Ενα «διάλειμμα» στο (κοντινό) παρελθόν
Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΓΚΙΩΝΗ
Η λιτότητα ξαναγύρισε τους χαμηλών αποδοχών καπνιστές στα τσιγάρα χύμα της δεκαετίας του '50 και του '60, διάβασα (και το 'κανε θέμα η τηλεόραση - ως συφοριασμένο πιασάρικο).
Δεν ξέρω αν και σε ποιο βαθμό συμβαίνει. Γεγονός είναι ότι όντως τις προαναφερόμενες δεκαετίες υπήρχαν καπνιστές που αγόραζαν τσιγάρα χύμα από κούτες των 88 τσιγάρων (κανονικά έπρεπε να περιέχουν 100 - τα 12 που έλειπαν ήταν, λέει, για τους στρατευμένους, ως απαραίτητο διατροφικό συμπλήρωμα, καθώς ακόμα δεν είχε ενοχοποιηθεί το κάπνισμα).
Ετσι κι αλλιώς τα χρόνια εκείνα ήταν εύκολο να καταλάβεις από την εμφάνιση και τις αγορές που έκανε κάποιος σε ποια κοινωνική (και πολιτική) τάξη ανήκε: από την περιοχή όπου έμενε, τα ρούχα (επί παραγγελία) που φορούσε, τα κέντρα που διασκέδαζε και τα ποτά που έπινε, τα τσιγάρα που κάπνιζε, την εφημερίδα που διάβαζε. Με το πάχος, στοιχείο ευμάρειας και αρχοντιάς.
Ηταν οι δεκαετίες που το πιο εύρωστο κομμάτι του τόπου έπαιρνε των ομματιών του για Γερμανία, Βέλγιο, Καναδά, Αυστραλία (απ' όπου και τα εμβάσματα), ενώ για τους εναπομείναντες δεν υπήρχε ντροπή για «παρακατιανές» δουλειές (αυτές που κάνουν τώρα οι λεγόμενοι οικονομικοί μετανάστες - και στις οποίες, όπως πάει το πράγμα, θα επιστρέψουμε...).
Ηταν η Ελλάδα της αντιπαροχής (που πήρε σβάρνα τα καλύτερα νεοκλασικά) και των αυθαίρετων (που νομιμοποιούνταν για λόγους ψηφοθηρικούς), των απαγορεύσεων, των πιστοποιητικών κοινωνικών φρονημάτων (με απαγορευμένο Κ.Κ. και διωγμό όχι μόνο οπαδών αλλά και συνοδοιπόρων), εγκλημάτων για «λόγους τιμής», ομαδικών «οίκων ανοχής», βερεσέδων (που είναι μια πρώτη εξάσκηση στα -συχνά αγύριστα- χρέη), της εισβολής του αμερικανικού τρόπου ζωής (μπλου τζιν, καουμπόικες και αστυνομικές ταινίες, ροκ, ξενόγλωσσες επιγραφές).
Ηταν η Ελλάδα των «μέσων», των μεσαζόντων, των καταφερτζήδων, των βολεψιών, των παρακρατικών και των χαμένων ευκαιριών - να πάρει κομμάτι ο τόπος απάνω του.
Υπήρχαν όμως και οι εικόνες μιας ανέμελης ζωής: Μπορούσες να κοιμηθείς στην ταράτσα ή στη βεράντα του σπιτιού σου, σπάνιες οι κλοπές και άγνωστες οι ληστείες. Ακόμα, καθώς δεν υπήρχε τηλεόραση, σπιτική ψυχαγωγία το ραδιόφωνο - για όσους είχαν τη δυνατότητα, ενίοτε με δόσεις ή και μεταχειρισμένο. Το σινεμά («έναρξις από 10ης πρωινής»), με ουρές τις Κυριακές για ελληνικές κυρίως ταινίες (με ανώδυνα θέματα που δεν έθιγαν τους κρατούντες: κωμωδίες, ερωτικά δράματα, που όλα ωστόσο τελείωναν με γάμο). Το σουλάτσο σε πάρκα και πλατείες. Τα αναψυκτήρια και τα βαριετέ με τις «φίρμες» και τα τραγούδια της εποχής - με ένα ποτό στο τραπέζι ή απλός θεατής απ' έξω, στα όρθια. Τα πάρτι -συχνά ρεφενέ- με βερμούτ, πίπερμαν και ξηρούς καρπούς, με τους «αγκαλιαστούς» χορούς (που ευνοούσαν και το «ψηστήρι») αλλά και τους άλλους της μόδας. Και το καλοκαίρι ουρές στα λεωφορεία για μπάνιο στη θάλασσα - για Φάληρα, Γλυφάδα κ.λπ. στην πλατεία Συντάγματος, για Σκαραμαγκά - Ασπρόπυργο (πριν γίνει η καταστροφική βιομηχανική ζώνη και αφανιστεί η διαδρομή των Ελευσινίων) στην πλατεία Κουμουνδούρου.
Ακόμη, για τους φιλάθλους, οι ποδοσφαιρικοί αγώνες - ερασιτεχνικές οι ομάδες, οι ποδοσφαιριστές με ελληνικά ονόματα, μόνιμοι στις ομάδες τους, και η αμοιβή μια θέση σε κάποια δημόσια υπηρεσία. Κι από φασαρίες φανατικών, ψιλοπράματα. Από κοντά οι αγώνες πυγμαχίας (με αιώνιους αντιπάλους για χρόνια Λαμπίδη - Παπαδόπουλο) και κατς (με κυρίαρχους Λαμπράκη - Καρπόζηλο και ως τρίτο «ουδέτερο» τον Καμπαφλή).
Για τους ανήσυχους και προβληματισμένους: τα απαγορευμένα και «επιλήψιμα» βιβλία και οι ταινίες, τα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη, οι διαδηλώσεις (για Κυπριακό, «προίκα» στην Παιδεία, σεβασμό των συνταγματικών ελευθεριών και προστασία του ακρογωνιαίου άρθρου 114), το όραμα για ένα καλύτερο αύριο.
Ωσπου το 1973 προέκυψε η κρίση του πετρελαίου κι εκεί που τα καθημερινά «αγαθά» είχαν για χρόνια τις ίδιες τιμές, άρχισαν να παίρνουν τον ανήφορο. Συνακόλουθα και οι αποδοχές των εργαζομένων (μόνο που δεν γινόταν αντιληπτό ότι περνούσαμε σε μια πλαστή ευημερία, τις συνέπειες της οποίας βιώνουμε ήδη). Και το 1974, έπειτα από αιώνες με ξένους κατακτητές, ντόπιες δικτατορίες και λογής καταπιεστικές εξουσίες, μια δημοκρατία που, απ' ό,τι καταφάνηκε, κυβερνώντες και κυβερνώμενοι δεν καλομεταχειριστήκαμε.
Για τον πρόσθετο λόγο ότι τίποτα σ' αυτόν τον τόπο δεν έφτασε με κάποια ομαλή εξελικτική πορεία (από το χωριό στο διαμέρισμα της πολυκατοικίας, από το γαϊδούρι στο Ι.Χ., από τη φλογέρα στο ξενυχτάδικο, από τις παρθενίες στην ερωτική ευφορία, από τις απαγορεύσεις στην πλήρη ελευθερία) και -το χειρότερο- με την ψευδαίσθηση πως ό,τι μας έχουν «φορέσει» (από τα ξεσκισμένα τζιν ώς τα χρέη) είναι ελεύθερη δική μας επιλογή.
Ετικέτες
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ,
ΓΚΙΩΝΗΣ,
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ,
ΕΛΛΑΔΑ,
ΚΟΙΝΩΝΙΑ,
ΜΝΗΜΕΣ ΠΟΥ ΣΒΗΝΟΥΝ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου