"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


Η 28ηΟκτωβρίου με διαφορά 73 ετών

Δύο ματιές στην ιστορική επέτειο από τον παππού που έζησε έφηβος το 1940 και την εγγονή όπως τη βιώνει στο σήμερα

Του Δημητρη Ρηγοπουλου

Ο παππούς γεννήθηκε το 1927, στις 26 Οκτωβρίου, ανήμερα τη γιορτή του Αγίου Δημητρίου. Η εγγονή 73 χρόνια μετά, στην αυγή του νέου αιώνα: τον Νοέμβριο του 2000.

Την ημέρα που οι δυνάμεις του Μουσολίνι κήρυξαν τον πόλεμο στην Ελλάδα, ο παππούς ήταν ένα αγόρι στην αρχή της εφηβείας, τρία χρόνια μεγαλύτερο απ’ ό,τι είναι η εγγονή του σήμερα. Το τελεσίγραφο του Γκράτσι επιδόθηκε στον Μεταξά τα ξημερώματα της Δευτέρας 28 Οκτωβρίου του 1940. Το προηγούμενο Σάββατο, η μεγάλη οικογένεια του παππού είχε συγκεντρωθεί στο σπίτι της οδού Μάρκου Μπότσαρη, στις όχθες του Ιλισού, πολλά χρόνια πριν κλείσει το ποτάμι και περάσει από πάνω η σημερινή λεωφόρος Καλλιρρόης. Το νεότερο από τα πέντε παιδιά της οικογένειας είχε τα γενέθλιά του, ήταν ημέρα χαράς. Κανείς δεν υποψιαζόταν ότι μόλις δύο ημέρες αργότερα ένα πολύ διαφορετικό γεγονός θα πυροδοτούσε νέα κύματα ενθουσιασμού, που αυτή τη φορά θα έβγαιναν έξω από το ανώνυμο αθηναϊκό σπίτι του Νέου Κόσμου και θα σκέπαζαν ολόκληρη την πόλη, ολόκληρη τη χώρα.

Εβδομήντα χρόνια μετά, παππούς και εγγονή βρίσκονται μέσα από τις σελίδες της «Καθημερινής» για να μοιραστούν τη δική τους 28η Οκτωβρίου. Ο ένας την έζησε (ζωντανές αναμνήσεις αναβλύζουν μέχρι σήμερα), η άλλη τη ζει και την ξαναζεί κάθε χρόνο μέσα από τις σχολικές γιορτές και όσα της μεταφέρουν οι γονείς της. Μένει με το στόμα ανοιχτό όταν συνειδητοποιεί ότι ο ένας από τους παππούδες της όχι μόνο ζούσε εκείνη την ημέρα αλλά ήταν ένα παιδί στο γυμνάσιο, «μεγάλος» δηλαδή, στα δικά της μάτια. Το καταλαβαίνει λογικά, αλλά ακόμα της φαίνεται απίστευτο. Δεν έχει άδικο. Δυσκολεύομαι να το πιστέψω εγώ για τον πατέρα μου ότι κουβαλάει μέσα του εμπειρίες από έναν τόσο μακρινό κόσμο, πόσω μάλλον για τη 10χρονη ανιψιά μου. Με τον παππού της τη χωρίζει τόσος χρόνος όσο χώριζε αυτόν με έναν άνθρωπο του 1854. Πολύ καιρός.

Από την ημέρα της κήρυξης του πολέμου, ο παππούς δεν θυμάται το σχολείο. Ηταν η πρώτη ημέρα της εβδομάδας, αλλά καμία σχετική ανάμνηση δεν ανασύρεται σήμερα. Ο πατέρας ενός φίλου μου που μεγάλωνε στο Αγρίνιο εκείνης της εποχής θυμόταν καθαρά τη στιγμή που ο δάσκαλός τους ανακοίνωσε ότι δεν θα γινόταν μάθημα επειδή «έχουμε πόλεμο με τους Ιταλούς». Τα παιδιά πετάχτηκαν όρθια και ούρλιαζαν από χαρά. Μάλλον για τον ίδιο λόγο που εκατομμύρια παιδιά σε όλον τον κόσμο πανηγυρίζουν κάθε φορά όταν χάνεται με οποιαδήποτε αφορμή έστω και μία ώρα μαθήματος.

Αλλά καλύτερα να μη στοιχηματίσουμε. Εκείνη την ημέρα ολόκληρη η χώρα μεθούσε από χαρά. Και η Αθήνα πρώτη απ’ όλη. «Με θυμάμαι με τους φίλους μου στις αλάνες της γειτονιάς να πανηγυρίζουμε σαν τρελοί. Αλλά ήταν όλος ο κόσμος σε αυτήν την κατάσταση παροξυσμού. Θυμάμαι καθαρά τα αεροπλάνα να πετάνε πάνω από το κεφάλι μας, τα τραγούδια στο ραδιόφωνο, τη Βέμπο, τα τρένα με τους φαντάρους να ξεκινάνε για το μέτωπο».

Από τη μεγάλη οικογένεια του πατέρα μου και του παππού της Αννας δεν πήγε κανένας στην Αλβανία. Ο μόνος υποψήφιος, ο μεγάλος του αδελφός ο Περικλής, είχε υποστεί πριν από λίγα χρόνια σοβαρό τραυματισμό στο πόδι από διερχόμενο τραμ και δεν μπορούσε να ακολουθήσει τους συνομηλίκους του στα βουνά της Πίνδου. Επίκεντρο του σπιτιού ήταν το ραδιόφωνο με όλα τα νέα και τις θριαμβευτικές ειδήσεις από το μέτωπο. Νίκες, νίκες, νίκες. Μέχρι τον Απρίλιο του 1941 και την εισβολή των ναζί. Στις 27 Απριλίου τα γερμανικά στρατεύματα παρελαύνουν στους δρόμους της Αθήνας. «Εξω κυκλοφορούσε ελάχιστος κόσμος, μόνο κάποιοι περίεργοι σαν κι εμένα και τον αδελφό μου που βγήκαμε να χαζέψουμε τους Γερμανούς. Ημασταν στη λεωφόρο Συγγρού, στο ύψος περίπου του σταθμού του μετρό, και τους είδαμε να κατεβαίνουν από τους στύλους του Ολυμπίου Διός. Κοιτάζαμε φοβισμένοι».

Σε λίγους μήνες οι Αθηναίοι θα ένιωθαν την Κατοχή στο πετσί τους. Κυριολεκτικά. «Η δική μας οικογένεια δεν κατάλαβε την πείνα. Ο πατέρας μου ήταν διαχειριστής ενός κεντρικού ξενοδοχείου στη Σταδίου, στα Χαυτεία. Ηταν το ξενοδοχείο “Μπρίστολ” και οι Γερμανοί το επίταξαν πολύ γρήγορα. Εμεναν αξιωματούχοι των ναζί και φυσικά δεν τους έλειπε τίποτα. Ο πατέρας μου κατάφερνε να φέρνει στο σπίτι προμήθειες, ενώ ο Περικλής εργαζόταν στην Επιτροπή Σίτου, επομένως είχαμε λύσει το πρόβλημα με το ψωμί. Τόσο τυχεροί, που είχαμε την πολυτέλεια να βοηθάμε συγγενείς και γείτονες».

Αυτό δεν σημαίνει ότι η τραγωδία της πείνας ήταν κάτι μακρινό. Δύο εικόνες δεν θα τις ξεχάσει ποτέ στη ζωή του. «Είχα βγει από το ξενοδοχείο για να κάνω μια βόλτα. Ανηφόριζα τη Σταδίου και κάποια στιγμή βλέπω έναν άνθρωπο βουτηγμένο μέσα σε κάδο απορριμμάτων. Σε λίγα δευτερόλεπτα τα πόδια του, που εξείχαν, έπαψαν να κουνιούνται. Είχε πεθάνει μπροστά στα μάτια μου». 

 Και μία ακόμα σκηνή. «Ηταν μια γριούλα, 75 χρόνων, που ετοιμαζόταν να φάει κάτι που έμοιαζε με τυρόπιτα, τρομερή πολυτέλεια για την εποχή. Ξαφνικά εκεί που ήταν έτοιμη να τη δαγκώσει, περνάει κάποιος και της την αρπάζει σχεδόν μέσα από το στόμα».

Σε ηλικία 14 ετών ο παππούς θα ενταχθεί στο ΕΑΜ και οι ιστορίες που ακούω με κάνουν να ανατριχιάζω. Συνειδητοποιώ ότι ζει από καθαρή τύχη. «Δεν είχαμε καμία αίσθηση κινδύνου». Και μετά η Απελευθέρωση. «Ημουν με τον κολλητό μου φίλο, τον Νότη, και θυμάμαι ήταν τέτοια η χαρά μας που πήγαμε από την Αθήνα μέχρι το σπίτι του στη Γλυφάδα με τα πόδια. Σε τρεις ώρες ακριβώς».

Ημερολόγια της εποχής
Ολα αυτά θα ακούγονται στα αυτιά της εγγονής του σαν ιστορίες επιστημονικής φαντασίας. Πάντως, η 28η Οκτωβρίου δεν είναι η αγαπημένη της γιορτή. Προτιμά το Πολυτεχνείο, μετά το 1940 και τελευταία η 25η Μαρτίου. Τη ρωτάω γιατί. Με αιφνιδιάζει όταν απαντάει «επειδή είναι πιο πρόσφατο», γιατί δεν περιμένω μια τέτοια εξήγηση από ένα δεκάχρονο κορίτσι. Τουλάχιστον, ζούσε ο δικός της μπαμπάς. Αλλά δεν είναι μόνον αυτό. «Με συγκινεί περισσότερο σαν ιστορία, ίσως επειδή μου φαίνεται περίεργο Ελληνες να σκοτώνουν Ελληνες, είναι πιο ασυνήθιστο»

Οταν η συζήτηση επιστρέφει στο «Οχι», η Αννα μού δίνει να καταλάβω ότι την ενδιαφέρει περισσότερο η ζωή των απλών ανθρώπων εκείνη την εποχή. Και των φαντάρων που πολεμούσαν μέσα στα χιόνια. «Μου αρέσει πολύ όταν η δασκάλα στο ολοήμερο σχολείο μάς διαβάζει ημερολόγια ανθρώπων που έζησαν αυτά τα γεγονότα». Αλλά τους Ιταλούς δεν τους αντιπαθεί καθόλου. «Η Ιταλία είναι η αγαπημένη μου χώρα. Ξέρω ότι πολλοί πολεμούσαν επειδή ήταν υποχρεωμένοι να το κάνουν. Η Ιταλία πρέπει να είναι μια πανέμορφη χώρα. Εχω δει φωτογραφίες».

Δεν υπάρχουν σχόλια: