Στην αποικία των λεπρών (Η Σπιναλόγκα της Αιγύπτου)
Από την ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΤΖΑΒΑΡΑ
Πριν από 59 χρόνια, ο Αχμέντ Αλι ήταν ένας από τους πολλούς που οι αιγυπτιακές αρχές ασφαλείας πήραν αιφνιδιαστικά από το σπίτι του, τον έβαλαν μέσα σε ένα αυτοκίνητο χωρίς διακριτικά και τον μετέφεραν, κάπου που τότε δεν γνώριζε, αλλά που θα γινόταν ολόκληρος ο κόσμος για κείνον.
«Ενας γείτονας ειδοποίησε τις Αρχές και τους είπε ότι είχα προσβληθεί από λέπρα. Τότε αυτό ήταν αρκετό για να ακολουθήσουν αυτόματα τα υπόλοιπα», λέει στον «Guardian». «Ημουν μπερδεμένος και τρομοκρατημένος. Δεν είχα ιδέα πού θα με πήγαιναν».
Προορισμός του ήταν τελικά η αποικία λεπρών Αμπού Τζααμπάλ, ένας χώρος απομόνωσης για ανθρώπους που έπασχαν από τη νόσο του Χάνσεν, μια και εκείνη την εποχή δεν υπήρχε θεραπεία. Δεν ήταν θεραπευτήριο, αλλά μια απομονωμένη κοινότητα, χωμένη βαθιά μέσα στην έρημο της Αιγύπτου, που φρουρείτο μέρα και νύχτα από αστυνομικούς.
Σήμερα, δεκαετίες αργότερα κι ενώ έχουν σημειωθεί σημαντική πρόοδος σε επιστημονικό επίπεδο και μια... θάλασσα αλλαγών όσον αφορά την κοινωνική ανεκτικότητα έναντι της νόσου, οι πόρτες του Αμπού Τζααμπάλ είναι ανοιχτές, αλλά οι πάλαι ποτέ έγκλειστοι αρνούνται να την εγκαταλείψουν. «Εδώ είναι παράδεισος», λέει ο Αλι, «γιατί να θέλω να φύγω;».
Το μέλλον των συγκεκριμένων εγκαταστάσεων έχει γίνει σημείο εκκίνησης μιας μεγάλης διένεξης σχετικά με το πώς οι πάσχοντες από μια από τις νόσους με το μεγαλύτερο κοινωνικό στιγματισμό θα μπορέσουν να ενσωματωθούν ξανά στην κοινωνία χωρίς προβλήματα. «Οι αποικίες αυτού του τύπου δημιουργήθηκαν σε μια εποχή που ο μόνος τρόπος αντιμετώπισης της νόσου ήταν η απόλυτη καραντίνα», δηλώνει ο δρ Σαλάχ Αμπντ Ελ-Ναμπί, επικεφαλής του ειδικού προγράμματος για τους χανσενικούς ασθενείς του αιγυπτιακού υπουργείου Υγείας. «Τώρα τα πράγματα έχουν αλλάξει».
Παρά το γεγονός ότι υπάρχουν πλέον κλινικές που λειτουργούν με τη μορφή εξωτερικών ιατρείων για την αντιμετώπιση περιστατικών της νόσου Χάνσεν σε κάθε περιφέρεια της χώρας, ακυρώνοντας ουσιαστικά την ανάγκη απομόνωσης των ασθενών, οι προσπάθειες των Αρχών να κλείσουν το λεπροκομείο του Αμπού Τζααμπάλ συναντούν την απόλυτη αντίσταση των ίδιων των χανσενικών.
Κάποτε στην έρημο
Η ιστορία του Αμπού Τζααμπάλ ξεκινάει το 1933, όταν η αποικία αυτή δημιουργήθηκε σε μια απομονωμένη περιοχή σε απόσταση περίπου 30 χιλιομέτρων από το Κάιρο. Αρχικά, σκοπός ήταν η κοινότητα να είναι αυτάρκης και γι' αυτό κάλυπτε μια μεγάλη έκταση, συμπεριλαμβανομένων και καλλιεργήσιμων εκτάσεων, ώστε να καλύπτονται οι ανάγκες όσων μεταφέρονταν εκεί και βρίσκονταν ξαφνικά έγκλειστοι σε μια «ανοιχτή» φυλακή, όντας σε πολύ περιορισμένη επαφή με τον έξω κόσμο. Εξαιτίας ακριβώς της γιγάντιας προκατάληψης για τη νόσο, της άγνοιας των υπόλοιπων πολιτών (των ντόπιων, κυρίως, που είχαν ενστάσεις), και βέβαια των ανεπαρκών μέσων αντιμετώπισης της νόσου, εξελίχθηκε σ' έναν τόπο εξορίας και ιδιότυπου εγκλεισμού.
«Δεν μπορείτε να φανταστείτε πώς ήταν εκείνη την εποχή», λέει η Ιταλίδα μοναχή Τζαν Βιτόρια, που έφθασε στο Αμπού Τζααμπάλ το 1985. «Η κυβέρνηση έφερνε μοναχές από το εξωτερικό για να περιθάλπουν τους ασθενείς, επειδή οι Αιγύπτιες νοσοκόμες δεν δέχονταν να έλθουν στην περιοχή. Οταν ήλθαμε εδώ, οι εγκαταστάσεις βρίσκονταν σε κατάσταση απόλυτης εγκατάλειψης».
Στο διάστημα της τελευταίας δεκαετίας, όμως, έχουν σημειωθεί θεαματικές βελτιώσεις, με αποτέλεσμα το μεγαλύτερο λεπροκομείο στη Μέση Ανατολή να είναι ένα χωριό που ακμάζει και φιλοξενεί συνολικά γύρω στα 6 χιλιάδες άτομα. Τα τρία τέταρτα αυτών είναι πρώην ασθενείς, που σήμερα βρίσκονται απλώς σε επαφή με το νοσοκομείο της αποικίας για να κάνουν την αγωγή τους. Πολλοί είναι παντρεμένοι κι έχουν αποκτήσει παιδιά, ενώ άνθρωποι που ποτέ δεν νόσησαν έφθασαν εδώ αναζητώντας μια θέση εργασίας.
Οπως εξηγεί ο διευθυντής του νοσοκομείου στο Αμπού Τζααμπάλ, δρ Αχμέντ Ρασάντ, μεγάλωσε σε μια παρακείμενη πόλη και θυμάται που τα παιδιά στο σχολείο διέδιδαν φοβερές και τρομερές φήμες για το λεπροκομείο. «Γύρω από τη λέπρα αναπτυσσόταν τότε μια τρομακτική φημολογία και όλοι φοβόμασταν τους ασθενείς που ζούσαν πίσω από αυτούς τους τοίχους. Τώρα, ξένοι δωρητές έχουν προσφέρει σημαντικά ποσά για την ανάπτυξη των εγκαταστάσεων και της γενικότερης υποδομής και λειτουργούν πλέον φούρνος, κουζίνα, εργαστήριο κατασκευής παπουτσιών και μια μικρή βιοτεχνία. Ακόμη και άτομα με σοβαρές παραμορφώσεις απασχολούνται στους κήπους ή στον τομέα της καθαριότητας».
Σήμερα
Μέχρι το 1985, η νόσος του Χάνσεν, ευρύτερα γνωστή ως λέπρα, αποτελούσε σημαντικό πρόβλημα σε τουλάχιστον 122 χώρες. Παρ' όλα αυτά, νεότερες έρευνες έχουν δείξει ότι είναι δύσκολα μεταδόσιμη ασθένεια και ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού στις αναπτυγμένες χώρες έχει ανοσία στην προσβολή από το μυκοβακτηρίδιο που ευθύνεται για τη νόσο. Την τελευταία 20ετία, με διάφορους συνδυασμούς προηγμένων θεραπειών έχουν ιαθεί 15 εκατομμύρια άνθρωποι και, βεβαίως, οι εποχές που υπήρχε ανάγκη απομόνωσης των προσβληθέντων ανήκουν σίγουρα στο παρελθόν.
«Πέρασα τα νιάτα μου εδώ. Εχτισα το σπίτι μου, παντρεύτηκα. Εδώ είναι η ζωή μου», λέει ο 40χρονος Ραντί Γκαμάλ, που ήλθε εδώ στη εφηβεία του από μια μικρή πόλη στη βόρεια Αίγυπτο.
«Οταν βγαίνω από δω και βλέπω άλλους ανθρώπους να κοιτάζουν τα παραμορφωμένα μου χέρια, ντρέπομαι. Εδώ είμαστε όλοι ίδιοι και νιώθω ότι ανήκω εδώ».
Οι κάτοικοι των γύρω περιοχών φοβούνται ακόμη και «δεν υπάρχει λόγος να προσποιούμαστε ότι τα πράγματα είναι διαφορετικά», εξηγεί η Ιταλίδα μοναχή. «Σήμερα, όμως, πολλοί είναι εκείνοι που έρχονται εδώ για να φέρουν τρόφιμα, ρούχα και άλλες προσφορές και οι ίδιοι οι ασθενείς έχουν βοηθήσει να φτιαχτεί μια περιποιημένη κοινότητα. Η ιστορία του Αμπού Τζααμπάλ είναι μια χαρούμενη ιστορία!»
Ετικέτες
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ,
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ,
ΙΣΤΟΡΙΚΑ,
ΚΟΙΝΩΝΙΑ,
ΚΟΣΜΟΣ,
ΥΓΕΙΑ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου