Μαύρη μου μοίρα κι αφραγκιά
Κι αρχή καλός μας χρόνος
– εάν είσαι Ωνάση γόνος.
Τίμιος και πνευματικός
Στη γη να περπατήσω
Και μυρμήγκι μην πατήσω.
πιπίλαγε ο πατέρας
«Τα γράμματα είναι θάματα»
και μ’ έπεισε, το τέρας.
Κι έγραφα μέρα νύχτα
«Ψωμάκι», έλεγα, «αρκεί,
Τ’ άλλα στο ρέμα ρίχ’ τα».
Πέφτει ακρίδα στα ψωμιά
Λαμόγια, διαπλεγμένοι
Και στίφη οι λαδωμένοι.
Κόκκο σταράκι στα σακιά
Κι έτσι φόρους και βαρίδια
Βάζουν τώρα στα υποζύγια.
Αλλά δεν καταδέχεται
Αυτούς που ’χουν την μπάζα
Μόν’ σε μας φέρνει τα κάζα.
Πικροξινολυπητερή
Χαρτί και καλαμάρι
Και τα σώβρακα να πάρει.
Τη σύνταξή μου διέγραφε
Και το χαρτί ομίλει
– Να, να μη με λεν Βασίλη!
μου λέει χωρίς συμπόνια,
«κρατήσεις, επικουρικά,
και φόρους τόσα χρόνια»;
θα ’χες κάτι καλύτερο,
αλλά σ’ αφήσαν τελικά
το τρίτο το μακρύτερο».
Και δεν γινόμουν δύτης
Των «ειδικών βουτήξεων»
Του κράτους αγιογδύτης.
Και να μου λένε «μάδα τα»
Οχι που ’χω φτύσει αίμα
Και με ρίχνουνε στο ρέμα.
Εφτασε χρόνος νέος
Ο πέμπτος μέσα στο χιονιά
– ας είν’ ο τελευταίος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου