Εως τώρα, ο Κρούγκμαν έχει κατά βάση αναζωογονήσει τα επιχειρήματα υπέρ του κεϊνσιανισμού. «Και δεν πρόκειται για περίπλοκες αντιλήψεις». Εκείνο που γοητεύει στην ιστορική του ανάλυση είναι το γιατί οι πολιτικοί, οι οποίοι κάποτε καταλάβαιναν αυτές τις αρχές, αποφάσισαν συλλογικά να τις ξεχάσουν.
ΔΙΕΘΝΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ: Mήπως μπρορεί πραγματικά να μπει «Τέλος στην ύφεση, τώρα!» ???
To βιβλίο στο οποίο αναφέρεται το άρθρο δεν το έχω διαβάσει αλλά θα το αγοράσω και θα το διαβάσω ΑΜΕΣΑ και πιστευω οτι μετά την ανάγνωση του άρθρου, θα κάνετε το ίδιο κι εσεις. Το άρθρο αλλά και οι περγαμηνές του Krugman ειναι προάγγελος οτι πρόκειται ακρως ενδιαφέρον πόνημα...
Ολοι πλέον έχουμε διαβάσει ένα σωρό πράγματα για την οικονομική
κρίση. Προσωπικά, πάντως, δεν έχω καταφέρει να βρω απαντήσεις στα πιο
δύσκολα ερωτήματα:
Αν πριν από το κραχ του 2008 προηγήθηκε μια περίοδος
μεγάλης ευημερίας, πώς γίνεται και οι περισσότεροι άνθρωποι που ξέρω δεν
κέρδιζαν ούτε τότε πολλά;
Η «απορρύθμιση» των χρηματοπιστωτικών
υπηρεσιών υποτίθεται ότι θα μας ωφελούσε όλους οικονομικά, γιατί λοιπόν
οι περισσότεροι αναγκαστήκαμε να δανειστούμε για να κρατήσουμε το
βιοτικό μας επίπεδο;
Τώρα που όλα πήγαν στραβά και όλοι αναγνωρίζουν ότι
περνάμε τη χειρότερη κρίση από τον καιρό της Μεγάλης Υφεσης, γιατί δεν
ακολουθούμε τα διδάγματα που πήραμε τη δεκαετία του ’30;
Ο
πρόεδρος Ομπάμα ήταν ο μόνος ηγέτης που επιχείρησε να εφαρμόσει ένα
κεϊνσιανό πρόγραμμα τόνωσης της οικονομίας. Γιατί υπήρξε μόνο εν μέρει
αποτελεσματικό;
Γιατί οι περισσότεροι άλλοι δυτικοί ηγέτες επιμένουν πως
ο μόνος τρόπος να βγούμε από το αδιέξοδο είναι να σφίξουμε το ζωνάρι
και να ξεπληρώσουμε τα χρέη μας, όταν είναι σαφές ότι αυτή η τακτική δεν
αποδίδει;
Και γιατί οι τραπεζίτες, οι επενδυτικές εταιρείες και οι
διαχειριστές χρηματοπιστωτικών προϊόντων εξακολουθούν να
αντιμετωπίζονται με δέος και σεβασμό, όταν μας έχουν οδηγήσει σε αυτό το
χάλι;
Τα μυστήρια αυτά άρχισαν να με κάνουν να νιώθω πως
τρελαίνομαι – αφότου όμως διάβασα το καινούργιο βιβλίο του Πολ Κρούγκμαν
φοβάμαι ότι κινδυνεύω, αντίθετα, να γίνω πληκτικά λογική. Είναι το
είδος του βιβλίου που εύχεσαι να γινόταν υποχρεωτικό ανάγνωσμα και που
θέλεις να χρησιμοποιείς επιχειρήματά του σε κάθε συζήτηση, γιατί το «End
This Depression Now!» («Τέλος στην ύφεση, τώρα!» εκδ. Πόλις) προσφέρει
μια συνεκτική αφήγηση για το πώς καταλήξαμε να κάνουμε το αντίθετο αυτού
που η λογική και η ιστορία μάς λένε ότι πρέπει να κάνουμε για να βγούμε
από την κρίση.
Ο συγγραφέας είναι ένας τιμημένος με Νομπέλ
οικονομολόγος, ο οποίος γράφει τακτικά στους «Νιου Γιορκ Τάιμς» και
διδάσκει στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον. Το 1999 έγραψε το βιβλίο «Η
επιστροφή της οικονομίας της ύφεσης», με θέμα κυρίως την κρίση στην
Ιαπωνία, όπου διατύπωσε δυσοίωνους παραλληλισμούς ανάμεσα στην
οικονομική στρατηγική της Ιαπωνίας και τις πολιτικές πριν από το New
Deal στις αρχές της δεκαετίας του ’30, που μετέτρεψαν μια ελαφριά ύφεση
σε καταστροφική κρίση. Τον καιρό που κυκλοφόρησε οι περισσότεροι δυτικοί
οικονομολόγοι δεν εντυπωσιάστηκαν· μπροστά στη φαινομενικά ατέρμονη
οικονομική άνοδο, η Μεγάλη Υφεση τους φαινόταν λίγο–πολύ άσχετη. Το
τελευταίο βιβλίο του Κρούγκμαν θα είναι πολύ πιο δύσκολο να αγνοηθεί.
Δεν
περιμένει, ωστόσο, ότι το μήνυμά του θα είναι ευπώλητο. «Απ’ όσο μπορώ
να καταλάβω, εκείνοι που αντιτίθενται σοβαρά στην πολιτική της
Ευρωπαϊκής Ενωσης είναι βασικά μια μικρή ομάδα οικονομολόγων, και
φαίνεται να είμαι ένας απ’ αυτούς, πράγμα που είναι παράξενο αφού δεν
βρίσκομαι καν εδώ», λέει γελώντας.
Την περασμένη εβδομάδα επισκέφθηκε το
Λονδίνο και συνάντησε πολλούς από αυτούς που αποκαλεί Πολύ Σοβαρούς
Ανθρώπους. «Πολλά απ’ όσα λένε ακούγονται πολύ σοφά και λογικά – όλα
όμως είναι αναποδογυρισμένα. Είναι λάθος. Ωστόσο, η δύναμη της
ορθοδοξίας τους –ακόμα κι όταν αποτυγχάνει– είναι τρομερή».
Αυτοί
οι Πολύ Σοβαροί Ανθρωποι παρουσιάζουν την οικονομία σαν μια ηθική
παραβολή, στην οποία το χρέος είναι αμαρτία, οπότε τώρα πρέπει όλοι να
πληρώσουμε το τίμημα και να σφίξουμε το ζωνάρι. Μας λένε ότι η κρίση θα
πάρει πολύ καιρό να τελειώσει και αναπόφευκτα θα είναι οδυνηρή.
Ολα
αυτά, σύμφωνα με τον Κρούγκμαν, είναι το αντίθετο της αλήθειας. Η
λιτότητα είναι μια αυτοεπιβαλλόμενη συλλογική τιμωρία, που όχι μόνο δεν
είναι απαραίτητη αλλά δεν είναι ούτε αποτελεσματική. Γνωρίζουμε τι είναι
αποτελεσματικό – αλλά για περίπλοκους και ιστορικούς λόγους, επιλέξαμε
να αγνοήσουμε. «Ο τερματισμός αυτής της ύφεσης –γράφει– θα μπορούσε να
είναι απίστευτα εύκολος». Επομένως, γιατί δεν το κάνουμε;
Το ίδιο
το χρέος, υποστηρίζει, δεν είναι κακό πράγμα. «Το χρέος είναι υποχρέωση
ενός προσώπου και ενεργητικό ενός άλλου. Επομένως, δεν μας φτωχαίνει
αναγκαστικά. Ο πραγματικός κίνδυνος είναι αυτό που συμβαίνει όταν πολλοί
αποφασίσουν ή εξαναγκαστούν να ξεπληρώσουν τα χρέη τους ταυτόχρονα. Το
υψηλό επίπεδο χρέους μάς κάνει ευάλωτους στην κρίση – και αυτό συμβαίνει
όταν ακολουθείς το αυτοκαταστροφικό σπιράλ του αποπληθωρισμού. Αν
αμφότεροι προσπαθήσουμε να μειώσουμε το χρέος μας την ίδια στιγμή,
καταλήγουμε με χαμηλότερο εισόδημα, κι έτσι η αναλογία του χρέους προς
το εισόδημά μας μεγαλώνει».
Οπως τονίζει ο Κρούγκμαν, «εκείνο που
ισχύει για ένα άτομο δεν ισχύει για την κοινωνία ως σύνολο». Η
παρομοίωση ενός οικογενειακού προϋπολογισμού με την εθνική οικονομία
είναι «ελκυστική, γιατί είναι πολύ εύκολο για τον κόσμο να σχετιστεί μ’
αυτήν» και έχει κάποια λογική όταν δεν βρισκόμαστε στα δίχτυα μιας
μακροοικονομικής κρίσης. «Οταν βρισκόμαστε, όμως, τότε οι ορθολογικές
ατομικές συμπεριφορές προστίθενται για να οδηγήσουν σε καταστροφικό
αποτέλεσμα. Η προσπάθεια κάθε ατόμου να βελτιώσει τη θέση του
περιορίζοντας αυστηρά τις δαπάνες του έχει το συλλογικό αποτέλεσμα να
επιδεινώνει την κατάσταση όλων. Αυτή είναι η ιστορία του καιρού μας».
Σε
τέτοιες στιγμές κάποιος πρέπει να αρχίσει να ξοδεύει – και ο Κρούγκμαν
υποστηρίζει ότι αυτός ο κάποιος είναι το κράτος. Ωστόσο, η βρετανική
κυβέρνηση (και πολλές άλλες) μας λέει ότι πρέπει να ξεπληρώνουμε τα χρέη
μας γιατί η εξυπηρέτηση του επιτοκίου είναι καταστροφική και οι αγορές
θα μας καταστρέψουν αν δεν μειώσουμε το έλλειμμα.
«Ξέρουμε ότι
προηγμένες οικονομίες με σταθερές κυβερνήσεις που δανείζονται στο δικό
τους νόμισμα είναι ικανές να έχουν πολύ υψηλό ποσοστό χρέους χωρίς
κρίση. Και το γνωρίζουμε καλύτερα από την ιστορία της Βρετανίας, η οποία
πέρασε μεγάλο μέρος του 20ού αιώνα –και τη δεκαετία του 30– με επίπεδα
χρέους πολύ υψηλότερα από αυτό που έχει σήμερα».
Τι γίνεται όμως
με τις αγορές ομολόγων; Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί πρέπει να τις ενδιαφέρει
πότε και πώς θα μειώσουμε το έλλειμμα, από τη στιγμή που εκπληρώνουμε
τις υποχρεώσεις μας.
Σύμφωνα με τον Κρούγκμαν, δεν τις ενδιαφέρει.
Εως τώρα, ο Κρούγκμαν έχει κατά βάση αναζωογονήσει τα επιχειρήματα υπέρ του κεϊνσιανισμού. «Και δεν πρόκειται για περίπλοκες αντιλήψεις». Εκείνο που γοητεύει στην ιστορική του ανάλυση είναι το γιατί οι πολιτικοί, οι οποίοι κάποτε καταλάβαιναν αυτές τις αρχές, αποφάσισαν συλλογικά να τις ξεχάσουν.
Τα χρόνια που ακολούθησαν τη Μεγάλη Υφεση, οι
κυβερνήσεις επέβαλαν κανόνες στο τραπεζικό σύστημα για να διασφαλίσουν
ότι δεν θα χρεωνόμαστε τόσο πολύ ώστε να γινόμαστε ευάλωτοι στις
κρίσεις. «Οταν όμως έχει περάσει πολύς καιρός από την τελευταία μεγάλη
κρίση, οι άνθρωποι γίνονται απρόσεκτοι με το χρέος και ξεχνούν τους
κινδύνους. Οι τραπεζίτες πηγαίνουν στους πολιτικούς και λένε: «Δεν τους
χρειαζόμαστε αυτούς τους εκνευριστικούς κανονισμούς», και οι πολιτικοί
λένε: «Εχετε δίκιο – τίποτα κακό δεν έχει συμβεί εδώ και πολύ καιρό».
Η
διαδικασία αυτή ξεκίνησε στα σοβαρά τη δεκαετία του ’80, επί Ρέιγκαν.
Ενας ένας, οι κανόνες στον τραπεζικό τομέα καταργήθηκαν, μέχρις ότου
«χάσαμε τις δικλίδες ασφαλείας και καταλήξαμε σε ένα εντελώς ανεξέλεγκτο
και χαοτικό τραπεζικό σύστημα, πρόθυμο να μας δανείζει τεράστια ποσά».
Οι πολιτικοί πείστηκαν εν μέρει να απορρυθμίσουν την αγορά με το
επιχείρημα ότι θα μας έκανε όλους πλουσιότερους. «Μια ματιά να ρίξεις
στις εθνικές στατιστικές θα δεις ότι αυτό δεν ισχύει».
Αν
διαιρέσουμε στα δύο τον χρόνο μεταξύ του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και του
2008, «στο πρώτο μισό σημειώθηκε μια πραγματικά δραματική βελτίωση του
βιοτικού επιπέδου, ενώ στο δεύτερο μισό όχι». Το κορυφαίο 0,01% είδε να
επταπλασιάζεται το εισόδημά του· το 2006, οι 25 υψηλότερα αμειβόμενοι
διαχειριστές κεφαλαίων αντιστάθμισης κινδύνου (hedge funds) στην Αμερική
κέρδισαν 14 δισ. δολάρια, τρεις φορές το σύνολο των μισθών των 80.000
δασκάλων της Νέας Υόρκης. Ανάμεσα στο 1980 και το κραχ, το μέσο εισόδημα
των νοικοκυριών στις ΗΠΑ αυξήθηκε μόνο κατά 20%. «Υπήρξε επομένως
πλήρης αποσύνδεση».
Γιατί
λοιπόν πολλοί οικονομολόγοι ισχυρίζονταν ότι οι απλοί άνθρωποι έγιναν
πολύ πλουσιότεροι, εφόσον αυτό δεν συνέβη;
«Πρέπει να ρωτήσετε: “Με
ποιους κάνουν παρέα εκείνοι που λένε αυτά τα πράγματα; Ποιος είναι ο
κοινωνικός τους κύκλος;” Και αν είσαι καθηγητής χρηματοοικονομικών στο
Πανεπιστήμιο του Σικάγου, οι άνθρωποι που είναι πιο πιθανό να
συναντήσεις από τον υποτιθέμενο πραγματικό κόσμο θα είναι χρηματιστές –
για τους οποίους τα τελευταία 30 χρόνια πράγματι υπήρξαν υπέροχα. Και αν
είσαι ένας φιλόδοξος οικονομολόγος στη Βρετανία, πιθανότατα θα κάνεις
παρέα με ανθρώπους του Σίτι. Αυτή νομίζω είναι η ιστορία της
αποσύνδεσης».
Ηδη από το 1970, γράφει ο Κρούγκμαν, «η συζήτηση για
τον επενδυτικό παραλογισμό, τις χρηματιστηριακές φούσκες και την
καταστροφική κερδοσκοπία είχε ουσιαστικά εξαφανιστεί από το
πανεπιστημιακό προσκήνιο. Το πεδίο είχε καταληφθεί από την “υπόθεση των
αποτελεσματικών αγορών”», η οποία έπειθε τους οικονομολόγους ότι πρέπει
να αναθέσουμε την ανάπτυξη του έθνους στα χέρια αυτού που ο Κέινς
αποκαλούσε «καζίνο». Ο θάνατος του κεϊνσιανισμού αναγγέλθηκε
θριαμβευτικά, κυρίως από Ρεπουμπλικανούς οικονομολόγους. Τώρα, καθώς
έρχονται αντιμέτωποι με τη συντριβή των θεωριών τους, ο Κρούγκμαν
πιστεύει ότι «η πολιτική μεροληψία και ο επαγγελματικός εγωισμός τούς
εμποδίζει να παραδεχτούν ότι έκαναν λάθος».
Εκείνο που πρέπει να
γίνει, σύμφωνα με τον Κρούγκμαν, είναι απλό: να εγκαταλείψουμε τη
λιτότητα, να δώσουμε μια γερή ώθηση στην οικονομία με δημόσιες δαπάνες,
και να μειώσουμε το έλλειμμα όταν θα έχουμε βγάλει και πάλι το κεφάλι
έξω από το νερό. Και το πιο σημαντικό είναι πως πρέπει να το κάνουμε
τώρα. «Πέντε χρόνια υψηλής ανεργίας κάνουν περισσότερη από πενταπλάσια
ζημία απ’ όσο ένας χρόνος υψηλής ανεργίας. Το να λες: “Ναι, είναι
οδυνηρό, αλλά ο χρόνος τα γιατρεύει αυτά τα πράγματα…” Ε, λοιπόν, όχι. Ο
χρόνος δεν τα γιατρεύει».
Ετικέτες
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ,
ΒΙΒΛΙΟ,
ΔΙΕΘΝΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ,
ΞΕΝΟΣ ΤΥΠΟΣ,
PAUL KRUGMAN
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου