"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


Οι Ορνιθες και οι κότες...

Της ΛΙΑΝΑΣ ΚΑΝΕΛΛΗ
(Από το "ΠΑΤΡΙΔΟΓΝΩΜΟΝΙΟ" του "ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ")

Ο λαός που δουλεύει και μοχθεί, που θρέφει τη φαμίλια του θεωρώντας την κότα, τον κόκορα και το κοτέτσι, τ΄ αυγά και το κρέας των πουλερικών δυναμωτική τροφή μεγάλης αξίας,

Ο λαός που μπορεί να μην ξέρει τον Αριστοφάνη αλλά τον έχει μέσα του στα δύσκολα και τον ξεθάβει από τα θέατρα με το πανάκριβο εισιτήριο, σε δυσβάσταχτη για την τσέπη του απόσταση,

Ο λαός που αντιστέκεται και ματώνει στα μπλόκα της Κοκκινιάς, στις Καισαριανές και τα Δίστομα, στην Κρήτη και στο Χαϊδάρι και στη Μέρλιν -μέρες που είναι-

Ο λαός μούσα των Ελύτηδων και των Ρίτσων του,

Δε βρίζει «κότα» το δειλό, το φοβισμένο, τον έστω άθλιο διπλανό στην πόρτα του. Καμιά φορά, με πολιτισμική φυσική κατάρτιση, αυτή που δίνει ο μόχθος κι η δόξα του, άντε να πει και κουτορνίθι. Ετσι που να μην προσβάλλει βαριά κι ανεπανόρθωτα, μήτε τον άνθρωπο μήτε τ' ορνίθι.
Κείνος όμως που επικαλείται το λαό όποτε θέλει να του παίξει το κοκόρι. Που στο κοτέτσι βλέπει το χαρέμι που δεν έχει. Κείνος που λαλεί, όχι γιατί ξημερώνει κι η αυγή σιμώνει, αλλά για να σκεπάσει τον άλλο βραχνοκόκορα στο διπλανό κοτέτσι, κι όπου λαλούν πολλοί κοκόροι αργεί να ξημερώσει, θα βρίζει «κότες» όσους δε τις σφάζουν για λογαριασμό του.  
Είναι κείνος ο ταξικά μετέωρος ανθρωπάκος που τη μάνα του τη λεν Κατίνα και με περισσή ευκολία, απότοκο μιας ταξικής παιδείας κι ενός πολιτισμού - προϊόντος κερδοφορίας για την αστική τάξη των αφεντικών, θα βρίσει τη διπλανή του «άντε μωρή κατίνα». 
Σ΄ αυτόν απευθύνεται η κουλτούρα της παραμύθας κι αυγατίζει τα κέρδη της και τον στέλνει να παίζει στον ιππόδρομο, αλογομούρης στοιχηματίας, πείθοντάς τον ότι για λίγο κάνει ό,τι κι η βασίλισσα της Αγγλίας όταν επιδεικνύει τα καπέλα της στο Ασκοτ...
Στην εποχή του ζόφου, τα τάγματα εφόδου των «λουμπενοκαθαρών» ξεχωρίζουν τις γριούλες που υπερασπίζονται τάχαμου δήθεν, μπας και τα φτύσουν απ΄ την τριτοκοσμική σύνταξη σε ευρώ πριν τους δώσουν την ευλογημένη ψήφο τους, απ΄ τους «εσχατόγερους» αντιπάλους τους. Κι ανοίγουν ένα αβυσσαλέο χάσμα πολιτισμού ανάμεσα στους Ορνιθες και τις «κότες», ελπίζοντας πως το τηλεοπτικό κοινό θα μεταφράσει αυτόματα την «καθαρεύουσα» σε δήθεν λαϊκή γλώσσα, δήθεν δημοτική και θ' ακούσει «σκατόγεροι». 

Το πρώτο θύμα των ενδοκαπιταλιστικών διαγκωνισμών και των συμμαχιών με χρήσιμους ηλίθιους της εκάστοτε σκοπιμότητας, είναι πάντα η νοημοσύνη των μαζών.  
Κοντολογίς, ο πολιτισμός αυτός καθαυτός. Ρίχνεις σάπια. Πουλάς γκλαμουράτα. Το παιχνίδι στη συσκευασία παίζεται ως ύπουλη προπαγάνδα. Αριστοφάνης. Ονομα κύριο. Αριστοκράτης, κοινό ουσιαστικό. Μήτε αιματολογικού μήτε φυσικού μεγαλείου προσδιοριστικόν. Αλήθεια, τι ήθη εξημέρωσε η μουσική που έπαιζαν οι Εβραίοι κρατούμενοι στα κρεματόρια; Των ναζί ή των να μη ζει;

Δεν υπάρχουν σχόλια: