Ποιος παράγει πλούτο σ’ αυτή τη χώρα;
Tων Α. Κ. Μαχια (Διευθυντή Ερευνών ΕΛΚΕΘΕ)
και Κ. Ι. Στεργίου (Καθηγητή, Τμήμα Βιολογίας ΑΠΘ)
Ολοι αναρωτιόμαστε αν αυτή η χώρα παράγει κάτι στο οποίο θα μπορούσε να στηριχτεί. Σε μια πορεία ανασυγκρότησης χρειάζεται μια νηφάλια συζήτηση που θα αναδείξει τους τομείς που μπορούν να στηρίξουν την αναδιάρθρωση της κοινωνίας και της οικονομίας μας.
Εδώ θέλουμε να αναδείξουμε μια πηγή παραγωγής πλούτου, που παραμένει απαξιωμένη μέσα στον συνήθη χλευασμό για όσα συντελούνται στην Ελλάδα: Την επιστημονική έρευνα. Μια πηγή πολύ ελκυστική για οποιονδήποτε επενδυτή ως προς το κόστος και το όφελός της. Αντιλαμβανόμαστε τα υπομειδιάματα. Ποιο είναι το όφελος και τι αξίζει σε τέτοιους καιρούς; Ερωτήματα απολύτως φυσικά που συνήθως δεν διατυπώνονται.
Για να απαντήσουμε στα παραπάνω ερωτήματα πρέπει να συμφωνήσουμε στις ιδιομορφίες της έρευνας στην Ελλάδα, που συμπυκνώνονται στην εξής μία: την υποχρηματοδότηση (ή/και) απουσία χρηματοδότησης. Είναι μάλλον ρουτίνα να εγκαλούνται όλες οι κυβερνήσεις για την απουσία επενδύσεων και χρηματοδότησης της έρευνας. Είναι επίσης ρουτίνα όλες οι κυβερνήσεις να το αρνούνται, προσπαθώντας να απαριθμήσουν όσα (δεν) έχουν κάνει στον τομέα αυτόν.
Αυτή η αξιοζήλευτη σταθερότητα της κυβερνητικής πολιτικής, σταθερότητα που δεν έτυχε ούτε η εξωτερική μας πολιτική, δεν μπορεί παρά να μας οδηγήσει στην παρακάτω κυνική διαπίστωση: Το ελληνικό κράτος συνειδητά επιλέγει να μην επενδύει και χρηματοδοτεί την έρευνα. Απλά καμία κυβέρνηση δεν αναλαμβάνει το πολιτικό κόστος να το παραδεχτεί.
Η υπόθεση εργασίας μας είναι ότι η ελληνική ερευνητική «πολιτική» παρουσιάζει αυτή την αξιοσημείωτη «σταθερότητα» (μη) χρηματοδότησης για τον απλό και κυνικό λόγο ότι η ελληνική κοινωνία, οι παραγωγικές δυνάμεις γενικότερα, δεν είχαν (και δεν έχουν) ανάγκη την παραγωγή εγχώριας νέας γνώσης (την έρευνα).
Η αντίθετη πολιτική επιλογή, δηλαδή μια πολιτική που επενδύει στην έρευνα, είναι δυνατή μόνο στο πλαίσιο ενός ευρύτερου αναπτυξιακού σχεδίου που ξεπερνά τις ελληνικές στρεβλώσεις.
Αξίζει όμως αυτή η αντιστροφή;
Η απάντησή μας είναι ναι. Σε πείσμα όλων των παραπάνω, η έρευνα στην Ελλάδα υπάρχει! Και όχι μόνο υπάρχει αλλά είναι και καλή (σύμφωνα με διεθνή πρότυπα), αφού είναι ίσως ο μόνος τομέας στην Ελλάδα που έχει επανειλημμένως αξιολογηθεί σε πολλαπλά επίπεδα. Αλλά πώς και γιατί υπάρχει;
Η απάντηση είναι μάλλον απλή. Η έρευνα στην Ελλάδα αναπτύχθηκε μετά τα τέλη της δεκαετίας του ’80 και μετά την είσοδό μας στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Το κύριο μετρήσιμο μέγεθος της επιστημονικής παραγωγής είναι οι δημοσιεύσεις σε έγκυρα διεθνή περιοδικά: οι δημοσιεύσεις αυξήθηκαν εκθετικά από περίπου 1.000 άρθρα ανά έτος την περίοδο 1980-85, σε περισσότερα από 12.000 άρθρα ανά έτος μετά το 2005 (υπερ-δωδεκαπλασιάστηκαν σε 20 χρόνια). Την ίδια ακριβώς περίοδο η παγκόσμια δημοσίευση τείνει να σταθεροποιηθεί με μικρή ανοδική τάση.
Με άλλα λόγια, η ελληνική έρευνα αναπτύχθηκε στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης από την οποία και «επανεισάγεται». Η ανάπτυξή της γίνεται σύμφωνα με τους ευρωπαϊκούς στόχους, και συμπαρασύρει υποχρεωτικά και όχι ως στρατηγική επιλογή την ελληνική χρηματοδότηση. Αρα, η έρευνα στην Ελλάδα έχει κυρίως εξαγωγικά χαρακτηριστικά. Παράγεται ως εξαγώγιμο προϊόν και (ευτυχώς) αναπτύσσεται ως τέτοιο.
Η εκθετική αυτή αύξηση υποκρύπτει μια πολλαπλάσια εισροή ευρωπαϊκών κονδυλίων στη χώρα μας μέσω των ερευνητικών προγραμμάτων, που οι Ελληνες ερευνητές, συμμετέχοντας σε ερευνητικές ομάδες, τα απέσπασαν ανταγωνιζόμενοι στην αξιοκρατική αρένα της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Αλλά όχι μόνο αυτό. Η ποσοτικοποίηση των αποτελεσμάτων της έρευνας διεθνώς μετριέται με τον αριθμό των αναφορών σε μια εργασία και κάθε αναφορά αποτιμάται από 50 ως 1.300 δολ. Μια πρόχειρη εκτίμησή μας είναι ότι το ποσό αυτό για την Ελλάδα μπορεί να ανέρχεται σε 150 εκατομμύρια δολ. τον χρόνο. Μια λεπτομερής αποτίμηση της «άγνωστης» ερευνητικής δραστηριότητας της χώρας θα έδινε μια αντικειμενικότερη εικόνα.
Πίσω από αυτή την παραγωγή νέας γνώσης και πλούτου βρίσκεται μια παραγωγική κατηγορία (ερευνητές, ΔΕΠ και φοιτητές) που μπαίνει στην αγορά εργασίας σε μεγάλη ηλικία. Ερευνητές και ΔΕΠ αμείβονται φτηνά, αξιολογούνται ατομικά το λιγότερο 4 φορές στη διάρκεια της καριέρας τους, και συλλογικά (π.χ. ως Τμήμα, Ινστιτούτο) τουλάχιστον ανά πενταετία. Η επανειλημμένη αξιολόγησή τους γίνεται με κριτήρια αυστηρά όσο πουθενά αλλού στον δημόσιο η ιδιωτικό τομέα.
Αρα, ναι, η ελληνική έρευνα υπάρχει και είναι καλή, παράγει πλούτο και αυτός ο πλούτος παράγεται φθηνά. Η Ελλάδα πρέπει να επενδύσει στην παιδεία και έρευνα. Αυτό όμως απαιτεί μια συνολικότερη αναδιάρθρωση του παραγωγικού και αναπτυξιακού ιστού της χώρας και το ξεπέρασμα των στρεβλώσεων, και της αντίληψης διανομής των πόρων σε όλους χωρίς στόχους και αξιολογήσεις.
Ετικέτες
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ,
ΕΛΛΑΔΑ,
ΕΠΙΣΤΗΜΗ,
ΕΡΕΥΝΕΣ,
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ,
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ,
ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου