινωνική τάξη): η
πρότασή του αφορούσε την πραγματοποίηση της νομικο-πολιτικής ισότητας
μέσω της κοινωνικής ισότητας η οποία εξασφαλίζεται από τα οικονομικά και
κοινωνικά δικαιώματα. Αλλά, τα κοινωνικά δικαιώματα είναι επισφαλή όταν
δεν υποστηρίζονται από τα πολιτικά δικαιώματα. Το κείμενο του Μάρσαλ
έφερε στο προσκήνιο το γεγονός ότι η Ευρώπη, παρότι κατέκτησε τον κόσμο,
δεν ασχολήθηκε παρά μόνον προσφάτως, με το πρόβλημα της ενσωμάτωσης των
νεοφερμένων που ήταν πραγματικά «ξένοι».
Για δύο αιώνες, η Ευρώπη εξήγαγε μετανάστες, δεν δεχόταν μετανάστες.
Τους εξήγαγε διότι η δημογραφική αύξηση επιταχύνθηκε και διότι ο Νέος
Κόσμος διέθετε ελεύθερο χώρο. Σήμερα, η Ευρώπη εισάγει μετανάστες. Δεν
τους εισάγει επειδή ο πληθυσμός της είναι μικρός αλλά, εν μέρει, επειδή
οι Ευρωπαίοι έγιναν πλούσιοι παρότι η ευημερία τους κινδυνεύει σήμερα
από την κρίση. Ακόμα και οι φτωχότεροι Ευρωπαίοι δεν δέχονταν, μέχρι
προσφάτως τουλάχιστον, να κάνουν ταπεινωτικές, βρόμικες και υπερβολικά
επίμοχθες δουλειές. Και καθώς η ανεργία στην Ευρώπη είναι, εδώ και πολύ
καιρό, διπλάσια έως τετραπλάσια της ανεργίας στις ΗΠΑ, ο Gastarbeiter -ο
επισκέπτης-εργάτης, ο μετανάστης- δεν είναι πια απαραίτητος όπως ήταν
στις εποχές της οικονομικής άνθησης. Στην πραγματικότητα, έγινε
απαραίτητος επειδή τα επιδόματα ανεργίας επέτρεψαν σε πολλούς
Δυτικοευρωπαίους να ζουν χωρίς να εργάζονται, επειδή η Σοσιαλδημοκρατία
απέκτησε αντιπαραγωγικές παρενέργειες.
Έτσι, η Ευρώπη υποδέχεται μετανάστες διότι, απλούστατα, δεν ξέρει πώς
να τους αναχαιτίσει. Με τη σειρά της, η αμηχανία αυτή τροφοδοτεί τα
χειρότερα ένστικτα της ανθρώπινης φύσης ενισχύοντας ρατσιστικές και
εθνικιστικές ομάδες και αφυπνίζοντας πρότερες βάρβαρες συνήθειες.
Η αυξανόμενη πίεση του αφρο-αραβικού κόσμου στην Ευρώπη δεν οφείλεται
αποκλειστικά στη φτώχεια. Η Αφρική ήταν και είναι πάρα πολύ φτωχή όπως
και η Μέση Ανατολή, παρά τους θύλακες πλούτου. Η φτώχεια είναι μια
σταθερά η οποία επιδεινώνεται εξαιτίας, κυρίως, της δημογραφικής
έκρηξης. Η Καθολική εκκλησία ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό γι’ αυτόν τον
υπερπληθυσμό που αποτελεί τη μεταβλητή και εξηγεί, εν μέρει, τη
μεταναστευτική πίεση. Ο υπερπληθυσμός και η επακόλουθη πλημμύρα
οφείλονται επίσης -εδώ έγκειται ένα ζήτημα που διαφεύγει συχνά- στη
διάβρωση του αγροτικού πληθυσμού. Όσοι ζουν στην ύπαιθρο, ζουν από τη
γη: δεν μένουν άνεργοι εκτός αν συμβεί κάποια θεομηνία (π.χ. ξηρασία). Η
ανεργία και η επακόλουθη πείνα, είναι πρόβλημα των αστικών και
ημι-αστικών περιοχών. Ο αγρότης που εγκαθίσταται στην πόλη χάνει όχι
μόνον τη φυσική του δυνατότητα να τραφεί, αλλά, επιπροσθέτως,
αναγκάζεται να αντιμετωπίσει υψηλότερες τιμές για στέγη και υπηρεσίες.
Έτσι, παγιδεύεται σε μια θανάσιμη παγίδα στην οποία μπήκε υποσυνείδητα
και από την οποία δεν θέλει να βγει.
Τα μεταναστευτικά κύματα που πιέζουν την Ευρώπη ενισχύονται από τρεις
καινούργιες “στρατιές”: από τους κάποτε ακίνητους αγροτικούς
πληθυσμούς, από τους αστικοποιημένους που υποφέρουν στις μεγαλουπόλεις
και, εξυπακούεται, από την “περίσσεια” του πληθυσμού που σώζεται από την
ιατρική η οποία ωστόσο αποτυγχάνει να ελέγξει τις γεννήσεις.
Το
πρόβλημα δεν θα λυθεί με το να δεχθεί η Ευρώπη περισσότερους μετανάστες:
η πίεση δεν είναι ούτε συγκυριακή, ούτε κυκλική. Όσοι μπαίνουν στην
Ευρώπη δεν μειώνουν τον αριθμό όσων θέλουν να μπουν. Αντιθέτως,
προετοιμάζουν το έδαφος και για άλλους.
Δεύτερο πρόβλημα: ενσωμάτωση πώς;
Αν δεχτούμε ότι η ενσωμάτωση παραμένει
ο στόχος μας -παρά τις πολυπολιτισμικές ιδέες που την πολεμούν- πώς
μπορούμε να την επιτύχουμε; Η λύση φαίνεται απλή στα μάτια των αφελών:
πρέπει να μετατρέψουμε τους μετανάστες σε πολίτες, να τους παραχωρήσουμε
“ιθαγένεια-εθνικότητα”. Σύμφωνα μ’ αυτή την ιδέα αρκεί να δώσεις σε
κάποιον “εθνικότητα” για να γίνει πολίτης. Πράγματι, καμιά φορά μπορεί
να συμβεί, συνήθως όμως δεν συμβαίνει. Και η πολιτική της εθνικότητας
για όλους -συλλήβδην- δεν είναι μόνον καταδικασμένη στην αποτυχία, αλλά
επιβαρύνει τα προβλήματα που υποτίθεται ότι θέλει να λύσει.
Το πώς της ενσωμάτωσης εξαρτάται από τον ποιος ενσωματώνεται. Αν οι
μετανάστες είναι πολύ διαφορετικοί μεταξύ τους, η ενσωμάτωσή τους δεν
μπορεί να προχωρήσει με μια και μοναδική συνταγή. Δεν είναι δυνατό ο
μετανάστης με θρησκευτικές και εθνοτικές διαφορές να ενσωματωθεί όπως ο
μετανάστης με γλωσσικές και εθιμοτυπικές. Αυτό το αδύνατο υπογραμμίζεται
όταν ο μετανάστης ανήκει σε θεοκρατικό πολιτισμό που δεν αναγνωρίζει
διαχωρισμό κράτους και Εκκλησίας αποδίδοντας στον πολίτη στην ταυτότητα
του “πιστού”. Στα δυτικά συστήματα, είμαστε πολίτες κληρονομικώ δικαίω
(στις παλαιότερες χώρες) – juris sanguinis – ή με γνώμονα τη χώρα
γέννησής μας (για τις νεότερες χώρες, τις χώρες μεταναστών) - jus soli.
Οι μουσουλμάνοι δεν αναγνωρίζουν την εθνικότητα optimo jure (πλήρως)
παρά μόνον στους πιστούς: η υποταγή στον νόμο του κορανίου συνδέεται
άρρηκτα με αυτή την εθνικότητα.
Σε όλες τις περιπτώσεις, η ενσωμάτωση μπορεί να συμβεί μόνον αν οι
ενδιαφερόμενοι το επιθυμούν. Δεν μπορεί να συμβεί χωρίς τη συγκατάθεσή
τους. Η απλή αλήθεια είναι λοιπόν ότι η ενσωμάτωση συμβαίνει σε όσους
είναι επιρρεπείς ενσωμάτωσης και, κατά συνέπεια, η παραχώρηση ιθαγένειας
σε μη ενσωματώσιμους μετανάστες δεν οδηγεί στην ενσωμάτωση αλλά στο
αντίθετό της. Ο Τζαν Ενρίκο Ρουσκόνι παρατηρεί ότι το “να είσαι πολίτης
δεν σημαίνει μόνο να απολαμβάνεις των αγαθών και των ατομικών
δικαιωμάτων, αλλά να συμμετέχεις στη δημιουργία τους”. Άρα, το να κάνεις
πολίτες όσους αποκτούν αγαθά και δικαιώματα, αλλά δεν νιώθουν τη
δέσμευση να συντελέσουν στη δημιουργία τους, σημαίνει ότι κατασκευάζεις
μια διαφοροποιημένη ιθαγένεια που υπονομεύει, κατακερματίζοντας την
πλουραλιστική πολιτεία.
Το “χωνευτήρι” έπαψε να λειτουργεί ακόμα και στις ΗΠΑ που υπήρξαν ο
ιδανικός του χώρος: το αποδεικνύει η παρουσία του ριζοσπαστικού Ισλάμ
στο αμερικανικό έδαφος. Όσο για τους Αμερικανούς Μαύρους δεν είναι οι
Αφρικανοί Μαύροι: είναι Αμερικανοί που μιλούν αμερικανικά. Κι όμως,
ακόμα και η δική τους ενσωμάτωση οπισθοχωρεί. Το ίδιο ισχύει και για
τους ισπανόφωνους από τη Λατινική Αμερική: σήμερα οι ισπανόφωνοι
αντιστέκονται στην ενσωμάτωση - ψηφίζουν και εκλέγουν, στις περιοχές
όπου είναι συγκεντρωμένοι (στην Καλιφόρνια, στο Τέξας), τους «δικούς
τους», συνιστώντας συμπαγείς πελατείες οι οποίες διεκδικούν, μεταξύ
άλλων, πλήρη γλωσσικό και πολιτιστικό μονισμό για τον εαυτό τους.
Αν λοιπόν τα πράγματα εκτυλίσσονται έτσι στις σχετικά εύκολες
περιπτώσεις, τι γίνεται στις δύσκολες;
Οι περισσότεροι Μαύροι που
φτάνουν στην Ιταλία και στη Γαλλία δεν είναι χριστιανοί, ενώ οι
Αμερικανοί Μαύροι είναι (προς το παρόν: παρατηρείται μαζική ισλαμοποίηση
της μαύρης μειονότητας)˙ δεν μιλούν, όπως οι Αμερικανοί Μαύροι, την
ίδια γλώσσα μ’ εκείνη της «χώρας των λευκών» και η εθνο-πολιτιστική
διαφορά είναι απείρως μεγαλύτερη για τους Μαύρους που έρχονται από την
Αφρική απ’ όσο για έναν μαύρο πληθυσμό που ζει στην Αμερική για
περισσότερα από διακόσια χρόνια.
Αν λοιπόν το χωνευτήρι λειτουργεί όλο και λιγότερο στο ιδεώδες έδαφός
του, πώς θα λειτουργήσει στην Ευρώπη;
Στην Ευρώπη, η χώρα της «εύκολης
ιθαγένειας» θεωρείται η Γαλλία. Αυτή η ευκολία δεν είχε μέχρι σήμερα
καταστροφικές συνέπειες διότι οι χώρες του Μπαγκρέμπ απαγορεύουν στους
Βορειοαφρικανούς που εγκαθίστανται στη Γαλλία να διατηρούν δύο
ιθαγένειες. Έτσι, το ποσοστό των Βορειοαφρικανών που γίνονται Γάλλοι
πολίτες είναι σχετικά χαμηλό. Κι αυτός είναι ο λόγος, ευτυχώς, που η
ξενόφοβη ψήφος υπέρ του Εθνικού Μετώπου παραμένει γύρω στο 15%. (Αν και
τα τελευταία χρόνια παρουσιάζει αυξητική τάση λόγω της πιο «mainstream»
προσωπικότητας της Μαρίν Λε Πεν).
Η Βρετανία είναι διαφορετική περίπτωση: η «ανοιχτή πόρτα» είναι
συνέπεια της Κοινοπολιτείας. Και για να μη χαθεί ο έλεγχος, η Βρετανία
βρίσκεται στην παράδοξη θέση να αρνείται την πρόσβαση στη μητέρα-πατρίδα
στους, ας πούμε, «αποικιακούς» πολίτες της. Το 1981, η Μάργκαρετ Θάτσερ
προσπάθησε να εμποδίσει τη μαζική «βρετανοποίηση» παραχωρώντας την
ιθαγένεια μόνον στους «αποικιακούς» απογόνους πολιτών που είχαν
βρετανική καταγωγή: η πολιτική αυτή αμφισβητήθηκε με δριμύτητα όπως όλα
όσα έκανε ο Θάτσερ.
Όσο για την Ιταλία, η μεταναστευτική της πολιτική
δεν ρυθμίζεται ούτε από τις αρχές της Γαλλικής Επανάστασης, ούτε από
βαρύ αποικιοκρατικό παρελθόν όπως εκείνο της Γαλλίας και της Βρετανίας.
Και εκτός του ότι είναι αναποτελεσματική, χαρακτηρίζεται από ψεύτικο
ανθρωπισμό έναντι του Τρίτου Κόσμου στον οποίον συγκλίνουν, ενισχύοντάς
τον, τα αριστερά κόμματα και ο Καθολικός λαϊκισμός.
Οι σοβαρότερες περιπτώσεις, ή οι εν δυνάμει σοβαρότερες, είναι λοιπόν η
Γαλλία και η Ιταλία – καθώς και η Ελλάδα φυσικά η οποία ωστόσο
αντιμετωπίζει προπάντων πρόβλημα γενικής επιβίωσης. Σ’ αυτές τις χώρες, η
διαχείριση της μετανάστευσης είναι δυσκολότερη απ’ όσο εκείνη που
προέρχεται από την Κοινοπολιτεία πιέζοντας τη Βρετανία. Η εμπειρία
αποδεικνύει ότι οι εξω-κοινοτικοί μετανάστες (οι ίδιοι και τα παιδιά
τους) ενσωματώνονται κατά προτεραιότητα σε κλειστά εθνοτικά δίκτυα
αλληλοβοήθειας και άμυνας. Όταν μια τριτοκοσμική κοινότητα φτάνει σε
κρίσιμο σημείο, αρχίζει να διεκδικεί -με τη βοήθεια της ιδέας της
πολυπολιτισμικότητας- τα δικαιώματα της πολιτιστικοθρησκευτικής τους
ταυτότητας και ενδέχεται να επιτεθεί σε όσους ορίζει «καταπιεστές» αυτής
της ταυτότητας, δηλαδή στους αυτόχθονες της χώρας.
Η εμπειρία δείχνει επίσης ότι η παραχώρηση της ιθαγένειας δεν
συνεπάγεται την ενσωμάτωση. Τέτοιος αυτοματισμός δεν υπάρχει. Αντιθέτως,
όπως γράφει ο Τζοβάνι Σαρτόρι, είναι πολύ πιθανόν ότι στην Ιταλία αυτή η
ευκολία στην παραχώρηση ιθαγένειας ενισχύει συσπειρώσεις αντι-πολιτών.
Σχεδόν αναπόφευκτα, η εκλογή ενός δημάρχου της Νότιας Ιταλίας ρυθμίζεται
από την ψήφο της μαφίας, και παρότι κάνουμε ότι δεν βλέπουμε ο δήμαρχος
υποτάσσεται στις επιθυμίες της μαφίας. Κάτι παρόμοιο θα συμβεί στις
εξω-κοινοτικές ομάδες αν αποκτήσουν δικαίωμα ψήφου. Αυτή η ψήφος θα
χρησιμεύσει ώστε να γίνουν απρόσβλητοι από τις δυνάμεις ασφαλείας, να
επιβάλουν τις θρησκευτικές τους γιορτές κάθε Παρασκευή, να φορούν
τσαντόρ (οι γυναίκες), να ασκούν την πολυγαμία (οι άνδρες) και να
υποβάλλουν τις γυναίκες σε κλειτοριδεκτομή.
Όταν διατυπώνονται αντιρρήσεις στη γαλλική μεταναστευτική πολιτική
και στις ψευδαισθήσεις της πολυπολυτισμικότητας, οι τόνοι ανεβαίνουν και
ακούγονται υβριστικοί χαρακτηρισμοί περί ρατσισμού και «δεξιάς
αντίδρασης». Εξάλλου, εφόσον συγχέεται ο πλουραλισμός με την
πολυπολιτισμικότητα, επικρατεί η άποψη ότι οι διακρίσεις και ο πολιτικός
διαχωρισμός υποθάλπουν κοινωνικές εντάσεις και εξεγέρσεις. Το
επιχείρημα μπερδεύει τους ξένους που είναι νόμιμοι κάτοικοι και τους
λαθρομετανάστες. Οι πρώτοι, αντιθέτως προς τους δεύτερους, δεν
τροφοδοτούν ρεύματα «διαχωρισμού-εξέγερσης». Αυτό συμβαίνει επειδή οι
λαθρομετανάστες υπάρχουν, ενώ δεν θα έπρεπε να υπάρχουν, από νομική
άποψη και σε κράτος δικαίου.
Να το πρόβλημα. Θα έπρεπε να πούμε λοιπόν
ότι οι κοινωνικές εντάσεις και οι εξεγέρσεις δεν οφείλονται σχεδόν ποτέ
σε όσους μπαίνουν νομίμως στη χώρα, αλλά σε όσους μπαίνουν παρανόμως.
Προσθέτω ότι η παράνομη είσοδος δεν επανορθώνεται από τα εκ των υστέρων
μέτρα μαζικής «νομιμοποίησης». Ακόμα κι όταν παραχωρηθεί αυτή η
νομιμότητα, παραμένει το αρχικό σφάλμα: η ανεξέλεγκτη μετανάστευση, η
μετανάστευση χωρίς κριτήρια. Πρόκειται εκ των πραγμάτων, για «κακή
μετανάστευση», χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι «κακά» τα άτομα.
Κοντολογίς, τα σύνορα των χωρών πρέπει να γίνονται σεβαστά.
Επικρατεί επίσης η άποψη, κυρίως στον χώρο της Αριστεράς, ότι η
παραχώρηση ψήφου λειτουργεί ως πρόληψη ρατσιστικών εκδηλώσεων. Όμως ο
ρατσισμός δεν μπορεί να αποδοθεί στο αν έχει ή αν δεν έχει κάποιος
δικαίωμα ψήφου: ο ρατσισμός ενθαρρύνεται από την πολιτιστική απόσταση
-με κάθε έννοια του όρου- η οποία χωρίζει τον πληθυσμό υποδοχής από τους
πληθυσμούς που έρχονται. Επίσης, εξαρτάται από την ποσότητα, από το
μέγεθος της μετανάστευσης. Ένας μη αυτόχθων πληθυσμός της τάξεως του 10%
είναι αποδεκτός, αλλά αν αγγίζει το 20% το πράγμα αρχίζει να γίνεται
προβληματικό. Ένα 30% θα συναντούσε σίγουρα ισχυρές αντιστάσεις, μερικές
από τις οποίες θα είχαν ρατσιστικό περιεχόμενο.
Λύσεις υπάρχουν – μερικές είναι μακροπρόθεσμες και σχετίζονται, λόγου
χάρη, με την εκβιομηχάνιση του Τρίτου Κόσμου, με την ανάπτυξή του, με
την άνοδο του βιοτικού του επιπέδου ώστε η μετανάστευση να γίνει,
λίγο-πολύ, περιττή. Από την άλλη πλευρά, χρειάζεται η εφαρμογή ενός πολύ
συγκεκριμένου πλουραλιστικού συστήματος στη Δύση. Σήμερα η λέξη
«πλουραλισμός» είναι της μόδας, χωρίς να γίνεται κατανοητή: συγχέεται
συχνά με μια επέκτασή της, την πολυπολιτισμικότητα, δηλαδή με την
πολιτική που προωθεί, αναδεικνύει και εντείνει τις εθνικές και
πολιτιστικές διαφορές. Εν κατακλείδι, ο πλουραλισμός και η
πολυπολιτισμικότητα είναι, ουσιαστικά, αντίθετες αντιλήψεις: η
πολυπολιτισμικότητα δεν αποτελεί τη συνέχιση και την υπέρβαση του
πλουραλισμού, αλλά την άρνησή του.
Εξυπακούεται ότι η πλουραλιστική κοινωνία είναι μια ανοιχτή κοινωνία.
Σήμερα όμως τίθεται το ερώτημα «ανοιχτή μέχρι ποιο σημείο;».
Η
ελαστικότητα (το «άνοιγμα») της κοινωνίας δοκιμάζεται σκληρά μέσω
εσωτερικών διεκδικήσεων (όπως στις ΗΠΑ) και μέσω μαζικής πίεσης
μεταναστευτικών κυμάτων από το εξωτερικό (όπως είναι η περίπτωση της
Ευρώπης). Μέχρι ποιο σημείο η πλουραλιστική κοινωνία μπορεί να
διατηρήσει τη συνοχή της υποδεχόμενη ξένους που την απορρίπτουν (όπως οι
Τσετσένοι φοιτητές στις ΗΠΑ); Παραλλήλως, πώς μπορεί να ενσωματώσει
ξένους μετανάστες που προέρχονται από άλλους πολιτισμούς, θρησκείες και
εθνότητες;
Αυτά τα δύσκολα προβλήματα δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται με την
ανευθυνότητα και την ασυνειδησία με την οποία αντιμετωπίζονται.
Ελέφαντας σε δωμάτιο.
Σε όποιον αισθάνεται «εισβολή» οι ιθύνοντες
απαντούν με δύο τρόπους: είτε μέσω ενός τυφλού καθησυχασμού («όλοι οι
άνθρωποι είναι ίδιοι και καλοί»), είτε μέσω της αναμόχλευσης
μισανθρωπικών αισθημάτων που καταλήγουν σε θλιβερά φαινόμενα όπως η
«Χρυσή Αυγή».
Η επιβολή της πολυπολιτισμικότητας, η σύγχυσή της με τον
πλουραλισμό, δεν καταλήγει στην ειρηνική συνύπαρξη αλλά στη δημιουργία
έκνομων κοινοτήτων, στην τρομοκρατία και στον ρατσισμό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου