ΚΟΙΝΩΝΙΑ: O Θάνατος έχει κάτι να μας πει...
ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ
Κάποτε τιμούσαμε τη μνήμη των νεκρών, τους προσφέραμε τροφή και αφήναμε
λάμπες στον δρόμο για να καταφέρουν να φτάσουν στο σπίτι.
Ωστόσο κατά τη
διάρκεια του τελευταίου αιώνα και καθώς Ευρωπαίοι και Βορειοαμερικανοί
άρχισαν να απομακρύνουν τους ετοιμοθάνατους και τους νεκρούς από την
καθημερινή τους ζωή, η κοινωνία μας κατάφερε να απωθήσει τον θάνατο στο
περιθώριο. Παρακολουθούμε στην τηλεόραση εκπομπές αφιερωμένες σε κατά
συρροήν δολοφόνους, αλλά τα πτώματα των νεκρών δεν εκτίθενται σε δημόσια
θέα, κόβονται από τα δελτία ειδήσεων, καταχωνιάζονται πίσω από
πλαστικές κουρτίνες νοσοκομείων. Ως αποτέλεσμα, όπως το έγραψε ο
συγγραφέας Μάικλ Λέζι στο βιβλίο του «Η απαγορευμένη ζώνη», όποτε ο
θάνατος επέρχεται, «αντηχεί σαν χειροκρότημα σε μια άδεια αίθουσα
συναυλιών».
Ομως ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπιζόταν ο θάνατος, δεν ήταν πάντοτε
αυτός. Κάποτε ο θάνατος συνέβαινε στο σπίτι, μεταξύ φίλων και συγγενών.
Κατά τον Μεσαίωνα, τα νεκροταφεία λειτουργούσαν και ως βασικοί χώροι
συνάθροισης των ανθρώπων, οι οποίοι πάνω στους τάφους των δικών τους
έτρωγαν και έπιναν, συναλλάσσονταν, χόρευαν και τραγουδούσαν. Η
εξοικείωση με τον θάνατο αντικατοπτρίζεται και στον τρόπο με τον οποίο
οι άνθρωποι αντιμετώπιζαν τους διάσημους νεκρούς τους.
Η μούμια του Μεγάλου Αλεξάνδρου ήταν ένα από τα πιο λατρεμένα αντικείμενα
του αρχαίου κόσμου, ενώ οι χριστιανοί λάτρευαν τμήματα του σώματος
μαρτύρων και αγίων. Η Μάργκαρετ Ρόπερ, κόρη του βρετανού φιλοσόφου Τόμας
Μουρ, όντας ετοιμοθάνατη, ζήτησε να θαφτεί με το κεφάλι του πατέρα της
στην αγκαλιά της - το οποίο είχε φυλάξει και διατηρήσει έπειτα από τον
αποκεφαλισμό του το 1535 -, ενώ θαυμαστές του πνεύματος κοσμικών
στοχαστών όπως ο Γαλιλαίος και ο Καρτέσιος θεωρούσαν πως τα λείψανά τους
αποτελούσαν σύμβολα της εξαιρετικής τους διάνοιας. Στη βικτωριανή εποχή
οι άνθρωποι συνήθιζαν να φορούν κοσμήματα φτιαγμένα από τα μαλλιά των
νεκρών αγαπημένων τους, ενώ η ρομαντική συγγραφέας Μαίρη Σέλεϊ φύλασσε
την καρδιά του άντρα της Πέρσι Σέλεϊ στο συρτάρι της, όπως ακριβώς
φυλάσσεται ακόμη και σήμερα η καρδιά του Βολταίρου στην Εθνική
Βιβλιοθήκη του Παρισιού και εκείνη του Σοπέν στον ναό του Τιμίου Σταυρού
στη Βαρσοβία.
Σήμερα οι ιστορίες αυτές θεωρούνται μακάβριες καθώς αναδεικνύουν μια
σχέση με τον θάνατο που πλέον φαντάζει νοσηρή. Ωστόσο, αν γίνουν
κατανοητές μέσα στο πλαίσιο της εποχής τους, ενδέχεται να αποτελούν
σημάδια μιας περισσότερο υγιούς σχέσης με τον θάνατο από αυτή που έχουμε
σήμερα μαζί του. Παρότι πλέον δεν αποτελεί μια διαρκή παρουσία στις
ζωές μας, ο θάνατος παραμένει αναπόφευκτος και πολλοί από μας είναι
ακατάλληλα προετοιμασμένοι για να τον αποδεχτούν όταν επέλθει.
Η
διαγραφή του θανάτου έχει επίσης ως αποτέλεσμα να φανταζόμαστε πως τα
άγχη και τα μπερδέματα της ζωής μας είναι διαρκή και μόνιμα, τη στιγμή
που η επίγνωση του θανάτου θα μπορούσε να μας «αναγκάσει» να ζούμε στο
παρόν και να εκτιμούμε όλα όσα ήδη έχουμε.
Ετικέτες
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ,
ΑΝΘΡΩΠΟΣ,
ΖΩΗ,
ΚΟΙΝΩΝΙΑ,
ΞΕΝΟΣ ΤΥΠΟΣ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου