Η πλήρης αποτυχία του λαού
Του Νάσου Βαγενά
Καθηγητή της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Η άποψη ότι οι µεγάλες κρίσεις εγκυµονούν συσπειρώσεις και κινητοποιήσεις που µπορούν να οδηγήσουν σε µιαν αναγέννηση είναι απλώς µια άποψη· όπως άποψη είναι και ότι µπορούν να οδηγήσουν σε µια καταστροφή. Εξαρτάται, βέβαια, από την έννοια που δίνουµε στις λέξεις αναγέννηση και καταστροφή· όπως και από την έννοια που δίνουµε στη λέξη κρίση.
Η δική µου άποψη για την έννοια της λέξης κρίση συνοψίζεται στη σκέψη ότι αυτό που ζούµε σήµερα δεν είναι κρίση αλλά οι συνέπειες µιας κρίσης· ότι κρίση είναι η κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος ή κάτι, η οποία οδηγεί σε αποτελέσµατα όπως αυτά που βιώνουµε σήµερα· µια κατάσταση που δεν τη βλέπουν οι άνθρωποι, γιατί φορείς της είναι οι ίδιοι (είναι δύσκολο να δει κάποιος κάτι που δεν βρίσκεται σε κάποια απόσταση από τον εαυτό του), ή που, όταν τη βλέπουν, δεν κάνουν ή δεν µπορούν να κάνουν τίποτε για να την αποτρέψουν.
Το γεγονός ότι ήταν λίγοι εκείνοι που έβλεπαν την κρίση στην οποία βρισκόµασταν και που προσπάθησαν να αντιδράσουν, και ότι οι προσπάθειές τους δεν είχαν αποτέλεσµα, δείχνει το µέγεθος της κρίσης. Για την οποία υπεύθυνοι δεν είναι µόνο εκείνοι που την ανέχονταν, όταν δεν την τροφοδοτούσαν, δηλαδή οι πολιτικοί µας, αλλά και εκείνοι που κυρίως την προκάλεσαν, δηλαδή το εκλογικό κοινό· ίσως θα ήταν ακριβέστερο να λέγαµε ότι δεν είναι τόσο οι πολιτικοί µας όσο οι ψηφοφόροι τους. ∆ιότι οι κακές προθέσεις των πρώτων ως προς τα αίτια της κρίσης δεν ήταν τόσες όσες εκείνες των δεύτερων.
Τα όσα είπαµε παραπάνω θα µπορούσαν ίσως να χρησιµεύσουν ως µια εισαγωγή στην προσπάθεια να απαντήσει κάποιος στο ερώτηµα αν υπάρχει χώρος και δυνατότητα για τη δηµιουργία σήµερα ενός νέου κόµµατος που θα µπορέσει να µας οδηγήσει (ή που θα βοηθήσει να οδηγηθούµε) στην έξοδο από την κατάσταση στην οποία βρισκόµαστε· ερώτηµα που ανακύπτει και από τις πρόσφατες σφυγµοµετρήσεις που έδειξαν ότι πάνω από το 60% των ερωτηθέντων απάντησαν ότι δεν εµπιστεύονται κανένα από τα σηµερινά κόµµατα.
Βέβαια, δεν ήταν απαραίτητο το αποτέλεσµα αυτών των σφυγµοµετρήσεων για να καταδειχθεί η πλήρης αποτυχία των κοµµάτων, η οποία είναι η µία από τις δύο αιτίες που µας έφεραν στην παρούσα κατάσταση (και µόνο το γεγονός ότι χρειάστηκε να σχηµατιστεί µια κυβέρνηση µε πρωθυπουργό όχι πολιτικό το δείχνει αυτό). Εκείνο που ίσως είναι απαραίτητο, για να δούµε αν µπορούµε να αντιµετωπίσουµε επιτυχώς τις συνέπειες της κρίσης που περάσαµε (οι οποίες, ως υλικές, είναι, βέβαια, πολύ πιο οδυνηρές από την κρίση που ήταν ηθική), είναι µια αντίστροφη σφυγµοµέτρηση: να ερωτηθούν οι πολιτικοί µας κατά πόσο πιστεύουν ότι ο σηµερινός ελληνικός λαός είναι ικανός να υπερβεί την παρούσα κατάσταση· για την ακρίβεια: κατά πόσο πιστεύουν ότι µπορεί να δεχτεί και να υποστηρίξει ένα νέο κόµµα που θα φαίνεται ικανό όχι µόνο να πάρει αλλά και να υλοποιήσει µε επιτυχία όλες εκείνες τις αποφάσεις που είναι απαραίτητες για να βγούµε από τη σήραγγα. ∆ιότι η δεύτερη αιτία για την οποία βρισκόµαστε στη σηµερινή κατάσταση είναι, όπως είπαµε, η πλήρης αποτυχία του λαού. Κι αυτό επειδή για τις µεγάλες, τις καθολικές αποτυχίες που πλήττουν όχι σπάνια τις δηµοκρατικές κοινωνίες, για τις οποίες ευθύνονται και οι πολιτικοί και οι λαοί, κάποτε ευθύνονται περισσότερο οι λαοί.
Η απάντηση των πολιτικών στο παραπάνω ερώτηµα είναι κρίσιµη· πιο κρίσιµη από εκείνη του λαού (ή των αρθρογραφούντων). ∆ιότι οι πολιτικοί γνωρίζουν καλύτερα από κάθε άλλον αν ο λαός είναι διατεθειµένος να υποστηρίξει ένα τέτοιο κόµµα. Εως ότου, λοιπόν, γίνει µια τέτοια σφυγµοµέτρηση, η απάντηση στο ερώτηµα δεν µπορεί παρά να έχει διαµορφωθεί χωρίς τη γνώση των βαθύτερων δεσµών που ενώνουν τον ψηφοφόρο µε τον βουλευτή του και τον βουλευτή µε τον ψηφοφόρο του.
Η δική µου απάντηση στο ερώτηµα, η οποία έχει διαµορφωθεί κυρίως από την εµπειρία µου της ελληνικής πανεπιστηµιακής ζωής και του κατοίκου του κέντρου της Αθήνας (των Εξαρχείων), θα µπορούσε να συνοψιστεί ως εξής: Η ενοχή που προκάλεσε στον ελληνικό λαό η ανοχή του της επτάχρονης δικτατορίας θα µπορούσε να δικαιολογήσει ένα µέρος µόνο από την υπερτριαντάχρονη διάρκεια της µεταπολιτευτικής κοινωνικής ελευθεριότητας, που ήταν στην πραγµατικότητα µια περίοδος κοινωνικής κρίσης και όχι, όπως τη βιώναµε, κοινωνικής ευµάρειας. Και είναι το πλεονάζον, το µη δικαιολογήσιµο µέρος αυτής της ελευθεριότητας εκείνο που καθιστά την κρίση και το µέγεθος των επακολούθων της µιαν ιδιάζουσα περίπτωση µέσα στα συµφραζόµενα της σηµερινής ευρωπαϊκής οικονοµικής δυσπραγίας. Η ηθική διάβρωση που µας έχει προκαλέσει αυτό το πλεόνασµα είναι, πιστεύω, τέτοια, που καθιστά πολύ δύσκολη, αν όχι αδύνατη, τη δηµιουργία σήµερα ενός κόµµατος όπως αυτό που φαίνεται να επιθυµεί η πλειονότητα του ελληνικού λαού. Γι’ αυτό και τα επακόλουθα της κρίσης θα τα υφιστάµεθα επί πολύ περισσότερο απ’ ό,τι οι ευρωπαίοι συµπολίτες µας.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου