Η προετοιμασία: η ανάδειξη του Κατάρ σε υπολογίσιμο διεθνή παράγοντα
Η στρατηγική του εμίρη του Κατάρ Hamad bin Khalifa al-Thani, από τη στιγμή που ανέλαβε την εξουσία με ένα αναίμακτο πραξικόπημα κατά του πατέρα του το 1995, ήταν να βασιστεί σε μια εξαιρετικά εξωστρεφή πολιτική στο διεθνές πεδίο που θα αξιοποιούσε τη γεωπολιτική θέση και την οικονομική δύναμη του Κατάρ, προκειμένου να του διασφαλίσει τη διεθνή επιρροή και τις συμμαχίες που θα διασφάλιζαν την επιβίωσή του.
Τέσσερις ήταν οι άξονες στους οποίους βασίστηκε η προσπάθεια για τη μετατροπή του Κατάρ σε σημαντικό «παίκτη» στο αραβικό και διεθνές σκηνικό:
• Η διατήρηση καλών σχέσεων με όλα τα κράτη από τα οποία κρίνεται η επιβίωση της χώρας (ΗΠΑ, Σαουδική Αραβία, Ιράν), ισορροπώντας ανάμεσα στη δημιουργία στο Κατάρ της μεγαλύτερης αμερικανικής στρατιωτικής βάσης στον κόσμο και στη διαφύλαξη καλών σχέσεων γειτονίας με το Ιράν.
• Η ανάληψη διεθνών πρωτοβουλιών και η παρουσίαση του Κατάρ ως ενός αποτελεσματικού διαμεσολαβητή σε δισεπίλυτες συγκρούσεις που μαστίζουν τον αραβικό και ισλαμικό κόσμο (Σουδάν, Λίβανος, Υεμένη, Παλαιστίνη).
• Η δημιουργία και τεράστια απήχηση του δικτύου ειδήσεων Al Jazeera, που έδωσε άμεση και σημαντική δυνατότητα επιρροής στο καθεστώς του Κατάρ στις εξελίξεις στον αραβικό κόσμο.
• Η πραγματοποίηση σημαντικών επενδύσεων ανά τον κόσμο (από την Ευρώπη και τον αραβικό κόσμο ως τη βιομηχανική μηχανή της Κίνας), που από τη μια του δίνουν υπολογίσιμη δυνατότητα επιρροής και από την άλλη δημιουργούν ένα προφίλ σημαντικού και πανταχού παρόντος διεθνούς οικονομικού «παίκτη» (από τη συμμετοχή στην Barcelona και την απόκτηση της Paris Saint-Germain ως την αγορά των Harrods και την απόκτηση του μεγαλύτερου μεριδίου μετοχών στην τράπεζα Barclays).
Το επόμενο βήμα: επανασχεδιάζοντας με ισλαμικούς όρους τον χάρτη στον αραβικό κόσμο
Ήδη από τη δεκαετία του '90 το Κατάρ έδωσε σε διωκόμενους ισλαμιστές ακτιβιστές και διανοούμενους από όλον τον κόσμο όχι μόνο καταφύγιο, αλλά φωνή και διεθνή επιρροή μέσω του τηλεοπτικού δικτύου Al Jazeera σφυρηλατώντας τους δεσμούς του με το διεθνές σουνιτικό ισλαμιστικό κίνημα και ενισχύοντας την επιρροή του στην αραβική κοινή γνώμη. Ταυτόχρονα με επενδύσεις και παροχή σημαντικής οικονομικής βοήθειας στήριξε κινήματα, παρατάξεις και κυβερνήσεις αρεστές στο ίδιο σε όλη την περιοχή της Βόρειας Αφρικής και της Μέσης Ανατολής.
Την ίδια στιγμή στην πρωτεύουσα του κρατιδίου υπήρξε όλη την τελευταία εικοσαετία μια συνεχής «ζύμωση» ανάμεσα σε ισλαμικούς και δυτικούς παράγοντες και οργανισμούς, από τους Ταλιμπάν και τη Χαμάς, που διατηρούν γραφεία στην Ντόχα, ως το διάσημο αμερικανικό πανεπιστήμιο Georgetown και το Βρετανικό Βασιλικό Ινστιτούτο έρευνας θεμάτων Άμυνας και Ασφάλειας.
Καθώς από την αρχή της δεκαετίας του 2000 και μετά γινόταν ολοένα και περισσότερο φανερό ότι τα απολυταρχικά κοσμικά καθεστώτα που επικρατούσαν στον αραβικό κόσμο δεν θα άντεχαν για πολύ την πίεση του ισλαμικού φονταμενταλισμού, η Δύση, και ιδιαίτερα οι ΗΠΑ, άρχισαν να ψάχνουν για έναν σημαντικό παίκτη και συνομιλητή στον χώρο του διεθνούς ισλαμιστικού κινήματος που θα μπορούσε να τους εγγυηθεί ότι η διαφαινόμενη κατάρρευση των κοσμικών καθεστώτων της περιοχής θα μπορούσε με κάποιον τρόπο να «ελεγχθεί» και να προκύψει μια νέα κατάσταση που θα συνεχίσει να διασφαλίζει τα στρατηγικά τους συμφέροντα στην περιοχή.
Ως λύση παρουσιάστηκε το «μετριοπαθές» σουνιτικό πολιτικό Ισλάμ (AKP στην Τουρκία, Μουσουλμανική Αδελφότητα και τα παρακλάδια της στον αραβικό κόσμο), σε αντίθεση με τους ιρανούς σιίτες, που εκτιμήθηκε ότι μπορεί να συμφιλιώσει την ισλαμιστική θρησκεία και ιδεολογία με τη δυτικού τύπου κοινοβουλευτική δημοκρατία, την κοινωνία των πολιτών, την τεχνολογία και την επιχειρηματικότητα και να λειτουργήσει ως φράγμα ανάσχεσης άλλων περισσότερο ριζοσπαστικών και επικίνδυνων για τη Δύση ισλαμιστικών κινημάτων και τάσεων. Επιτυχημένο μοντέλο μιας τέτοιας μετάβασης θεωρήθηκε η Τουρκία και η άνοδος στην εξουσία του Ερντογάν.
Ως κύριος μοχλός της στρατηγικής αυτής, το Κατάρ, στο πλαίσιο της «Αραβικής Άνοιξης», σε άλλες περιπτώσεις υπήρξε καταλύτης για την ανατροπή κοσμικών καθεστώτων (Λιβύη) και σε άλλες υποβοήθησε μετά το ξέσπασμα ταραχών την επικράτηση κομμάτων που πρόσκεινται στη σουνιτική Μουσουλμανική Αδελφότητα (Τυνησία, Αίγυπτος).
Μ' άλλα λόγια, εγκατέλειψε τον ρόλο ενός «δίκαιου διαμεσολαβητή», που κράτησε σε όλη την προηγούμενη περίοδο, που προσπαθούσε να κατοχυρώσει έναν ρόλο στη διεθνή σκηνή, και ανέλαβε ενεργό ρόλο στο πεδίο των συγκρούσεων. Δεν αρκέστηκε μόνο στην «πολιτική» υποστήριξη των αντιφρονούντων σε διεθνείς οργανισμούς και μέσω του δικτύου Al Jazeera και στην παροχή οικονομικής βοήθειας και εξοπλισμού, αλλά ενεπλάκη πλέον και στρατιωτικά, τόσο επίσημα (συμμετείχε στη δυτική στρατιωτική επιχείρηση στη Λιβύη) όσο και στέλνοντας «ειδικές δυνάμεις» αποτελούμενες από ισλαμιστές μαχητές.
Η επίσκεψη στη Γάζα, το Παλαιστινιακό και ο εμφύλιος στη Συρία
Ο al-Thani μετέβη στη Γάζα μεταφέροντας 90 τόνους ανθρωπιστικής βοήθειας, εγκαινιάζοντας ένα πρόγραμμα επενδύσεων ύψους 400 εκατομμυρίων δολαρίων, που θα επανορθώσει την καταστροφή όλων των κρίσιμων υποδομών μετά τους ισραηλινούς βομβαρδισμούς του 2008 (περιλαμβάνει την κατασκευή δρόμων, νοσοκομείων και ένα οικιστικό πρόγραμμα για όσους έχασαν τα σπίτια τους), δίνοντας ανάσα ζωής στην οικονομία και αλλάζοντας δραματικά την ισορροπία ανάμεσα στην Παλαιστινιακή Αρχή του προέδρου Αμπάς (την οποία η Δύση και το Ισραήλ επίσημα αναγνωρίζουν ως εκπρόσωπο των Παλαιστινίων) και στη Χαμάς (που μέχρι σήμερα θεωρείται από τους Δυτικούς τρομοκρατική οργάνωση). Είχε προηγηθεί το προηγούμενο διάστημα η αποσκίρτηση της Χαμάς από το συροϊρανικό «στρατόπεδο» (ο Άσαντ και το καθεστώς της Τεχεράνης ήταν οι μόνοι που την υποστήριζαν και της επέτρεψαν να επιβιώσει ως σήμερα).
Την ίδια στιγμή το Κατάρ εμπλέκεται ενεργά σε συνεργασία με την Τουρκία και τη Σαουδική Αραβία στον εμφύλιο της Συρίας, παρέχοντας οικονομική βοήθεια και όπλα, ενισχύοντας στην πλευρά των αντικαθεστωτικών τις ομάδες εκείνες που έχουν σχέση με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα και με στόχο την πτώση του καθεστώτος Άσαντ και την άνοδο στην εξουσία μιας σουνιτικής ισλαμικής πολιτικής δύναμης.
Κατάρ και Τουρκία, σύμμαχοι και ανταγωνιστές
Ταυτόχρονα το Κατάρ, σε συνεργασία τις περισσότερες φορές με τους Τούρκους, προχωράει σε επενδύσεις στα Βαλκάνια (ιδιαίτερα στη Βουλγαρία) και το 2011 ίδρυσε το Al Jazeera Balkans με έδρα το Σαράγεβο της Βοσνίας.
Τέλος, όπως έχει ήδη αναφερθεί, στη Συρία στηρίζει με κάθε μέσο μαζί με την Τουρκία την ανατροπή του Άσαντ και την επικράτηση των σουνιτών ισλαμιστών.
Απώτερος στόχος και όραμα και των δύο είναι η δημιουργία ενός σουνιτικού ισλαμικού πολιτικού τόξου, που θα ξεκινάει από την Ανατολική Θράκη και θα φτάνει ως τα παράλια του Ατλαντικού στο Μαρόκο, με σαφή δυνατότητα επιρροής και στα ευρωπαϊκά πράγματα, αξιοποιώντας τις κατά τόπους μειονότητες και μουσουλμανικούς πληθυσμούς (γηγενείς και μετανάστες) με μια ήπια στρατηγική οικονομικών επενδύσεων και πολιτιστικού και εκπαιδευτικού χαρακτήρα παρεμβάσεων. Τα πράγματα όμως δυσκολεύουν όταν φτάνουμε στον συγκεκριμένο ρόλο που διεκδικεί να παίξει το κάθε κράτος ξεχωριστά, με τις νεοοθωμανικές φιλοδοξίες της Τουρκίας να συγκρούονται με τον επεκτατισμό που διακρίνει πλέον την εξωτερική πολιτική του Κατάρ.
Να σημειωθεί εδώ ότι όσο το σουνιτικό πολιτικό Ισλάμ επεκτείνει την επιρροή του στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και έρχονται στην εξουσία πολιτικά κινήματα φίλα προσκείμενα στον Ερντογάν και το AKP, τόσο θα απειλούνται τα συμφέροντα και οι επιδιώξεις της Ελλάδας στην Ανατολική Μεσόγειο. Σ' αυτό το πλαίσιο, μια πιθανή επικράτηση σουνιτών ισλαμιστών στη Συρία (και η δεδομένη επέκτασή τους στη συνέχεια στον Λίβανο), με δεδομένη την άνοδο της Μουσουλμανικής Αδελφότητας στην Αίγυπτο, αλλάζει, για παράδειγμα, άρδην τα δεδομένα που θα καθορίσουν τις διαπραγματεύσεις για τις ζώνες ΑΟΖ στην Ανατολική Μεσόγειο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου