ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ - ΛΑΘΡΟΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ: Ποιος είναι τελικά πρόσφυγας και ποιός λαθρομετανάστης
Πολλοί πιστεύουν ότι όποιος προσπαθεί να δραπετεύσει από μια εμπόλεμη
ζώνη ή από κάποια άλλη καταστροφή γίνεται αυτόματα πρόσφυγας και κατ’
επέκταση δικαιούται κάποια προστασία.
Δυστυχώς, από τη σκοπιά του
διεθνούς δικαίου, η πραγματικότητα συνήθως είναι πιο περίπλοκη.
Πώς ακριβώς προσδιορίζεται κάποιος ως πρόσφυγας;
Σύμφωνα με τον
αρχικό ορισμό των Ηνωμένων Εθνών του 1951, είναι εκείνος που έχει
«βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, προέλευσης
από κάποια συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα ή πολιτικής άποψης» και που
συνεπώς δεν μπορεί να επιστρέψει στη χώρα προέλευσής του. Υστερα από δύο
περιφερειακά συνέδρια, ο ορισμός διευρύνθηκε, ώστε να χορηγείται prima
facie καθεστώς πρόσφυγα σε όσους κατέφθαναν λόγω μαζικής μετανάστευσης
με αιτία τη γενικευμένη βία, όπως είναι και ο εμφύλιος πόλεμος.
Με
βάση την παραπάνω νομοθεσία, πολλοί από τους αιτούντες άσυλο που
φτάνουν σήμερα στην Ευρώπη έχουν ελάχιστες πιθανότητες να θεωρηθούν
πρόσφυγες.
Θα κριθούν οικονομικοί μετανάστες που εγκατέλειψαν τις χώρες
τους προς αναζήτηση εργασίας.
Ωστόσο, όσοι προσπαθούν να διαφύγουν από
διώξεις και αιματοχυσίες μπορεί να αντιμετωπισθούν σε συγκεκριμένες
περιπτώσεις ως πρόσφυγες.
Για να γίνει κάποιος πρόσφυγας πρέπει να ζητήσει άσυλο έξω από τη
χώρα του, αν και είναι σημαντικό να θυμάται κανείς ότι ένας αιτών άσυλο
δεν είναι απαραίτητα και πρόσφυγας και μπορεί να μη γίνει ποτέ. Ενα
άτομο μπορεί να εισέλθει σε μια χώρα με σκοπό να ζητήσει άσυλο μόνο του ή
με άλλα άτομα, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις ορισμένοι αιτούντες
καταφεύγουν σε αυτή τη λύση επειδή οι συνθήκες στη χώρα τους άλλαξαν ενώ
βρίσκονταν στο εξωτερικό. Αυτό ονομάζεται «επί τόπου» άσυλο.
Οι κυβερνητικές υπηρεσίες ή η Υπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους
πρόσφυγες πραγματοποιούν τη διαδικασία προσδιορισμού του καθεστώτος
πρόσφυγα, η οποία αποτελείται από δύο μέρη:
Aπό μία συνέντευξη με τον
αιτούντα άσυλο και από τη διερεύνηση της κατάστασης στη χώρα του ατόμου,
για να αξιολογηθεί εάν μπορεί να θεωρηθεί πρόσφυγας.
Η απάντηση που
επιχειρεί να δώσει ο αξιωματούχος της υπηρεσίας σχετίζεται με την
ερώτηση: «Εάν αυτό το άτομο επιστρέψει στη χώρα του, πόσο πιθανό είναι
να υποστεί βλάβη;».
Η συνέντευξη αποτελεί μια προσπάθεια να συμπεράνει η υπηρεσία εάν ο
φόβος του ατόμου για την προσωπική του ασφάλεια είναι βάσιμος. Ετσι, οι
προβληματισμοί του αιτούντος άσυλο διαχωρίζονται σε υποκειμενικό και
αντικειμενικό φόβο.
Υποκειμενικός θεωρείται ο φόβος που προέρχεται από
την οπτική του ατόμου σε σχέση με τις περιστάσεις και τις εμπειρίες του.
Αντικειμενικός θεωρείται ο φόβος που αξιολογείται ως υπαρκτός από τον
αξιωματούχο που πραγματοποιεί τη συνέντευξη. Για παράδειγμα, εάν ο
αιτών υποστηρίξει ότι φοβάται ότι θα διωχθεί για τις πολιτικές του
απόψεις, ο αξιολογητής θα αναζητήσει πληροφορίες για την πολιτική
κατάσταση στη χώρα του. Εάν υπάρχει μακρύ ιστορικό αυθαίρετων συλλήψεων
και βασανισμού πολιτικών αντιπάλων, τότε ο αξιωματούχος θα λάβει αυτές
τις πληροφορίες υπόψη του. Το καθεστώς πρόσφυγα έχει χαρακτήρα
προνοητικό, οπότε κάποιος μπορεί να το λάβει χωρίς να έχει υποστεί
κάποια βλάβη μέχρι εκείνη τη στιγμή.
Ετικέτες
ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ,
ΛΑΘΡΟΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ,
ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΟ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου