"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΠΑΝΑΝΙΑ: Πολιτική Βλαχιά και καθ’ ημάς Δημοκρατία

Toυ ΣΑΚΕΛΛΑΡΗ ΣΚΟΥΜΠΟΥΡΔΗ

Ξαναείδα πρόσφατα σε ένα τοίχο, το γνωστό σύνθημα «Έξω οι βλάχοι απ’ την Αθήνα». Προφανώς αυτός που γράφει τέτοια έξυπνα είναι ένας «γκάγκαρος» Αθηναίος, που μνημονεύαμε τις προάλλες. Αυτός που γεννήθηκε στην Αθήνα, όπως και ο μπαμπάς του και η μαμά του, όπως και εκείνων ο μπαμπάς τους και η μαμά τους, κοκ. Χωρίς να λέμε στις πόσες γενεές πριν πρέπει να είναι οι πρόγονοί μας Αθηναίοι, έτσι ώστε να δικαιούμαστε τον τίτλο του γκάγκαρου, ώστε να μην καεί η γκαγκαροσύνη μας…

Αυτό βέβαια μοιάζει με εκείνο το βλακώδες, που λένε οι ναζί για τον Σχορτσιανίτη, ότι δεν είναι συμπατριώτης μας, γιατί Έλληνας είναι όποιος έχει και τους δύο γονείς του Έλληνες. Μάλιστα. Οπότε, αν κάποιος είχε πριν τέσσερις γενιές μια γιαγιά από το Βέλγιο, τότε δεν είναι Έλληνας. Για τον απλό λόγο, ότι το παιδί της δεν είχε και τους δύο γονείς Έλληνες, άρα δεν ήταν Έλληνας. Και αυτουνού το παιδί δεν είχε και τους δύο γονείς Έλληνες άρα δεν ήταν Έλληνας, ώσπου δεν είναι Έλληνας και αυτός ο σημερινός ο κάποιος… Άρα Έλληνας είναι μόνο αυτός που κατάγεται ευθέως και με απόλυτη καθαρότητα από τον Δευκαλίωνα και την Πύρρα. Άρα, εγώ, που λέω τέτοιες βλακείες, τι ακριβώς είμαι άραγε;;; Και πόθεν πέρδεται το μπαρμπούνι;

Και ο γκάγκαρος και ο ελληνοναζί έχουν το ίδιο πρόβλημα, ο ένας με τους ‘βλάχους’ και ο άλλος με τους ‘ξένους’, χωρίς να μπορούν να ορίσουν τι θα πει το ένα και τι το άλλο. Πετάνε σοβαροφανώς κάτι που δεν στέκει στην απλή λογική, ποντάροντας ότι κάποιοι θα τσιμπήσουν, επειδή αυτό το ευνοεί η κυριαρχία του Σκοταδισμού και των καμένων μυαλών.

Στην περίπτωση του εθνικοσοσιαλιστικού ρατσισμού αυτομάτως γελοιοποιείται ο κάθε πικραμένος, που θα αποπειραθεί να αναπτύξει φυλετική θεωρία για το ποιος μπορεί να θεωρείται Έλληνας. Ειδικά στη χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας και της διαχρονικής επιμειξιακής πανσπερμίας, όπου χωνεύτηκαν τόσα και τόσα χρωμοσώματα, ών ουκ έστιν αριθμός… Είναι άλλωστε αυτός ένας λόγος που έκανε πολλούς να θέλουν να διατηρήσουν τον Σκοταδισμό της καθ’ ημάς Ανατολής. Ακριβώς για να μην έρθει το οξυγόνο του Διαφωτισμού και αποκαλύψει ότι ο Φαλμεράιγιερ είχε δίκιο. Μαζί με τον Εντμόντ Αμπού και όσους άλλους περιηγητές και παρατηρητές των απογόνων του Αριστοτέλη, μας κοίταγαν χαμογελαστοί κουνώντας το κεφάλι, σαν τους θυμίζαμε το πώς έτρωγαν τα βελανίδια όταν εμείς χτίζαμε παρθενώνες. Και έλεγαν από μέσα τους «πράγματι αυτό σας κάνει ακόμα πιο κακομοίρηδες. Ότι όταν οι βόρειοι κοιμόντουσαν στα δέντρα, εσείς ήσασταν η χώρα του Αριστοτέλη. Ενώ τώρα εσείς είστε η χώρα του Καραγκιόζη και τρώτε βελανίδια και εκχωρήσατε στους κουτόφραγκους τον Αριστοτέλη, τον οποίο πλέον αποκαλείτε ειρωνικά ελβετόψυχο»…

Στην περίπτωση του γκαγκαρισμού τα πράγματα είναι λίγο πιο σύνθετα, διότι πρόκειται για ένα κάποτε εκλεπτυσμένο ελιτισμό. Στα παλιά τα χρόνια ήξερε ο καλλιεργημένος αστός να προσέχει τις κακοτοπιές, να αγνοεί τις ακρότητες και να τηρεί την φινέτσα, που ήταν και το έρεισμα της πολιτιστικής ‘υπεροχής’ του. Δεν ήταν τυχαίο άλλωστε και ότι πολλοί πρωτοπόροι στα ιδεολογικά ρεύματα βγήκαν από τέτοια προοδευτικά αστικά τζάκια, που είχαν βαθιά γνώση και λαϊκότητα. Όσο πέρναγαν τα χρόνια όμως και όσο ο σουσουδισμός και ο καταναλωτισμός έμπαιναν στο Κολωνάκι, τόσο χανόταν αυτή η ‘υπεροχή’, έναντι όλων των άλλων που ήτανε οι ‘βλάχοι’. Δηλαδή, που είχαν έρθει από τα χωριά τους ως υπηρετικό προσωπικό και αργότερα όσοι έψαχναν να βρουν μια καλύτερη τύχη στη μεγάλη πόλη. Συνήθως κουβάλαγαν μαζί τους και μια ποικιλότροπη βαριά προφορά, αλλά και μια απλοϊκή ευήθεια, που ήταν εκμεταλλεύσιμη από κάποιους επιτήδειους που έψαχναν δεόντως να επωφεληθούν… Έτσι έμεινε ως τώρα η έννοια βλάχος για όσους είναι ολίγον αμαθείς, αγροίκοι, αφελείς, άγαρμποι, ‘κώτσοι’, θύματα.

Σήμερα, όμως που πέρασαν τα χρόνια και όλοι αναμείχθηκαν με όλους, το να μιλάς με κάποιο κατάλοιπο βαριάς προσφοράς δεν σημαίνει ότι είσαι ανεπαρκής. Ίσα ίσα, πολλοί σου λένε κάτι σαν ‘μουστουκούλουρου’, εν τούτοις είναι καλλιεργημένοι επί της ουσίας και κοσμοπολίτες και ενδιαφέροντα μυαλά και δεν μπορείς πλέον να τους πεις βλάχους.

Βλάχοι είναι οι ευήθεις, οι χάνοι που τσιμπάνε εύκολα στο φτηνό δόλωμα, που αποδίδουν κύρος σε κάτι ευτελές. Σε πνευματικές και υλικές αξίες, που αν λίγο φως διώξει το σκότος της βλακείας αυτομάτως γίνονται καπνός.

Δηλαδή, καράβλαχος μάλλον είναι ο μεγαλοαστός φίλος σας, αν και γόνος σπουδαίου τζακιού, που θεωρεί επιδεικτικά ως σημείο της υπεροχής του ότι φοράει παπουτσάκια Τσερτς, ενώ πρόσφατα φώναζε στις πλατείες «Σήκω Αντρέα για να δεις το παιδί της Αλλαγής», ή «Ελλάς Ελλάς Αντώνης Σαμαράς», ή «Η χούντα δεν τελείωσε το 73»... 

Άλλο τόσο βλαχαδερή είναι και η φιλενάδα σας που μένει Τσακάλωφ, φοράει τσάντα Πράντα (με τρία νι), όχι γιατί τη θεωρεί έργο τέχνης (που μπορεί να είναι), αλλά γιατί θεωρεί ότι μια κυριούλα τέτοιας γειτονιάς πρέπει να κουβαλάει σύμβολα ανάλογα του δικού της στάτους.

Δηλαδή, πλέον η βλαχιά είναι στο μυαλό μας και όχι στη γλώσσα μας. Άλλως ειπείν, από τις ιδιότητες που μας χαρακτηρίζουν, εκείνες που γράφουν «βλάχος» δεν είναι όσες κληρονομήσαμε ή προσλάβαμε πέρα από τη θέλησή μας. Αλλά εκείνες που ενσωματώσαμε με πλήρη επιλεκτική συνείδηση.  

Δηλαδή βλαχαδερός είναι εκείνος ο παραφρουτέμπορας λαμόγιο, που κάθε Κυριακή βρίσκεται στο κεντρικό σαλόνι των εφημερίδων του λαϊκισμού, αγκαλιά με γνωστές λουλουδούδες, σε μερσεντέ, σε σκάφη, στις ξαπλώστρες του Νάμμος στην Ψαρού, στις σουίτες του Καραϊσκάκη. Εξ ίσου βλαχαδερά είναι και όλοι εκείνοι που βλέπουν τον παραφρουτέμπορα και τους τρέχουν τα σάλιατα και σκέφτονται πότε μάννα μου θα πιάσω και γω την καλή την αρπαχτή, πότε θα μπορέσω να αξιωθώ να γίνω ο μπιστικός του έτσι, που χει τα πολλά τα τάλληρα. Πότε θα γίνω και εγώ τμηματάρχης Β’, να μπορώ να αγοράζω το χαρτί τουαλέττας για όλο το Υπουργείο, να το ψωνίζω για χίλια πεντακόσα, να το δηλώνω ενάμισυ μύριο, να βγάλω κι εγώ το κατιτίς μου. Να με καλέσει και ο αστυνόμος στη βιλάρα του, στις δεξιώσεις του οποίου πάει και ο πολεοδόμος, που έχει και πληρώνει και φέρνει τις δίμετρες μολδαβές. Να γίνω και εγώ κάποιος σπουδαίος, να με ζηλεύουνε (οι άλλοι βλάχοι), ρε παιδί μου…

Δεν είναι βέβαια μόνο αυτοί τα βλαχαδερά που έφεραν τη χρεωκοπία. Είναι και κάποιοι, που δεν εξαντλούν τα ξελιγωμένα θέλω τους μόνο στον υλικό καταναλωτισμό, αλλά και τον ‘πνευματικό’. Είναι και όλοι εκείνοι που συνιστούν το περιβάλλον της Πολιτικής Βλαχιάς, λατρεύοντας όχι τσάντες, παπούτσια και ρολόγια. Αλλά είναι θύματα και της μόδας των ιδεών, του πάντα σφριγηλού και διαχρονικού ποικιλώνυμου λαϊκισμού, νομίζοντας ότι είναι χάι να είσαι φάσιον βίκτιμ, ακόμα και στην πολιτική... 

Είναι οι χάνοι που τσιμπάνε στα γοερά μηνύματα των πονηρών πολιτευτάκηδων, χωρίς να τηρούν κάποια στοιχειώδη κριτήρια. Χωρίς να έχουν στήσει ένα ελάχιστο αξιακό σύστημα, που να ταιριάζει με τα πραγματικά τους θέλω. Που τους φτάνει να διαλέξουν κάποιον σπουδαίο για να τους εκπροσωπεί, χωρίς να τσεκάρουν έκτοτε τι αυτός λέει, φτάνει να είναι οι σμπίροι αυτού του σπουδαίου, να ανήκουν στο μπουλούκι του. Σαν τους ιθαγενείς που μαγνητίζονται και υποδουλώνονται με ψευτομπιχλιμπίδια και με καθρεφτάκια, όλα αυτά τα βλαχαδερά κοιτάνε πάντα το περιτύλιγμα και ποτέ το περιεχόμενο. 

Σε τέτοιο περιβάλλον, ας μην ξενίζει που όταν ο κ. Τσίπρας εγκάλεσε τους μαύρους (που χτυπούν αδύναμους) για ανανδρία, ο κ. Κασιδιάρης αντί να απαντήσει επί της ουσίας πέταξε ένα εντυπωσιακό περί ‘σκισμένων καλσόν’. Στόχος του ήταν να σβηστεί η σοβαρή κατηγορία, πίσω από την αβάντα μιας φτηνιάρας φιγουρατζήδικης λαϊφστάιλ εικόνας, που δεν εφαπτόταν λογικά με την εις βάρος του κατηγορία. Και τα κατάφερε: πολλοί χάνοι εντυπωσιάστηκαν: «τι ωραία που τα λέει ο μπαγάσας!»... Αυτό είναι βλαχιά, λοιπόν. Όταν ο πολιτευτάκιας κατηγορείται και -αντί να απαντήσει- πετάει τη μπάλα στην εξέδρα με μια ‘προχώ’ ραβέρσα, εσένα πάλι σου τρέχουνε τα σάλιατα. Και λες ‘μπράβο, ρε μεγάλε μπαλαδόρε!’…

Πέραν αυτών, όμως, βλάχοι είναι και όλοι εκείνοι που κουβαλούν στην κεφαλή τους παραθρησκευτικές δοξασίες παλαιοημερολογητικού τύπου, κάποτε αριστερές, αλλά τώρα ‘αριστερές. Που κάποτε είχαν μια αξία, αλλά η ζωή αποκάλυψε τη γύμνια τους και τώρα επιτάσσει την επανεκτίμησή τους. Και ας νομίζουν κάποιοι βλάχοι ότι αν κάποτε ήταν κάτι αριστερό, πάντα θα είναι αριστερό. Έτσι, μηνύματα που βγαίνουν από ληγμένα ευαγγέλια, όταν λατρεύονται με πάθος, αν και φαίνεται πόσο έχουν εξοκείλει και έχουν χάσει την επαφή τους με τη ζωή, πάλι κι αυτά μυρίζουν βλαχαδερίλα. Κι ας είναι καθολικά αποδεκτά, από την ακροδεξιά ως την ‘αριστερά’, γιατί του (τσιφτετ)Έλληνος ο τράχηλος πολύ το πάει το αγωνιστιλίκι. 

Έτσι ας μην μας ξενίζει, που οι ιθαγενείς εντυπωσιάζονται με τη σώου μπήζνες του κ. Φωτόπουλου. Αυτού του γνωστού αγωνιστή Τζανγκουέρο, που αποκρύπτει ότι το χαράτσι το πληρώνουν οι φτωχοί Έλληνες, έτσι ώστε να βρεθούν ακριβώς οι φουσκωμένοι ετήσιοι πόροι του ευρωβόρου ασφαλιστικού ταμείου της ΓΕΝΟΠ ΔΕΗ. Και που για να γίνει πειστικός, παριστάνει την ασώματο κεφαλή υπερασπίστρια του μεροκαματιάρη, περάστε κόσμε, ενώ οι ιθαγενείς εκστασιάζονται και τον επευφημούν, επειδή της ευτυχίας του ζητά την επιπλοποιία.

Αυτό το περιβάλλον πολιτικής βλαχιάς είναι πλέον ο πυρήνας της σκοταδιστικής καθ’ ημάς Δημοκρατίας. Και το τραγούδι «Σου ‘χει λάχει, σου ‘χει λάχει, να σε κυνηγούν οι βλάχοι» έχει αποκτήσει άλλη νοηματοδότηση και δυναμική. Φυλαχτείτε, ακόμα κι αν είναι ήδη αργά.

Δεν υπάρχουν σχόλια: