Το “η λιτότητα έχει αποτύχει” είναι ίσως η πιο
δημοφιλής αφήγηση πολλών σχολιαστών, ιδιαίτερα στον αγγλό-σαξονικό κόσμο
και στην περιφέρεια της Ευρώπης (π.χ. Stiglitz 2015, Wolf 2013), και
τώρα παρουσιάζεται ως το κύριο επιχείρημα της ελληνικής κυβέρνησης στο
αίτημά της για επαναδιαπραγμάτευση του τμήματος προσαρμογής του
ευρωπαϊκού πακέτου διάσωσης.
Αυτή η αφήγηση είναι εντελώς εσφαλμένη και
αγνοεί τους λόγους που οδήγησαν στην ελληνική κρίση.
Για να καταλάβουμε ότι η δημοσιονομική εξυγίανση ήταν
αναπόφευκτη και θα ήταν αναπόσπαστο μέρος οποιασδήποτε πολιτικής
επιλογής, είναι χρήσιμο να θυμηθούμε την κατάσταση πίσω στο 2009-2010.
Στο τέλος του 2009 η τότε νεοεκλεγείσα ελληνική κυβέρνηση αναθεώρησε τα
εκτιμώμενα στοιχεία για τον δημοσιονομικό προϋπολογισμό, μια ανακοίνωσε
που ταρακούνησε τις χρηματοπιστωτικές αγορές. Εκείνη την περίοδο, τα
μακροοικονομικά θεμελιώδη της Ελλάδας ήταν απλώς καταστροφικά. Μετά από
χρόνια δημοσιονομικής ασωτίας, το έλλειμμα του προϋπολογισμού
διαμορφωνόταν στο 15% του ΑΕΠ -με το πρωτογενές έλλειμμα στο 10%- και το
χρέος στο 127% του ΑΕΠ. Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών
διαμορφωνόταν στο 10% του ΑΕΠ, ενώ το καθαρό διεθνές χρέος διαμορφώθηκε
στο 87%.
Λαμβάνοντας υπόψη αυτά τα θεμελιώδη, υπήρχε μόνο μια
επιλογή πολιτικής. Η Ελλάδα έπρεπε να ισοσκελίσει τον προϋπολογισμό της
και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών έπρεπε να μετατραπεί σε πλεόνασμα,
για να είναι σε θέση να εξυπηρετεί τόσο το ιδιωτικό όσο και το δημόσιο
χρέος.
Η στάση πληρωμών σε ανεξόφλητα χρέη δεν θα είχε αφαιρέσει την
ανάγκη για ισοσκελισμό της οικονομίας και της δημοσιονομικής θέσης, από
τη στιγμή που το έλλειμμα ήταν τεράστιο ακόμη και χωρίς να ληφθούν υπόψη
οι πληρωμές τόκων.
Με το πρόγραμμα προσαρμογής, η Ελλάδα μπήκε σε μια
δανειακή συμφωνία με τους Ευρωπαίους εταίρους, η οποία στόχο είχε να
επιτρέψει στην Ελλάδα να χαλαρώσει την οικονομική προσαρμογή με τον
καιρό.
Η χρηματοδότηση παρεχόταν ως αντάλλαγμα για δημοσιονομική
εξυγίανση και οικονομικές μεταρρυθμίσεις.
Τι ακριβώς είδος
μεταρρυθμίσεων θα εφαρμοζόταν και ποιος θα έφερε το κόστος της
προσαρμογής, καθοριζόταν εξ ολοκλήρου από την ελληνική κυβέρνηση. Οι
μεταρρυθμίσεις απλώς έπρεπε να έρθουν να προστεθούν σε μια συνολική
ικανοποιητική προσαρμογή.
Τα σχέδια εφαρμογής που επινόησε η ελληνική
κυβέρνηση, εποπτευόταν από τους πιστωτές (τρόικα) αλλά δεν υπαγορευόταν
λεπτομερώς. Αυτή η εποπτεία απλώς υπηρέτησε τον στόχο του να
διασφαλιστεί πως ο επιλεγμένος συνδυασμός της δημοσιονομικής ενοποίησης
και της οικονομικής μεταρρύθμισης θα απέδιδε την συνολική προσαρμογή που
θα ήταν απαραίτητη για να φέρει την Ελλάδα πίσω σε ένα βιώσιμο μονοπάτι
χρέους και ανάπτυξης. Από την προοπτική των (δημοκρατικά
νομιμοποιημένων) κοινοβουλίων των πιστωτριών κρατών, δεν υπήρξε σχεδόν
καμία εναλλακτική λύση σε μια τέτοια συμφωνία που να συνδυάζει
γενναιόδωρα δάνεια με προσεκτική παρακολούθηση.
Για μια οικονομία στην θλιβερή ελληνική κατάσταση, ουσιαστικά
δεν αποτέλεσε καμία διαφορά το ότι παρέμεινε μέλος της ευρωζώνης. Σε
κάθε περίπτωση, η προσαρμογή ήταν αναπόφευκτη, και θα ήταν επώδυνη και
συνοδευόταν από ισχυρές κοινωνικές εντάσεις. Η διαδικασία προσαρμογής
των χωρών που βίωσαν κρίσεις χρέους και νομισματικές, ακολουθεί ένα πολύ
παρόμοιο μοτίβο. Αυτό ισχύει ανεξαρτήτως από το εάν υπερασπίστηκαν με
επιτυχία μια σταθερή συναλλαγματική ισοτιμία ή επέτρεψαν την ισοτιμία
τους να υποτιμηθεί προκειμένου να υποστηρίξουν εξωτερική οικονομική
προσαρμογή. Σε όλες τις περιπτώσεις παρατηρούμε μια προκληθείσα από την
κρίση προσαρμογή του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών σε συνδυασμό με μια
βαθιά πτώση και συνεπακόλουθη ανάκαμψη του ΑΕΠ (γράφημα 1). Σχεδόν όλες
οι χώρες που απεικονίζονται εδώ βίωσαν μεγάλη άνοδο της ανεργίας, η
οποία άρχισε να υποχωρεί μόνο όταν ανέκαμψε η ανάπτυξη.
Είναι ιδιαίτερα χρήσιμο να ληφθεί υπόψη η προσαρμογή
των χωρών της Βαλτικής, που υπερασπίστηκαν τις σταθερές συναλλαγματικές
ισοτιμίες τους και, στην περίπτωση της Λετονίας, έλαβαν βοήθεια στο
ισοζύγιο πληρωμών από την ΕΕ και το ΔΝΤ με αντάλλαγμα ένα πρόγραμμα
προσαρμογής.
Από τη στιγμή που σε όλες αυτές τις περιπτώσεις η επίπονη
προσαρμογή ήταν αναπόφευκτη και με κόστος, θα πρέπει κανείς να
αντιληφθεί τα πακέτα διάσωσης και τα προγράμματα προσαρμογής ως αυτό που
πραγματικά είναι: ένας μηχανισμός που βοηθάει ώστε να αποφευχθεί η
απότομη δημοσιονομική και του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών προσαρμογή,
με ακόμη μεγαλύτερο άμεσο πόνο.
Αυτό ισχύει επίσης για την Ελλάδα. Τα
απαραίτητα βήματα έγιναν με την πάροδο του χρόνου, και οι μεταρρυθμίσεις
ενίσχυσης της ανάπτυξης θα πρέπει να αποζημιώσουν για την μείωση της
ζήτησης που προηγουμένως χρηματοδοτούνταν από το δημόσιο χρέος.
Ως εκ
τούτου, η βασική αιτία της επώδυνης προσαρμογής είναι οι ασωτίες του
παρελθόντος και όχι το πρόγραμμα προσαρμογής.
Στη διάρκεια των πέντε χρόνων η Ελλάδα πραγματικά προχώρησε σε σοβαρές
μεταρρυθμίσεις και σε δημοσιονομική εξυγίανση. Η πρόοδος ήταν
αξιοσημείωτη αλλά ατελής, έτσι ώστε η οικονομία παραμένει ακόμη μακριά
από μια αυτοτροφοδοτούμενη πορεία ανάπτυξης.
Το φθινόπωρο του 2014, η
Ελλάδα πέτυχε τελικά πρωτογενές πλεόνασμα και θετική αν και χλιαρή,
ανάπτυξη του πραγματικού ΑΕΠ. Οι λεπτομέρειες και προσεκτικά
διατυπωμένες εκθέσεις της τρόικας παρέχουν ένα ισορροπημένο ισοζύγιο της
διαδικασίας μεταρρύθμισης και των υπόλοιπων απαιτήσεων. Αυτό που η
Ελλάδα χρειαζόταν περισσότερο σε αυτές τις συνθήκες ήταν μια ορατή
ένδειξη της αξιοπιστίας. Εξάλλου, η αβεβαιότητα δυσκόλευε ακόμη τους
εγχώριους και ξένους επενδυτές από το να ασχοληθούν με την Ελλάδα.
Δυστυχώς, οποιαδήποτε ένδειξη σταθερότητας έχει
ουσιαστικά εξαφανιστεί από τη νέα ελληνική κυβέρνηση να αποδοθεί η
πρόσφατη φυγή κεφαλαίων από την Ελλάδα και η πρόσφατη κατακόρυφη άνοδος
των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων σε οτιδήποτε άλλο εκτός από τις
ανακοινώσεις στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας και τις αποφάσεις
του ΣΥΡΙΖΑ μετά από τις εκλογές, θα ήταν γελοίο.
Αναφορικά με το δημόσιο χρέος, η βιωσιμότητα του χρέους πρέπει να γίνει
κατανοητή πρωτίστως ως την προθυμία μιας κοινωνίας να πληρώσει.
Στην
τρέχουσα κατάσταση το ερώτημα εάν η ελληνική κυβέρνηση ασκεί το
κυριαρχικό της δικαίωμα να κηρύξει μερική στάση πληρωμών, είναι πάνω από
όλα ζήτημα του πώς η ελληνική κυβέρνηση αξιολογεί το παζάρι μεταξύ της
άμεσης ανακούφισης που προέρχεται από την κήρυξη στάσης πληρωμών και την
μελλοντική της ικανότητα να προσελκύσει νέους πιστωτές.
Μιλώντας για
χρεοκοπία θα είχε νόημα μόνο εάν αυτό απέφευγε ένα αρνητικό σπιράλ που
σε διαφορετική περίπτωση θα ανάγκαζε τον οφειλέτη να συσσωρεύσει όλο και
περισσότερο χρέος για να εξυπηρετήσει το χρέος που ήδη συσσωρεύτηκε.
Δύο πτυχές κυριαρχούν σε αυτό το ζήτημα:
Το χρέος ως
προς το ΑΕΠ και τη διαφορά μεταξύ του επιτοκίου και του ρυθμού αύξησης
των εισοδημάτων.
Οι οικονομίες θα μπορούσαν στην πραγματικότητα να είναι
σε θέση να διατηρήσουν ένα πολύ υψηλό ποσοστό χρέους εάν το σχετικό
επιτόκιο είναι χαμηλό σε σχέση με το ποσοστό ανάπτυξης. Σε αυτό το
πλαίσιο, η Ελλάδα δεν είναι υπερχρεωμένη, κυρίως λόγω της αναδιάρθρωσης
του χρέους των ιδιωτών πιστωτών τον Μάρτιο του 2012 (PSI) και το
Νοέμβριο του 2012 των πιστωτών του δημοσίου τομέα. Ακόμη πιο σημαντικό
από το PSI ήταν η προθυμία των κρατών-μελών του ευρώ να δώσουν στην
Ελλάδα δάνεια που λήγουν μετά από δεκαετίες και με πολύ χαμηλά επιτόκια,
εν μέρει ακόμη και με την αναβολή των πληρωμών των τόκων στο μέλλον. Ως
αποτέλεσμα, η Ελλάδα απολαμβάνει αρκετά καλά επιτόκια 2,3% και 4% του
ΑΕΠ, και το μεγαλύτερο μέρος των τόκων έχει αναβληθεί ακόμη περισσότερο,
μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 2020. Αυτό στην πραγματικότητα είναι
σημαντικά χαμηλότερο από τις απαιτήσεις εξυπηρέτησης χρέους τις οποίες
αντιμετωπίζουν μερικοί από τους πιστωτές της, όπως η Ιταλία με μέσο
επιτόκιο 3,3% και πληρωμές τόκων 4,3% του ΑΕΠ. Μια ελάφρυνση του χρέους
των πιστωτών του δημοσίου τομέα δεν θα μπορούσε να βελτιώσει ουσιαστικά
την άνετη κατάσταση της ελληνικής κυβέρνησης, πόσο μάλλον να
δικαιολογηθεί εύκολα έναντι των πιστωτών της.
Σε σχέση με το 2010, οι διαπραγματεύσεις με την Ελλάδα λαμβάνουν χώρα σε
ένα σημαντικά διαφοροποιημένο θεσμικό περιβάλλον και υπό πολύ
διαφορετικές οικονομικές συνθήκες.
Το 2010 μια έξοδος της Ελλάδας από το
ευρώ κατά πάσα πιθανότητα θα οδηγούσε σε μετάδοση στις αγορές κρατικών
ομολόγων άλλων κρατών-μελών. Στην πραγματικότητα, το πρόγραμμα διάσωσης
που δημιουργήθηκε για την Ελλάδα δεν κατόρθωσε να αποτρέψει τις
Πορτογαλία και Ιρλανδία από το να χάσουν την πρόσβαση στην αγορά λίγο
μετά και να πρέπει να ζητήσουν και αυτές βοήθεια. Εκείνη την περίοδο, τα
κράτη-μέλη εμφάνισαν μια εντυπωσιακή δέσμευση για την διατήρηση της
ακεραιότητας της νομισματικής ένωσης.
Σήμερα η κατάσταση είναι πολύ διαφορετική:
Πρώτα και
κύρια, το θεσμικό πλαίσιο που μόλις εγκαταστάθηκε, και κυρίως η
τραπεζική ένωση και ο ESM, προσφέρουν ήδη μια ισχυρή απόδειξη για μια
τέτοια δέσμευση.
Δεύτερον, οι κύριοι πιστωτές της Ελλάδας είναι τα
κράτη-μέλη, και ο ευρωπαϊκός τραπεζικός κλάδος βρίσκεται σε πολύ
καλύτερη κατάσταση σε σχέση με το 2010.
Τρίτον, οι χώρες μέλη στις
οποίες εξαπλώθηκε η μόλυνση από το 2010 και μετά, κυρίως η Ιρλανδία, η
Πορτογαλία και η Ισπανία, βρίσκονται σε πολύ καλύτερη οικονομική
κατάσταση, κυρίως λόγω της δημοσιονομικής προσαρμογής και των
διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
Τέταρτον, η ΕΚΤ ανακοίνωσε το πρόγραμμα ΟΜΤ
και ξεκίνησε ένα πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Δεδομένης αυτής της
προόδου, είναι ιδιαίτερα απίθανο οι διεθνείς επενδυτές να αρχίσουν ξανά
να αμφισβητούν την ακεραιότητα της ευρωζώνης, ανεξαρτήτως του εάν η
Ελλάδα θα παραμείνει μέλος της ευρωζώνης.
Ως εκ τούτου, η επίδραση από
έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη, φαίνεται διαχειρίσιμη.
Ωστόσο παρά αυτές τις αλλαγές, η νέα ελληνική
κυβέρνηση παίζει ξανά το παιχνίδι της εξόδου της χώρας, στις τρέχουσες
διαπραγματεύσεις, προφανώς ποντάροντας στο να δημιουργήσει φόβους
μετάδοσης. Αλλά οι Έλληνες διαπραγματευτές δεν θα μπορούσαν να σφάλλουν
περισσότερο:
Στη σημερινή κατάσταση, ενδεχόμενη έξοδος της Ελλάδας από
το ευρώ, ακόμη κι αν δεν υπάρχει πρόθεση από την ελληνική κυβέρνηση,
έχει τη δυναμική να ενισχύσει το θεσμικό πλαίσιο και την ακεραιότητα της
ευρωζώνης, παρά να προκαλέσει χάος έξω από την Ελλάδα.
Η Ευρώπη και η ευρωζώνη είναι οικοδομημένες σε
συμβάσεις που έχουν συναφθεί και επικυρωθεί από δημοκρατικές χώρες και
δεν μπορούν να αλλάξουν μονομερώς από οποιαδήποτε μελλοντική κυβέρνηση.
Ωστόσο, καθώς η Ευρώπη είναι μια ένωση κυρίαρχων χωρών, κάθε χώρα πάντα
έχει την επιλογή να εγκαταλείψει αυτές τις συμβάσεις, που στο τρέχον
πλαίσιο σημαίνει έξοδο από την ευρωζώνη και την ΕΕ. Οποιαδήποτε
σημαντική αλλαγή στο πρόγραμμα προσαρμογής με την έννοια ότι η συνολική
πορεία προσαρμογής αλλάζει -και πάλι, η ανησυχία δεν είναι το εγχώριο
μείγμα πολιτικής- δεν θα προκαλέσει απαιτήσεις από άλλες χώρες που
βρίσκονται σε κρίση. Το πιο σημαντικό είναι ότι μπορεί να αμφισβητήσει
και να πλήξει την αξιοπιστία των νεοσύστατων ή αναμορφωμένων θεσμών, και
να εγείρει αμφιβολίες για την ικανότητά τους να αντιμετωπίσουν την
τρέχουσα κρίση και να βοηθήσουν να αποφευχθούν νέες. Μια νομισματική
ένωση κατά τα άλλα, κυρίαρχων κρατών, χρειάζεται αυστηρές δημοσιονομικές
προσαρμογές. Εάν οι θεσμοί δημιουργήθηκαν για να επανεγκαταστήσουν
αυτούς τους περιορισμούς, απέτυχαν την πρώτη σοβαρή δοκιμασία τους, αυτό
θα ήταν τρομερή είδηση για το μέλλον της ευρωζώνης.
Η μετάδοση του φόβου αυτή την φορά αφορά την
πολιτική:
Ας υποθέσουμε ότι η ευρωζώνη επρόκειτο να υιοθετήσει την άποψη
της ελληνικής κυβέρνησης ότι η προσέγγιση της λιτότητας και των
διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που έχουν προωθήσει από το 2010 ήταν λάθος,
και πρόκειται να αλλάξει πορεία. αυτό θα ενίσχυε τη θέση ριζοσπαστικών
πολιτικών δυνάμεων σε άλλα κράτη-μέλη. Διάφορες κυβερνήσεις θα μπορούσαν
επίσης να αντικατασταθούν από κόμματα που ψευδώς υπόσχονται ότι μπορούν
να αποφευχθούν οι μεταρρυθμίσεις με προσανατολισμό στην αγορά και η
δημοσιονομική προσαρμογή. Κατά πάσα πιθανότητα, η εμπιστοσύνη των
επενδυτών στην δέσμευση της ευρωζώνης να δημιουργήσει συνθήκες για
βιώσιμη ανάπτυξη, θα χανόταν. Μια τέτοια πολιτική μετάδοση θα προκαλούσε
μαζικές εκροές κεφαλαίων από την ευρωζώνη και θα αμφισβητούσε την
μελλοντική της ύπαρξη.
Τι πρέπει να κάνει η Ελλάδα;
Ασφαλώς, η χειρότερη
κίνηση θα ήταν να επιστρέψει στις οικονομικές δομές που παρουσιάστηκαν
στα τέλη του 2010. Ιδιαίτερα η εξάρτηση από ένα μεγάλο μερίδιο της
κρατικής απασχόλησης, θα ήταν η συνταγή για την καταστροφή. Το ελληνικό
δημόσιο πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι τα πράγματα μπορεί στην
πραγματικότητα να γίνουν πολύ χειρότερα από ό,τι είναι τώρα, ιδιαίτερα
από τη στιγμή που δεν μπορεί να εξασφαλιστεί η θέση στην ευρωζώνη. Αντί
να κοιτάξει πίσω, η Ελλάδα χρειάζεται να συνεχίσει να οικοδομεί ένα
λειτουργικό κράτος και μια λειτουργική οικονομία της αγοράς.
Μια τέτοια περίπτωση είναι το φορολογικό σύστημα. Η
τρόικα βοήθησε στη δημιουργία ενός αποτελεσματικού συστήματος είσπραξης
φόρων, το οποίο δεν υπήρχε πριν και ακόμη δημιουργείται. Με αυτή την
έννοια, υποστήριξε τις ελληνικές αρχές στην είσπραξη των φόρων από τους
πλούσιους Έλληνες, όπως προγραμματιζόταν από τον ΣΥΡΙΖΑ, αντί να την
αποτρέπει.
Η Ελλάδα βιώνει πολύ δύσκολες στιγμές. Αλλά η πραγματική
τραγωδία είναι ότι εξέλεξε μια κυβέρνηση που απειλεί να επιδεινώσει την
κατάσταση και να χαλάσει τη διαφαινόμενη οικονομική ανάκαμψη, στη βάση
μιας καλά λανθασμένης εκτίμησης για την τρέχουσα κατάσταση της
διαπραγμάτευσης και τις διαθέσιμες εναλλακτικές πολιτικής για την
επίτευξη βιώσιμης ανάπτυξης στην Ελλάδα και την ευρωζώνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου