Λέγεται ότι το όραμα μιας ενωμένης Ευρώπης γεννήθηκε μέσα από την εμπειρία της φρίκης των δύο ενδοευρωπαϊκών, που εξελίχθηκαν σε παγκόσμιους, πολέμων, στον 20ό αιώνα. Και εκπροσωπήθηκε το όραμα από αναστήματα πολιτικών ανδρών διακεκριμένα. Τα κριτήρια – κίνητρα που πρυτάνευσαν είχαν οπωσδήποτε τον ρομαντισμό της ειρηνικής συνύπαρξης, αλλά ήσαν κυρίως χρησιμοθηρικά: Να επιβιώσει η Ευρώπη, όχι για να διασώσει τη γονιμότητα της πολιτισμικής ιδιομορφίας καθενός από τους λαούς της, αλλά πρωτίστως για να διασώσει την ισχύ της στη διεθνή οργάνωση της παραγωγής και στη λειτουργία της οικονομίας. Μόνο με την οικονομική και παραγωγική της δυναμική θα μπορούσε η Ευρώπη να ανταγωνιστεί τις οικονομίες που αναδύονταν στην Απω Ανατολή και την κυριαρχία των ΗΠΑ στη διεθνή αγορά.
Σχεδόν αυτονόητα το όραμα της ευρωπαϊκής ενοποίησης υποτάχθηκε στις απαιτήσεις και στη λογική των οικονομολόγων. Μοιάζει να μην υπήρξε υποψία ότι παρακάμπτοντας την ιστορική δυναμική και γονιμότητα της ξεχωριστής κουλτούρας (καλλιέργειας - παράδοσης) κάθε έθνους - κράτους της Ευρώπης, κρατούσαν εγκλωβισμένη την ήπειρο στους ίδιους ανταγωνισμούς και στις αντιπαλότητες που γέννησαν τους εφιάλτες του παρελθόντος. Αγγλοσάξωνες και Γερμανοί, λατινόφωνος νότος και σκανδιναβικός προτεσταντικός ορθολογισμός, αν πρέπει να συντονιστούν πρωτίστως στον οικονομικό στίβο, θα μεταβάλουν νομοτελειακά τον «συντονισμό» σε πεδίο ανταγωνισμού ισχύος.
Ταυτόχρονα, ο περιορισμός της ευρωπαϊκής ενοποίησης στο οικονομικό (πρωταρχικά και σχεδόν αποκλειστικά) πεδίο, ευνοεί μιαν επιπόλαιη τάση που θέλει την Ευρώπη ένα περίπου αντίγραφο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Επιπόλαιη μια τέτοια στόχευση, γιατί παραθεωρεί την ειδοποιό διαφορά της κοινωνίας των ΗΠΑ, διαφορά καταγωγικής συγκρότησης: Η αμερικανική είναι μια κοινωνία μεταναστών, συγκροτήθηκε και οργανώθηκε με τη λογική των αναγκών του μετανάστη, κοινή βάση συνεννόησης και κοινός στόχος για τη συνύπαρξη είναι η αναζήτηση οικονομικής επιτυχίας.
Η αμερικανική είναι καταγωγικά κοινωνία της «ευκαιρίας»: άξονας συνοχής ούτε η προέλευση ούτε οι ιστορικοί εθισμοί ούτε η διακριτή «καλλιέργεια», αλλά μόνο η κοινή για όλους «ευκαιρία» να πλουτίσουν, αν εργαστούν σκληρά – να δοκιμάσουν την τόλμη τους, να αξιοποιήσουν συγκυρίες, να διακριθούν στον ανταγωνισμό.
Κυρίαρχος σε τέτοιες συνθήκες είναι ο νόμος της ζούγκλας: ο δυνατός επιβιώνει και πλουτίζει, ο αδύναμος συντρίβεται. Μετριάζεται ίσως στις ΗΠΑ από μιαν αυτονόητη για όλους πειθάρχηση στις αρχές του αγγλοσαξωνικού ηθικισμού - πουριτανισμού. Το λεγόμενο «κοινωνικό κράτος», κράτος πρόνοιας, (τεράστια κατάκτηση της μετα-μεσαιωνικής Ευρώπης, το σημαντικότερο βήμα της εξόδου από την καταγωγική βαρβαρότητα και τον πρωτογονισμό) αναπληρώνεται στην αμερικανική κοινωνία, σε κάποιο ποσοστό, από την ταύτιση του «χριστιανισμού» με την ιδιωτική αγαθοεργό δραστηριότητα. Απλοϊκή η ταύτιση, παιδαριώδης, αλλά ίσως ανακουφίζει την απανθρωπία της άρνησης για προνοιακή κρατική πολιτική.
Η λογική της λατρείας του χρήματος, ορατή σε κάθε παραμικρή πτυχή οργάνωσης του βίου στις ΗΠΑ, δεν εμπόδισε να παραχθούν και εκεί θαυμαστά πανεπιστήμια, εκπληκτικά ερευνητικά κέντρα, να καυχάται αυτή η κοινωνία για τον αριθμό των Διεθνών Διακρίσεων που κερδίζει κάθε χρόνο. Η έρευνα που συντελείται και η καινούργια γνώση που σωρεύεται και οι τεχνολογικές εφαρμογές που ακολουθούν είναι ποσοτικά ιλιγγιώδεις. Αλλά είναι γνώση - επιστήμη - έρευνα σαφώς και απεριφράστως χρηστική, χρησιμοθηρική, αποβλέπει κυρίως στην εμπορεύσιμη «παραγωγή», χρηματοδοτείται από τους κατόχους των μέσων παραγωγής.
Αυτή είναι η καισαρική διαφορά της αμερικανικής από τις ευρωπαϊκές κοινωνίες:
Δεν καταλαβαίνουν ότι είναι άλλος στόχος μια ενωμένη Ευρώπη και άλλος η ευρωμαρμελάδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου