"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


Σκυλάδικα Βάρης κάποτε

Της ΡΕΑΣ ΒΙΤΑΛΗ

Στον Ανδρέα είχα μεγάλη αδυναμία. Καλόκαρδος…Αρνί! Θετικός άνθρωπος και στα πιο δύσκολα. Συγγενής μου…Αν και δε λέει κάτι αυτό. Οι συγγένειες έχουν μπέσα αν δεν πριμοδοτούνται από το κοινό αίμα. Θα ήθελα να τον γνωρίζω έτσι κι αλλιώς. 

Όταν ήμουν 14- 15 ετών μου είπε με σοβαρότητα «πρέπει να μάθεις τη ζωή» και με πήγε σε σκυλάδικο στη Βάρη. Η Βάρη του τότε δεν είχε καμία σχέση με την τεσσάρων λωρίδων λεωφόρο του σήμερα. Δυο λωρίδες, χώμα αντί πεζοδρομίων, ψησταριές και σκυλάδικα. Γαβ γαβ house. Όχι ότι δεν υπήρχαν μπουζούκια … Φαντασία, Νεράιδα για τα πρώτα ονόματα στην παραλιακή. Στη Βάρη ήταν άλλη η αισθητική και η φιλοσοφία. 

Με πήγε στο Σόμπολα με την άσπρη κάλτσα και το σατέν πουκάμισο και λάτρεψα το σκηνικό από την πρώτη στιγμή. Εξελίχθηκε στο δικό μου «Σινεμά ο παράδεισος»! Εξού και τόσκαγα –μετά την πρώτη αναγνωριστική επίσκεψη μαζί του- με ένα μηχανάκι Hondaκι που είχα και που μ΄έχανες που μ΄έβρισκες…Στα σκυλάδικα στη Βάρη! 15χρονη μόνη…Έρμη μάνα πόσα δεν ήξερες!

Λάτρευα ατμόσφαιρα. Το όνομα στην ταμπέλα «Παλατάκι». Τον πορτιέρη με καπέλο και σακάκι δέκα νούμερα μεγαλύτερο, ωσάν νάταν του πεθαμένου και φουλ στο παράσημο. Τα φώτα όταν έβγαινε φίρμα στην πίστα – Νίκος Σούρας- ονόματι. Διακόπτης τεραστίων διαστάσεων που άναβε με κυκλικές κινήσεις και βαρβάτο θορυβώδες τακ-τακ. Τις τζούφιες ξεθυμασμένες σαμπάνιες που άνοιγαν και τα κασόνια παραπέρα. Τα γύψινα πιάτα που έσπαζαν κατά δωδεκάδες. Τον άνθρωπο με τη σκούπα ενώ τα φώτα έσβηναν και ξανά μετά ο διακόπτης. Τα κορίτσια που κατέβαιναν για κονσομασιόν και ρώταγαν «τι ζώδιο είσαι» σε κύριο ντίρλα που εναγώνια έπιανε λίγο βυζί και απαντούσε «Λέων». Τις πλαστικές τουαλέτες ραμμένες στη Σούλα στο Περιστέρι. Τα χέρια κάτω από το τραπέζι. Τα ανδρικά πουκάμισα με φουσκωτά μανίκια τύπου Τομ Τζόουνς. Τις λέξεις στη διαπασών. Τις πιπιλιές στα στήθη της Κατερίνας «Μα πώς γίνεται και δεν φεύγει αυτή η πιπιλιά;», «Χα!Χα! Χα! Καλέ… Μόνη μου την κάνω. Αρρωσταίνει το ανδρικό μυαλό». Τάδε έφη Κατερίνα. Όλα ήταν ωδή στην καψούρα.

Άλλα τα τραγούδια των σκυλάδικων… Άλλοι οι στίχοι. «Ας με σχωρέσει ο Θεός πούναι μεγάλος όλα τα φταίει ο ψηλός κανένας άλλος», «Ήσουνα ξυπόλητη και μάζευες ραδίκια και τώρα που σε πήρα εγώ γυρεύεις σκουλαρίκια», «Ιστορία μου αμαρτία μου λάθος μου μεγάλο»… Και οι ζειμπεκιές… Εκείνα τα συγκλονιστικά δευτερόλεπτα από την παραγγελιά μέχρι να στηθεί κάποιος, να κοιτάξει το ταβάνι, να χαμηλώσει μέχρι πάτωμα και ν΄αρχίσει το χορό. Αυτή η βουτιά στο απόλυτο, στο μοιραίο, στη γυναίκα, στην καρδιά που έγινε κιμάς. Και όλοι ένα γύρω θαρρείς σαν χορός αρχαίας τραγωδίας κατανοούσαν και παραμέριζαν. Η στιγμή είχε την ιερότητα τάματος! Σακατιλίκι μεγάλο ο έρωτας! Να μη τα πολυλογώ….

Τα χρόνια πέρασαν. Τα σκυλάδικα έκλεισαν το ένα μετά το άλλο. Η νέα εποχή έφερε πούρα, τραγουδίστριες που φοράνε Alexander Mac Queen και περιφέρονται με τεράστιες τσάντες και γυαλιά διαστάσεων ηλιακών θερμοσυσσωρευτών. Τον Ανδρέα τον συναντούσα αραιά. Πηγαίναμε καμιά φορά στο νεκροταφείο μαζί. Ο πατέρας μου δίπλα στον πατέρα του. Συνηθισμένες κινήσεις. Το τράβηγμα του λάστιχου, λίγο Jif, σφουγγαράκι, νερό καθαρό για τα λουλούδια, καντηλάκι, λιβάνι, «Που νάναι τώρα;» ….

Έτσι και κείνη τη μέρα. Ο Ανδρέας είχε πιάσει σκιά κάτω από πεύκο και ξεφύσαγε χτυπώντας την κοιλιά του… Είχε πάρει «Παγκαλικές διαστάσεις», όλο «φούσκωμα έχω» έλεγε και σφύριζε και έναν σκοπό ενώ ψιλοκουβεντιάζαμε και θυμόμασταν τα παλιά…Ώσπου κάποια στιγμή «Δεν πας το λάστιχο στη βρύση; Άντε μάζεψέ το εσύ». Προχώρησε ξεφυσώντας με βήματα αργοκίνητου ελέφαντα ενώ το νερό έτρεχε. «Πρέπει να κάνω δίαιτα γαμώτο»…Τα γνωστά! Τράβαγε το λάστιχο… Τράβαγε.  

Ξαφνικά σταματάει μπροστά σε ένα τάφο. Στέκεται προσοχή. Το νερό να τρέχει…«Άντε βρε Αντρέα!», «Σουτ» μου έδειξε να καταλάβω. Κούνησε το κεφάλι περίλυπα…Γνωστός ο τάφος. Μεγάλου εφοπλιστή. Πάντα αστραφτερός. Με το γκαζόν σαν γήπεδο της Μάντσεστερ. Και τα λουλούδια πάντα στην εντέλεια. Σκούπισε τα μάτια του…Άλλο και τούτο, σκέφτηκα…Να τρέχει το νερό. «Άντε βρε Αντρέα!». Έκλεισε τη βρύση, έφτιαξε το λάστιχο και ήρθε. «Μα τι έκανες τόση ώρα;», «Ξέρεις ποιος είναι αυτός;», «Ένας εφοπλιστής» απάντησα αδιάφορα.  

«Άρχοντας! Μέγας γλεντζές! Κιμπάρης!», 

«Τον γνώριζες;», 

«Πάντα πλάτη με πλάτη στα μπουζούκια. Χρυσός άνθρωπος»….

Κι αν θυμήθηκα την ιστορία είναι γιατί μερικούς μήνες μετά μας άφησε χρόνους ο αγαπημένος μου Αντρίκος…Και τάφερε έτσι ο Θεός των μπουζουκιών και είναι πλάτη με πλάτη, με τον εφοπλιστή, στους τάφους.

Δεν υπάρχουν σχόλια: