"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


ΚΟΙΝΩΝΙΑ: Ανθρωπος χωρίς όνομα


Εχω μια γνωστή που όποτε με βλέπει κάνει μεγάλη χαρά. Την ξέρω εδώ και πολλά χρόνια και τα φέρνει έτσι η τύχη ώστε να συναντιόμαστε ανά δύο-τρεις μήνες. Κάθε φορά με εντοπίζει από μακριά και σπεύδει να μου μιλήσει τρέχοντας καταπάνω μου με (κάτι σαν) ενθουσιασμό. Ομολογώ πως την πρώτη φορά που την είδα να με πλησιάζει με τόση θέρμη κολακεύτηκα. Ανοιξε τα χέρια της, μου χάρισε ένα τεράστιο χαμόγελο και είπε: «Τι κάνεις, Βασίλη μου;».  
Δεν ήταν καινούργιο, κι άλλες φορές με έχουν αποκαλέσει με διαφορετικό από το (όχι πολύ συνηθισμένο) βαφτιστικό μου, οπότε δεν έδωσα σημασία, δεν τη διόρθωσα, συνέχισα να μιλάω μαζί της, με εκείνη να με λέει Βασίλη και εμένα να προσπαθώ να θυμηθώ το δικό της όνομα. Μερικούς μήνες αργότερα, την πέτυχα στην πλατεία Κολωνακίου. Ο ίδιος ενθουσιασμός, η ίδια τεράστια αγκαλιά και ένα μεγαλοπρεπές «Πόσο χαίρομαι, Ανέστη μου!».

Ούτε τότε τη διόρθωσα, για να μην τη φέρω σε δύσκολη θέση, αλλά και επειδή ένιωθα άσχημα, αφού ήταν για άλλη μια φορά αδύνατον να θυμηθώ το όνομά της. Τη γνώριζα. Από πού όμως; 
Λευκό χαρτί η μνήμη μου. Και εκείνη με γνώριζε, και ας με προσφωνούσε Ανέστη: άρχισε να με ρωτάει για κάτι που είχα γράψει στην εφημερίδα, οπότε απευθυνόταν στον σωστό άνθρωπο, χρησιμοποιώντας απλώς λάθος όνομα.  
Ετερη συνάντηση στο Σύνταγμα. «Μανώλη μου, είσαι καλά;»
Καλά ήμουν και ως Μανώλης. Τα είπαμε, χωρίσαμε, εγώ έσπαγα το κεφάλι μου να καταλάβω γιατί αυτή η τόσο γνωστή κυρία παρέμενε τόσο άγνωστη (και τούμπαλιν). 
Εκτοτε, σε τακτά χρονικά διαστήματα, το θέατρο του παραλόγου επαναλαμβανόταν: όποτε συναντιόμασταν εκείνη με αποκαλούσε με οποιοδήποτε άλλο όνομα εκτός από το δικό μου και εγώ αγωνιζόμουν να θυμηθώ αν επρόκειτο για παλιά συνάδελφο, παλιά φίλη, απλώς γνωστή, μακρινή συγγενή... Οποια κι αν είναι, καλή της ώρα εκεί που βρίσκεται. Γιατί έχω πολύ καιρό να τη δω. Ελπίζω να είναι γερή και σύντομα να συναντηθούμε. Για να δω ποιο όνομα θα μου χαρίσει με τη γνωστή γενναιοδωρία της. Αν και, επειδή όπως έχω καταλάβει με διαβάζει, μπορεί να διαβάσει και αυτό το κείμενο και να νιώσει άσχημα που ποτέ δεν θυμήθηκε το πραγματικό όνομα του φίλου που με χαρά συναντά. (Αγαπητή μου, η μισή ντροπή δική μου!) 

Τη θυμήθηκα όταν προχθές έπεσα πάνω σε έναν εξαιρετικό άνθρωπο με τον οποίο έκανα στενή παρέα για καιρό και χαθήκαμε, επειδή εκείνος παντρεύτηκε και απέκτησε παιδιά κι εγώ έμπλεξα με δουλειές που δεν μου άφηναν χρόνο. Πάντα τον σκεφτόμουν με αγάπη, γι' αυτό και χάρηκα όταν τον είδα. Και εκείνος, νομίζω: «Χρόνια και ζαμάνια, βρε Θωμά» μου είπε φιλώντας με. Ε, όχι και Θωμάς! Τότε αποφάσισα πως υπάρχει κάποιο θέμα με το όνομά μου. Δεν αποτυπώνεται στη μνήμη των ανθρώπων. Δεν μου ταιριάζει. Δημιουργεί σύγχυση.  
«Τι φταίει;», ρώτησα την Αννα, «εσένα σε φωνάζουν με άλλο όνομα;». «Ναι, αμέ. Προχθές η γιαγιά μου με φώναζε Στέλιο».  
«Η γιαγιά σου έχει Αλτσχάιμερ! Εμένα με αποκαλούν με άσχετα ονόματα άνθρωποι που τα έχουν τετρακόσια».  
«Τι σημασία έχουν τα ονόματα; Καλά παιδιά να είναι!».  
Αναρωτηθήκαμε πώς θα λειτουργούσε μια κοινωνία όπου κανένας δεν θα είχε όνομα, δεδομένου ότι το όνομά μας είναι η ταυτότητά μας. Πώς θα επικοινωνούσαμε; 
«Εσύ πώς επικοινωνείς με την κυρία που κάθε φορά σε αποκαλεί αλλιώς;».  
Μια χαρά! 
 «Είδες;».
Τι να δω; Η αλήθεια είναι πως η Αννα έχει έναν μοναδικό τρόπο να με μπερδεύει, να με πετάει στο χάος. Ετσι και τώρα, κατέβασε ό,τι βιβλίο ψυχολογίας διέθετε. Μου διάβασε: «Σύμφωνα με την ψυχανάλυση, πίσω από την αδυναμία μας να θυμηθούμε συγκεκριμένα ονόματα κρύβεται ένας μηχανισμός απώθησης. Τα απωθούμε γιατί κάτι μας θυμίζουν, κάτι δυσάρεστο που κάποτε μας είχε προκαλέσει οδυνηρά συναισθήματα». 
Ενιωθα που ένιωθα άνθρωπος χωρίς ταυτότητα, τώρα με έκανε να νιώθω και ενοχή για τα οδυνηρά συναισθήματα που πιθανώς προκαλεί στους άλλους το όνομά μου.  
Εφυγα προβληματισμένος. Δύο γωνίες παρακάτω... 

συνάντησα τον Νίκο, συνάδελφο και πολύ καλό παιδί.  
«Τι κάνεις, Νίκο μου;»
Με κοίταξε έκπληκτος: «Τάσο με λένε!»
Τι ντροπή!

Δεν υπάρχουν σχόλια: