"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


2013 και ΠΡΟΣΩΠΑ: Διάσημοι ξένοι που έφυγαν από τη ζωή το 2013

Από τον ΑΓΡΥΠΝΟ ΦΡΟΥΡΟ

15/1/2013 Πεθαίνει ο Ιάπωνας σκηνοθέτης Ναγκίσα Οσιμα. Γεννημένος στο Κιότο στις 31 Μαρτίου του 1932, ο Οσιμα σπούδασε νομικά και πολιτικές επιστήμες στο πανεπιστήμιο της γενέτειράς του αλλά σύντομα γοητεύθηκε από τον κόσμο του κινηματογράφου και στράφηκε αποκλειστικά προς αυτόν. Σκηνοθέτησε την πρώτη ταινία του, «Η πόλη της ελπίδας» στην εκπνοή της δεκαετίας του 1950 αλλά καταξιώθηκε στις αρχές της αμέσως επόμενης με τα «Διεστραμμένα νιάτα» ,που τον έκαναν για πρώτη φορά γνωστό στην Δύση.

Αντισυμβατικός ως κινηματογραφιστής αλλά και ως άνθρωπος, ο Οσιμα όρθωσε το ανάστημά του στην παραδοσιακή ιαπωνική βιομηχανία κινηματογράφου της εταιρίας Shochiku και το 1965 ίδρυσε την δική του εταιρία Sozosha. Ηταν μάλιστα πολέμιος του  «ουμανιστικού» στιλ των ταινιών του Ακίρα Κουροσάβα αλλά και του Γιασουχίρο Οζου.

Η μεγάλη δεκαετία του Οσιμα στο σινεμά ήταν η δεκαετία του 1970. Ο ακραίος ερωτισμός των ταινιών του «Η αυτοκρατορία των αισθήσεων» (1976) και «Η αυτοκρατορία του πάθους» (1978) προκάλεσε σοκ αλλά και οργή παρότι η «Αυτοκρατορία των αισθήσεων» απέσπασε το βραβείο σκηνοθεσίας στο φεστιβάλ των Κανών του 1978 (η μεγαλύτερη διάκριση του Οσιμα από πλευράς βραβείων).

Λίγα χρόνια αργότερα, το 1983, ο Οσιμα γύρισε το «Καλά Χριστούγεννα κύριε Λόρενς» όπου πρωταγωνιστεί ο Ντέιβιντ Μπάουι (σε έναν ρόλο που αρνήθηκε να αναλάβει ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ) και μια μορφή της ιαπωνικής μουσικής ο Ρουίκι Σακαμότο.

  Η καριέρα του σταματά το 1999 με το «Ταμπού» μια αξιοπερίεργη γκέι ματιά στον κόσμο των σαμουράι με πρωταγωνιστή τον Τακέσι Κιτάνο. Πολλαπλά εγκεφαλικά επεισόδια είχαν ως αποτέλεσμα η υγεία του να ταλαιπωρηθεί τρομερά τα τελευταία χρόνια.


5/3/2013 Πεθαίνει ο ηγέτης της Βενεζουέλας Ουγκο Τσάβες  Γεννήθηκε στις 28 Ιουλίου στην πόλη Σαμπανέτα στην επαρχία Μπαρίνας της Βενεζουέλας. Ο πατέρας του ήταν δάσκαλος. Η οικονομική κατάσταση της οικογένειας δεν άφηνε πολλά περιθώρια για τον Τσάβες και τα πέντε αδέλφια του. Το βάρος της ανατροφής του νεαρού Ούγκο έπεσε στη γιαγιά. Δεν ήταν καλός μαθητής, αλλά αγαπούσε τον αθλητισμό. Ατού για το μέλλον. Οι επαγγελματικές ευκαιρίες για τα παιδιά των φτωχών οικογενειών της Βενεζουέλας ήταν περιορισμένες. Αθλητής καλός ίσον στρατός. Σε ηλικία 17 ετών, ο Ούγκο Τσάβες κατετάγη στο στρατό. Το 1975 σε ηλικία 21 ετών ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην Ακαδημία Στρατιωτικών Επιστημών της Βενεζουέλας. Με το βαθμό του αξιωματικού αρχικά υπηρέτησε σε μονάδα καταστολής εξεγέρσεων και αργότερα έγινε επικεφαλής μονάδας αλεξιπτωτιστών.

Το 1983 ίδρυσε το Μπολιβαριανό Επαναστατικό Κίνημα 200. Η στρατιωτική του καριέρα ξαφνικά πήρε μια δυσάρεστη τροπή, καθώς κατηγορήθηκε για συνωμοσία. Ωστόσο, αντί να οδηγηθεί ενώπιον της στρατιωτικής δικαιοσύνης, βρέθηκε υπό την προστασία ενός στρατηγού με μεγάλη επιρροή. Κάπως έτσι ο Τσάβες διορίστηκε επικεφαλής ελίτ μονάδας αλεξιπτωτιστών. Και το 1992 ο Ούγκο Τσάβες μαζί με άλλους απογοητευμένους συναδέλφους του αλλά και υπερεκτιμώντας την έντονη επιρροή που είχε στις στρατιωτικές δυνάμεις της χώρας, επιχείρησε να ανατρέψει την κυβέρνηση Πέρεζ με πραξικόπημα. Δεν τα κατάφερε κι ο πρόεδρος Πέρεζ κατόρθωσε να αποδράσει από το περικυκλωμένο Μιραφλόρες (προεδρικό μέγαρο) στο Καράκας.

Ο Τσάβες βρέθηκε τελικά περικυκλωμένος από τις κυβερνητικές δυνάμεις στο Μουσείο Στρατιωτικής Ιστορίας της πρωτεύουσας. Αναγκάστηκε να παραδοθεί. Ωστόσο, του επετράπη να κάνει τηλεοπτική δήλωση προς τους υποστηρικτές του και να τους καλέσει να παραδώσουν τα όπλα. “Παύσατε πυρ. Για τώρα. Προς το παρόν”, είπε ο Ούγκο Τσάβες υπονοώντας ότι θα υπάρχει συνέχεια στον ένοπλο αγώνα. Πρόσθεσε ότι υπερασπίζεται τους φτωχούς και τους μη έχοντες. Κι έτσι κέρδισε υποστηρικτές εκτός των ενόπλων δυνάμεων, αλλά και δύο χρόνια στη φυλακή.

Αποφυλακίστηκε με αμνηστία επί προεδρίας Ραφαέλ Καλντέρα, ο οποίος ήταν πολιτικός αντίπαλος του Πέρεζ. Αναδόμησε το MBR και σύστησε κόμμα με το όνομα «Κίνημα για την Πέμπτη Δημοκρατία» (MVR). Το 1998 έθεσε υποψηφιότητα για πρόεδρος. Η πάταξη της διαφθοράς και οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις βρίσκονταν στο επίκεντρο της προεκλογικής του εκστρατείας.

Διανοούμενοι με ριζοσπαστικές ιδέες και πολίτες με χαμηλά εισοδήματα αποτελούν την εκλογική βάση του Τσάβες. Η προεκλογική εκστρατεία ξεκίνησε μ' ένα ποσοστό υποστήριξης της τάξεως του 10%. Οι υποσχέσεις – δεσμεύσεις για πάταξη της διεφθαρμένης πολιτικής ελίτ και αξιοποίηση των πετρελαϊκών κοιτασμάτων της χώρας αύξαναν συνεχώς τα ποσοστά του και την εκλογική του βάση. Σημαντική, όμως, ώθηση έδωσε η ανοικτή κόντρα με τις Ηνωμένες Πολιτείες σ' όλα τα δυνατά επίπεδα. Στις 6 Δεκεμβρίου του 1998 εξελέγη πρόεδρος της Βενεζουέλας και μπήκε νικητής στο Μιραφλόρες το 1999. Αμέσως συγκάλεσε συνταγματική συνέλευση ώστε να προχωρήσει σε αναθεώρηση του Συντάγματος. Στόχος του ήταν και εγένετο, να ενισχύσει τις εξουσίες του προέδρου. Επέκτεινε την παραμονή του στα έξι από πέντε χρόνια και μετονόμασε τη χώρα σε Μπολιβαριανή Δημοκρατία της Βενεζουέλας. Παράλληλα έθεσε σε δράση το Σχέδιο Μπολιβάρ 2000 που περιλάμβανε μαζικό εμβολιασμό του πληθυσμού, κατασκευές σπιτιών και δρόμων, εντατικοποίηση των φόρων στις μεγάλες επιχειρήσεις και «πάγωμα» όλων των ιδιωτικοποιήσεων. Επανεξελέγη με ποσοστό 60% το 2000 και δύο χρόνια αργότερα άντεξε ενός πραξικοπήματος των πρώην συνοδοιπόρων του στο στρατό.
Ο Τσάβες βρέθηκε υπό κράτηση και διορίστηκε νέος πρόεδρος, ο Πέδρο Καρμόνα, ο οποίος ακύρωσε άμεσα τις μεταρρυθμίσεις του. Διέλυσε τα δικαστήρια και άλλαξε το όνομα της χώρας ξανά σε Δημοκρατία της Βενεζουέλας. Οι ΗΠΑ αναγνώρισαν αμέσως τη νέα κυβέρνηση, παρέχοντάς της διπλωματική στήριξη. Ο άτυπος εμφύλιος διήρκησε τέσσερις ημέρες, αλλά οδήγησε τον Τσάβες εκ νέου στην προεδρία.

21/3/2013 Αφήνει  την τελευταία του πνοή σε ηλικία 61 ετώνο κορυφαίος Ιταλός σπρίντερ και επί 17 χρόνια κάτοχος του παγκοσμίου ρεκόρ στα 200 μέτρα Πιέτρο Μενέα νικημένος από την επάρατο νόσο. Εμβληματικός σπρίντερ, ο Μενέα κυριάρχησε στον στίβο από τα μέσα της δεκαετίας του 1970. Στις 12 Σεπτεμβρίου του 1979 τρέχοντας στην Πόλη του Μεξικού σημείωσε επίδοση 19.72 στα 200 μ. - ένα παγκόσμιο ρεκόρ που κράτησε 17 ολόκληρα χρόνια, για να καταρριφθεί από τον Αμερικανό Μάικλ Τζόνσον το 1996. Μετά τον Μενέα, ο επόμενος λευκός σπρίντερ που κατέκτησε χρυσό μετάλλιο στα 200 μέτρα ήταν ο Κώστας Κεντέρης.

Μετά το τέλος της αθλητικής καριέρα του, είχε γίνει καθηγητής σωματικής αγωγής, ενώ πήρε επίσης πτυχίο στη Νομική και τις Πολιτικές Επιστήμες. Έφτασε μάλιστα και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με την παράταξη «Forza Ιταλία».



23/3/2013 Πεθαίνει σε ηλικία 93 χρόνων  από καρδιακή προσβολή ο θρυλικός Joe Weider. Ο μέντορας του Άρνολντ Σβαρτζενέγκερ υπήρξε εκδότης μιας αυτοκρατορίας περιοδικών όπως το Muscle and Fitness και το Shape and Men's Fitness, ήταν αυτός που καθιέρωσε τον διαγωνισμό Mr. Olympia, ενώ το όνομά του έχουν εκατοντάδες γυμναστήρια σε όλο τον κόσμο.


29/3/2013 Πεθαίνει ο ηθοποιός Ρίτσαρντ Γκρίφιθς . Γεννήθηκε στις 31/7/1947 στα περίχωρα του ΓιΌρκσιρ από γονείς κωφούς και σπούδασε ηθοποιία αρχικά στο Stockton & Billingham College και στη συνέχεια στην Polytechnic School of Drama του Μάντσεστερ.

Εχει τιμηθεί μεταξύ άλλων με τα βραβεία Laurence Olivier, Drama Desk, Outer Critics Circle και Tony για την συμμετοχή του στο The History Boys.

Ωστόσο ειδικά οι νεότερες γενιές τον θυμούνται κυρίως από την παρουσία του στη σειρά ταινιών του Χάρι Πότερ, στην οποία υποδύθηκε τον Βέρνον Ντάρσλι, τον μοχθηρό θείο του πρωταγωνιστή.
Αλλές δημοφιλείς συμμετοχές του ήταν στον Ασπροδόντη και τους Πειρατές της Καραϊβικής, ενώ η κορυφαία παραγωγή στην οποία συμμετείχε ήταν ίσως το Γκάντι του 1982, όπου έπαιζε το ρόλο ενός βρετανού δημοσιογράφου.


8/4/2013 Φεύγει από τη ζωή  μετά από εγκεφαλικό επεισόδιο η πρώην πρωθυπουργός της Βρετανίας Μάργκαρετ Θάτσερ.

Η 87χρονη Θάτσερ ήταν η πρώτη και η μοναδική μέχρι σήμερα γυναίκα πρωθυπουργός της Βρετανίας (1979-1990).
Γεννήθηκε στις 13 Οκτωβρίου 1925 και μεγάλωσε στην πόλη Γκράνταμ, κόρη ενός παντοπώλη και ιερέα εκκλησίας Μεθοδιστών. Το 1944 μπήκε στο  πανεπιστήμιο της Οξφόρδης για να σπουδάσει χημεία και μετά την αποφοίτηση της εργάσθηκε ως χημικός σε πολλές εταιρείες. Το 1951 παντρεύτηκε τον Ντένις Θάτσερ, έναν διαζευγμένο πλούσιο επιχειρηματία, ο οποίος χρηματοδότησε τις νομικές σπουδές της, με ειδίκευση στο φορολογικό δίκαιο.

Το 1959 εξελέγη στη Βουλή των Κοινοτήτων και το 1965 ορίστηκε εκπρόσωπος του Συντηρητικού Κόμματος. Μετά τη νίκη των Συντηρητικών το 1970, η Θάτσερ έγινε Υπουργός Παιδείας και Επιστήμης, περικόπτοντας τον προϋπολογισμό για την Παιδεία και προκαλώντας σωρεία αντιδράσεων.

Στις 11 Φεβρουαρίου 1975 εξελέγη πρόεδρος των Τόρις. Ήταν γνωστή με το προσωνύμιο «Σιδηρά Κυρία», παρατσούκλι που της είχε αποδώσει η σοβιετική εφημερίδα «Ερυθρός Αστέρας», όργανο του Υπουργείου Άμυνας της ΕΣΣΔ, μετά από ομιλία της, στις 19 Ιανουαρίου 1976, όταν καταφέρθηκε εναντίον της ιμπεριαλιστικής πολιτικής της Σοβιετικής Ένωσης.

Μετά την κατάρρευση της κυβέρνησης του Τζέιμς Κάλαχαν την άνοιξη του 1979, προκηρύχθηκαν εκλογές και οι Συντηρητικοί κέρδισαν πλειοψηφία 44 εδρών στο Κοινοβούλιο.  Η Μάργκαρετ Θάτσερ έγινε πρωθυπουργός στις 4 Μαΐου 1979, με βασικό καθήκον την αναστροφή της πτωτικής πορείας της οικονομίας, τον περιορισμό του ρόλου του κράτους στην οικονομία, καθώς και την ανάδειξη του ρόλου της Μεγάλης Βρετανίας στη διεθνή σκηνή.

Ως πρωθυπουργός, η Θάτσερ αποκάλεσε «τρομοκράτη» τον Νέλσον Μαντέλα, υπερασπίστηκε τον χιλιανό δικτάτορα Αουγκούστο Πινοσέτ, ανέβασε τους τόνους στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου και εξαπέλυσε βαριά οπλισμένους αστυνομικούς ενάντια σε απεργούς και μετανάστες. Αντιδρούσε στην ΕΟΚ, αύξησε τα επιτόκια στο 15%, φορολόγησε τους ιδιοκτήτες σπιτιών σύμφωνα με τον αριθμό των ατόμων που διέμεναν σε αυτά και φυσικά δεν δεχόταν καμία άποψη αντίθετη στον -σχεδόν ακράιο- νεοφιλελευθερισμό που η ίδια πρέσβευε.

Στις 2 Απριλίου 1982, ημέρα Παρασκευή, η δικτατορική κυβέρνηση του στρατηγού Λεοπόλντο Γκαλτιέρι της Αργεντινής εισέβαλε στα νησιά Φόκλαντ, τα οποία αποτελούσαν έδαφος της Μεγάλης Βρετανίας. Ξεκίνησε έτσι ο λεγόμενος «Πόλεμος των Φόκλαντ», καθώς η βρετανή πρωθυπουργός αντέδρασε, στέλνοντας επιτόπου ναυτική δύναμη για να ανακαταλάβει τα νησιά. Η επιχείρηση στέφθηκε από επιτυχία, προκαλώντας πατριωτική έξαρση στη Μεγάλη Βρετανία και προλειαίνοντας το έδαφος για νέα νίκη των Τόρις.

Πράγματι, στις εκλογές του Ιουνίου του 1983, οι Συντηρητικοί κέρδισαν και πάλι τις εκλογές έναντι των Εργατικών. Στη δεύτερη θητεία της, η Θάτσερ θέλησε να μειώσει τη δύναμη των συνδικάτων και των επαγγελματικών ενώσεων, με αποτέλεσμα πολλές απεργίες, με σημαντικότερη την απεργία των ανθρακωρύχων, η οποία διήρκεσε έναν ολόκληρο χρόνο, κάτι που ουδόλως την επηρέασε, αφού εξελέγη, το 1988, στην τρίτη της θητεία ως πρωθυπουργός. Παραιτήθηκε στις 28 Νοεμβρίου 1990 με τη δημοτικότητά της στο ναδίρ.

Ωστόσο, στην εκλογή νέου προέδρου του κόμματος της δεν κατόρθωσε να εκλεγεί από τον πρώτο κιόλας γύρο, με αποτέλεσμα να πάρει την απόφαση να μην είναι υποψήφια στον επόμενο γύρο. Η ίδια παρέμεινε βουλευτής ως τις εκλογές του 1992.

11/4/2013 Φεύγει από τη ζωή ο καθηγητής Ρόμπερτ Εντουαρντς, πρωτοπόρος της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, που κατάφερε να δώσει πνοή στο πρώτο «παιδί του σωλήνα» το 1978

Ο Έντουαρντς, που το 2010 βραβεύτηκε με το Νόμπελ Ιατρικής για το έργο του, ξεκίνησε τις έρευνες στον τομέα των εξωσωματικής γονιμοποίησης τη δεκαετία του 1950. Στις 25 Ιουλίου 1978, χάρη στην πρωτοποριακή έρευνά του σε συνεργασία με τον γυναικολόγο Πάτρικ Στέπτοου, γεννήθηκε το πρώτο "παιδί του σωλήνα", η Λουίζ Τζόι Μπράουν.

Ο καθηγητής ίδρυσε την πρώτη κλινική εξωσωματικής γονιμοποίησης του κόσμου στο Κέιμπριτζ, την πόλη απ΄ όπου καταγόταν, το 1980.

Μέχρι σήμερα περισσότερα από 4 εκατομμύρια παιδιά έχουν γεννηθεί χάρη στην τεχνική που εφάρμοζαν οι Έντουαρντς και Στέπτοου

 Ξεκίνησε να κάνει έρευνα στην τεχνητή γονιμοποίηση το 1950 και το πρώτο παιδί του σωλήνα η Λουίζ Μπράουν, γεννήθηκε το 1978.

Τον Ιούλιο του 2012 είχε πεθάνει η γυναίκα που γέννησε το πρώτο «παιδί του σωλήνα», η Λέσλι Μπράουν.




8/5/2013 Πεθαίνει ο ο Μπράιαν Φορμπς που το 1962 συμμετείχε στην κλασική πολεμική ταινία «Τα κανόνια του Ναβαρόνε». Ο Φορμπς υπήρξε ένας από τους πιο παραγωγικούς, εργατικούς και παραλλήλως χαμηλών τόνων καλλιτέχνες του βρετανικού (κυρίως) κινηματογράφου στις δεκαετίες του 1950,  του 1960 και του 1970. 

Απόφοιτος της Βασιλικής Ακαδημίας Θεατρικής Τέχνης, ο Φορμπς αφού πέρασε από το ραδιόφωνο άρχισε να εμφανίζεται δειλά- δειλά στο θέατρο προτού στραφεί στον κινηματογράφο. Ηθοποιός β’ ρόλων σε αγγλικές ταινίες από τα τέλη της δεκαετίας του 1940, έπαιξε σε όλα τα είδη: πολεμικές περιπέτειες («Πως δραπέτευσα από το Νταχάου», «Ταξιαρχία θανάτου»), μελοδράματα όπως το «Κλειδί» (1958), αστυνομικές κομεντί όπως η «Συμμορία των 8» (1960), ή καθαρές κωμωδίες όπως ο «Πυροβολισμός στο σκοτάδι» (1964) του Μπλέικ Εντουαρντς με τον Πίτερ Σέλερς στον ρόλο του επιθεωρητή Ζακ Κλουζό.

Η ενασχόληση του Μπράιαν Φορμπς με το σενάριο αρχίζει από τα μέσα της δεκαετίας του 1950. Σε αρκετές περιπτώσεις έγραφε το σενάριο ταινιών στις οποίες εμφανιζόταν και το 1961 κέρδισε μια υποψηφιότητα για Οσκαρ για το σενάριο του εργατικού δράματος «The angry silence» (μοιράστηκε την υποψηφιότητα με τους Μάικλ Κρεγκ και Ρίτσαρντ Γκρέγκσον). Πρωταγωνιστής της ταινίας ήταν ο Ρίτσαρντ Ατένμπορο ένας από τους πιο στενούς φίλους και συνεργάτες του Φορμπς.

Την ίδια περίπου εποχή ο Φορμπς αποφάσισε να στραφεί προς την κινηματογραφική σκηνοθεσία με το θρίλερ «Εξι μάτια είδαν τον δολοφόνο». Το 1963 η Λέσλι Καρόν, πρωταγωνίστρια του Φορμπς στην ταινία «Το δωμάτιο της αμαρτίας» προτάθηκε για το Οσκαρ Α’ ρόλου. Δεν ήταν η μόνη. Το ίδιο συνέβη και με την Κιμ Στάνλεϊ, πρωταγωνίστριά του στο θρίλερ «Seance on a Wet Afternoon» (1964) αλλά και την Ιντιθ Εβανς για τον «Παράξενο κόσμο της κυρίας Ρος» που ενδεχομένως να είναι και η καλύτερη ταινία του ως σκηνοθέτη. Το 1969 ο Μπ. Φορμπς σκηνοθέτησε την Κάθριν Χέπμπορν στην «Τρελή του Σαγιό».
Μια από τις καλύτερες ταινίες που σκηνοθέτησε είναι επίσης το «Αύριο θα είναι πολύ αργά» («The raging moon», 1971) ένα ερωτικό δράμα με ήρωες έναν παράλυτο ποδοσφαιριστή (Μάλκολμ Μακ Ντάουελ) και μια γυναίκα την οποία ερωτεύεται ενώ ξέρει τις δυσκολίες που θα προκύψουν. Στον ρόλο της κεντρικής ηρωίδας βρέθηκε η Νανέτ Νιούμαν, δεύτερη σύζυγος του Φορμπς και μητέρα των δυο κορών του. Το 1975 η Νιούμαν έπαιξε και στο θρίλερ «The Stepford wives» του συζύγου της, το οποίο στις αρχές της δεκαετίας του 2004 έγινε ριμέικ με την Νικόλ Κίντμαν.
Ο Φορμπς ταλαιπωρούνταν από σκλήρυνση κατά πλάκας από το 1975. Το γεγονός δεν τον πτόησε ποτέ και η μάχη του με την ασθένεια έχει μείνει παροιμιώδης. Το 2004 είχε δηλώσει ότι κατάφερε να μείνει όρθιος «χάρη σε μια προσεχτική δίαιτα και μια αξιολάτρευτη σύζυγο».
Στην δεκαετία του 1970 ο Φορμπς παρουσίασε την λογοτεχνική δραστηριότητά του με την συγγραφή του μυθιστορήματος «Distant laughter» που εκδόθηκε το 1972. Τελευταία ταινία του ως σκηνοθέτη είναι το αστυνομικό θρίλερ «Η μάσκα του δολοφόνου» στο οποίο πρωταγωνιστούσε ο Ρότζερ Μουρ, μαζί με τον οποίο ο Φορμπς είχε κάνει την στρατιωτική θητεία του το 1947 στην Γερμανία.


 17/5/2013: Πεθαίνει σε ηλικία 87 ετών. ο  πρώην δικτάτορας της Αργεντινής Χόρχε Βιδέλα, ο οποίος είχε καταδικαστεί σε ισόβια κάθειρξη για τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν κατά τη διάρκεια της προεδρίας του (1976-81),

Ο Βιδέλα ήταν ο επικεφαλής της στρατιωτικής χούντας που ανέλαβε τα ηνία της χώρας το 1976 και ουδέποτε εξέφρασε μεταμέλεια για τις απαγωγές και τις δολοφονίες που πραγματοποίησε το καθεστώς του. Μεταξύ άλλων η στρατιωτική δικτατορία ήταν υπεύθυνη και για τις "εξαφανίσεις" χιλιάδων ανθρώπων, κυρίως αριστερών, από το 1976 μέχρι το 1983.

Είχε καταδικαστεί σε ισόβια και πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του στη φυλακή για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, συμπεριλαμβανομένης και της συστηματικής "κλοπής" των βρεφών που γεννιόντουσαν από πολιτικούς κρατούμενους στα κρυφά κέντρα βασανιστηρίων όπου κρατούνταν.

Όπως ανακοίνωσε ένας εκπρόσωπος της κυβέρνησης, πέθανε από φυσικά αίτια στο κελί του, σε φυλακή του Μπουένος Άιρες.

«Πέρασε τη ζωή του προκαλώντας μεγάλη καταστροφή, η οποία άφησε το στίγμα της στη ζωή της χώρας», δήλωσε στο πρακτορείο Ρόιτερς ο ακτιβιστής για τα ανθρώπινα δικαιώματα και βραβευμένος με Νόμπελ Αργεντινός Αδόλφο Πέρες Εσκιβέλ.
«Ο θάνατός του έβαλε τέλος στη φυσική παρουσία του, όχι όμως και σε όσα έκανε στη χώρα», κατέληξε.

28/5/2013: Σταματά η καρδιά του Little Tony, θρύλου του Ροκ εν Ρολ. Αν και γεννημένος στο Τίβολι, στα περίχωρα της Ρώμης, ο Λιτλ Τόνι, κατά κόσμον Αντόνιο Τσιάκι, έφερε με περηφάνια την υπηκοότητα του Αγίου Μαρίνου. Οι παλαιότεροι, που χόρεψαν τα χιτ του σε κάποιο εφηβικό πάρτι, τον θυμούνται ως Little Tony & His Brothers, από το 1957 που έφτιαξε ένα γκρουπ «λατρείας» στο ροκ εν ρολ, με τους αδελφούς του Αλμπέρτο και Ενρίκο, με τον ίδιο και τη χαρακτηριστική φωνή του στο μικρόφωνο.
Το 1958 παρέδιδαν στην Ιταλία και στην υφήλιο το πρώτο τους σινγκλ με τα τραγούδια «Believe What You Say» και «Treat Me Nice», την ώρα που στη Βρετανία τους... ανταγωνιζόταν ο Κλιφ Ρίτσαρντ και στη Γαλλία ο Κλοντ Φρανσουά ή Κλοκλό κοπιάριζε το τουίστ και το ροκ εν ρολ α λα αμερικανικά. Βέβαια, χάρη στα εύσημα που τους έδωσε δημοσίως ο ιταλός σταρ της εποχής Μαρίνο Μαρίνι, βρέθηκαν να ανταγωνίζονται τον Κλιφ Ρίτσαρντ (που τότε έπιανε καλή θέση στην Γιουροβίζιον με το «Congratulations» - ιστορικό τραγούδι για τον θεσμό) σε βρετανικό έδαφος, κάνοντας επιτυχίες για τουλάχιστον ένα δεκαοκτάμηνο: «I Can't Help It», «Arrivederci Baby», «Hey Little Girl», «Hippy Hippy Shake». Και κερδίζοντας τον τίτλο «ο Ιταλός Ελβις».
Εκεί ο Λιτλ Τόνι πρωτοασχολήθηκε και με τη δεύτερη αγάπη του: την ηθοποιία. Στα σίριαλ «Βoy Meets Girls» και «Wham!». Προτού επιστρέψει στην Ιταλία, κερδίσει τη δεύτερη θέση στο Φεστιβάλ του Σαν Ρέμο τραγουδώντας μαζί με τον Αντριάνο Τσελεντάνο την επιτυχία «24.000 Baci» και ηχογραφήσει επιτυχίες του όπως το «Ridera» και το «La Spada Nel Cuore» (ιστορική έμεινε η ερμηνεία της Πάτι Πράβο στο Σαν Ρέμο και του ίδιου στο θρυλικό «Canzonissima», το 1972).


21/5/2013: Φεύγει από τη ζωή ο κιμπορντίστας και ιδρυτικό μέλος του θρυλικού ροκ συγκροτήματος «The Doors», Ρέι Μάνζαρεκ,  σε ηλικία 74 ετών, έπειτα από πολύχρονη μάχη με τον καρκίνο. 
O πολωνικής καταγωγής μουσικός ίδρυσε τους Doors ύστερα από μία τυχαία συνάντηση τον Ιούλιο του 1965 σε παραλία του Λος Άντζελες με τον Τζιμ Μόρισον, ο οποίος σπούδαζε στην ίδια σχολή κινηματογράφου με τον Μάνζαρεκ. Ο Μόρισον ανέλαβε τα φωνητικά του συγκροτήματος και προστέθηκαν ο κιθαρίστας Ρόμπι Κρίγκερ καθώς και ο ντράμερ Τζον Ντένσμορ. Έτσι δημιουργήθηκε το θρυλικό συγκρότημα. 
Οι «The Doors» κυκλοφόρησαν έξι άλμπουμ, τα οποία γνώρισαν μεγάλη επιτυχία. Το ταλέντο του Μάνζαρεκ ως κιμπορντίστα ξεχώρισε στα τραγούδια «Break On Through to the Other Side» και «Light My Fire». Μετά τον θάνατο του Μόρισον το 1971, το συγκρότημα, τριμελές πλέον, κυκλοφόρησε δύο ακόμα άλμπουμ. 


23/5/2013: Πεθαίνει ο γνωστός τραγουδιστής Ζωρζ Μουστακί ο οποίος γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια από Ελληνες γονείς πέθανε την Πέμπτη το πρωί στη Νίκαια σε ηλικία 79 ετών.

Οι γονείς του ονομάζονταν Νεσίμ και Σάρα και κατάγονταν από την Κέρκυρα. Στην κοσμοπολίτικη Αλεξάνδρεια είχαν ένα βιβλιοπωλείο και έρχονταν σε επαφή με πολλές κουλτούρες. Στο σπίτι μιλούσαν κατά κανόνα ιταλικά  αλλά στους δρόμους με τα άλλα παιδιά μιλούσε αραβικά. Οι γονείς του έδωσαν στον μικρό Μουστακί και στις αδερφές του γαλλική παιδεία, βάζοντάς τον σε γαλλικό σχολείο. Όμως, δεν απαρνήθηκε τις ελληνικές ρίζες του αν και δεν έμαθε τη γλώσσα.

Το 1951 πήγε στο Παρίσι και εντυπωσιάστηκε από τον γάλλο τραγουδιστή Ζωρζ Μπρασσέν σε τέτοιο βαθμό ώστε άλλαξε το όνομά του από «Γιουσέφ» σε «Ζωρζ». Ο Μουστακί παντρεύτηκε πολύ νέος, σε ηλικία 20 ετών, και έχει μια μεγάλη οικογένεια, που μέλη της ζουν σε Γαλλία, Ισραήλ, Βραζιλία και Βενεζουέλα.

Ο Μουστακί τραγούδησε σε πολλές γλώσσες γαλλικά, ιταλικά, ελληνικά, πορτογαλικά, ισπανικά, αγγλικά και αραβικά. Τα εκατοντάδες τραγούδια του έχουν ρομαντικό ύφος και οι στίχοι του είναι ποιητικοί. Οι μελωδίες του είναι απλές και εύκολα αφομοιώσιμες από το κοινό.


19/6/2013 Πεθαίνει από ανακοπή ο James Gandolfinι. Ηταν μια ήρεμη προσωπικότητα και ένας συμπαθέστατος ηθοποιός που ήταν οικείος σε όλους μας, έχοντας αφήσει το σημάδι του στην ευρεία ποπ κουλτούρα ως ο μαφιόζος Tony Soprano από τη δημοφιλέστατη σειρά Sopranos (1999-2007) του HBO.

Καταγόμενος από το New Jersey, αποφοίτησε από το Rutgers University και αρχικά δούλεψε ως σερβιτόρος πριν ασχοληθεί με την υποκριτική...

Πρώτος του ρόλος ήταν στο Broadway, δίπλα στους Jessica Lange και Alec Baldwin για το "Λεωφορείον ο Πόθος"και μέχρι να αναδειχθεί αλλά και να αναδείξει τους Sopranos, υπήρξε ένας βετεράνος καρατερίστικων ρόλων σε ταινίες όπως τα  "Get Shorty" "Crimson Tide" αλλά και το "True Romance" (χαρακτηριστικός ο Virgil του) ενώ αργότερα συνέχισε με τα  The Mexican, The Last Castle με τον Robert Redford, "8MM" με τον Nicolas Cage (τον θυμόμαστε στο ρόλο του κακού), "The Man Who Wasn't There" των αδελφών Coen, "In the Loop", The Taking of Pelham 1 2 3 με John Travolta και Denzel Washington, "Where the Wild Things Are".

Με τον ρόλο του ως ο αγχώδης αρχιμαφιόζος Tony Soprano παρέδωσε έναν από τους πιο εμβληματικούς χαρακτήρες της μικρής οθόνης και όχι μόνο, έχοντας βρεθεί 6 φορές υποψήφιος για βραβείο Emmy, κερδίζοντας τις χρονιές 2000, 2001 και 2003.

Στις Χρυσές Σφαίρες βρέθηκε τέσσερις φορές υποψήφιος κερδίζοντας μία φορά ενώ του είχαν απονεμηθεί και τρία βραβεία Screen Actors Guild Awards, ένα για τον ίδιο και άλλα δύο ως μέρος του συνολικού καστ των Sopranos.

Η The Television Critics Association επίσης τον τίμησε τρεις φορές (1999, 2000, 2001) με το βραβείο Individual Achievement in Drama και είναι ο μόνος ηθοποιός που το κατάφερε τρεις φορές.

Μετά το τέλος των Sopranos το 2006, συνέχισε δουλεύοντας πάνω σε παραγωγές για το HBO, κερδίζοντας υποψηφιότητες Emmy για το ντοκιμαντέρ  "Alive Day Memories: Home From Iraq" και την τηλεταινία "Hemingway and Gellhorn".


27/7/2013: Πεθαίνει ο Θρυλικός κιθαρίστας J J Cale





30/8/2013: Πεθαίνει  Ιρλανδός ποιητής Σέιμους Χίνι, ο οποίος είχε βραβευθεί το 1995 με το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Ο Σέιμους Χίνι γεννήθηκε στη Βόρεια Ιρλανδία το 1939, τη χρονιά του θανάτου του Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς, ο οποίος είχε τιμηθεί επίσης με Νόμπελ. Ήταν ο μεγαλύτερος μιας οικογένειας καθολικών χωρικών που είχε οκτώ παιδιά. Εξέδωσε την πρώτη ποιητική συλλογή του το 1966 ("Death of A Naturalist"), στην οποία ήδη συνέκρινε τη γραφή με την καλλιέργεια της γης.
Ο Σέιμους Χίνι ήταν μια μάλλον ασυνήθιστη περίπτωση ποιητή, καθώς οι κριτικοί τον επευφημούσαν παρόλο που τα βιβλία του γίνονταν μπεστ-σέλερ. Κάποτε είχε χρειαστεί τρεις ώρες για να περπατήσει τον κεντρικό δρόμο του Δουβλίνου, καθώς εκατοντάδες άνθρωποι του ζητούσαν αυτόγραφο.

Παντρεμένος και πατέρας τριών παιδιών εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στο Δουβλίνο, όπου εργαζόταν ευκαιριακά για την ιρλανδική ραδιοτηλεόραση, το BBC και πολλές εφημερίδες, έπειτα από λαμπρές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Ντέρι και μετά σ' αυτό του Μπέλφαστ. Έγινε λέκτορας στο πανεπιστήμιο Κουίνς και στη συνέχεια θα καταλάβει, από το 1989 ως το 1994, την έδρα της Ποίησης στο βρετανικό πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Έδινε διαλέξεις σ' ολόκληρο τον κόσμο, κυρίως στο Χάρβαρντ, στις ΗΠΑ. Ήταν επίσης επίτιμος καθηγητής του Κολεγίου Τρίνιτι στο Δουβλίνο.


12/9/2013. Φευγει από τη ζωή ο Ιταλός μουσικός Τζίμι Φοντάνα. Πολύ γνωστός διεθνώς για την επιτυχία του «Il Mondο» ο Φοντάνα ήταν ένας από τους πιο επιτυχημένους τραγουδιστές και τραγουδοποιούς της Ιταλίας, ενώ είχε δοκιμαστεί και ως ηθοποιός.

Το πραγματικό του όνομα ήταν Ενρίκο Σμπρίκολι και είχε γεννηθεί στην πόλη Καμερίνο της κεντρικής Ιταλίας, όπου είχε ολοκληρώσει σπουδές λογιστή. Αυτοδίδακτος στην μουσική, έδειξε από πολύ νέος ιδιαίτερη κλίση και αγάπη στην τζαζ.
Το 1961 συμμετείχε για πρώτη φορά στο Φεστιβάλ Ιταλικού Τραγουδιού του Σαν Ρέμο. Η μεγαλύτερη επιτυχία του Φοντάνα ήταν αναμφισβήτητα το τραγούδι «Ιl Mondo» το οποίο και ερμήνευσε για πρώτη φορά το 1965. Είχε συμβάλει ένα μέρος της μουσικής αυτής σύνθεσης.

Το κομμάτι αυτό κατόπιν τραγουδήθηκε από σειρά γνωστών καλλιτεχνών σε δεκάδες εκδοχές του σε άλλες γλώσσες.
Το 1971 συνέθεσε την μουσική και υπέγραψε μέρος των στίχων του τραγουδιού «Che Sarà» το οποίο παρουσίασε στο Σαν Ρέμο. Κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 70΄, απογοητευμένος από τις  δισκογραφικές εταιρίες, ο Ιταλός καλλιτέχνης άνοιξε καφέ μπαρ στην πόλη της Ματσεράτα, στην περιφέρεια Μάρκε της κεντρικής Ιταλίας. Το 1979, όμως, ξανάρχισε να συνθέτει και να τραγουδά.

Ο Τζίμι Φοντάνα είχε γράψει, επίσης, τους στίχους σειράς μουσικών κομματιών που μεταδόθηκαν από γνωστές εκπομπές της ιταλικής δημόσιας τηλεόρασης Rai.


27/10/2013: Πεθαίνει ο θρύλος της Ροκ Λου Ριντ. Ο Λιούις Άλεν "Λου" Ριντ (Lewis Allen "Lou" Reed) (2 Μαρτίου 1942 – 27 Οκτωβρίου 2013) ήταν Αμερικανός τραγουδιστής, συνθέτης της ροκ μουσικής και κιθαρίστας. Ως μέλος των Velvet Underground τη δεκαετία του 1960, ο Ριντ είχε ανοίξει νέους δρόμους στον χώρο της ροκ προς διάφορες κατευθύνσεις.
Γεννήθηκε στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης και μεγάλωσε στο Φρίπορτ του Λογκ Άιλαντ.
Φοίτησε στο Πανεπιστήμιο των Συρακουσών (Syracuse University)
Μετά την αποφοίτησή του το 1964 έπιασε δουλειά ως συνθέτης στη δισκογραφική εταιρία Pickwick Records.
Την επόμενη χρονιά δημιούργησε μαζί με τον Oυαλό αβανγκάρντ βιολιστή συνάδελφό του Τζον Κέιλ το συγκρότημα The Primitives, το οποίο μετεξελίχθηκε τελικά στους The Velvet Underground.
Η συνάντησή τους με τον Άντι Γουόρχολ ήταν καθοριστική καθώς απογείωσε τη φήμη τους. 
Το 1970 ο Ριντ αποχώρησε από το συγκρότημα και ακολούθησε σόλο καριέρα, ενώ ταυτόχρονα μετακόμισε στο Λονδίνο.
Εκεί γνωρίστηκε με τον Ντέιβιντ Μπάουι ο οποίος μαζί με τον Μικ Ρόνσον ανέλαβε την παραγωγή στο πρώτο προσωπικό του άλμπουμ, με τίτλο Transformer το 1972.
Η δεκαετία του 2000 ξεκίνησε για τον Ριντ με το επιτυχημένο άλμπουμ Ecstasy και τρία χρόνια αργότερα επανήλθε στο προσκήνιο με το The Raven

 

31/10/2013 Πεθαίνει ο ο γάλλος συγγραφέας Ζεράρ ντε Βιλιέ που έγινε παγκοσμίως γνωστός από την περιπετειώδη σειρά κατασκοπευτικών περιπετειών S.A.S. με ήρωα τον αυστριακό πρίγκιπα και πράκτορα της CIA Μάλκο Λίνγκε.

Ο Ζεράρ ντε Βιλιέ, τον οποίο διάβαζαν και πολλοί Πρόεδροι της Γαλλικής Δημοκρατίας, αντλούσε το υλικό του από μυστικές υπηρεσίες και διπλωμάτες ανά τον κόσμο προκειμένου να γράψει τις καταιγιστικές pulp-fiction ιστορίες του χωρίς να φοβάται τη ρευστότητα της επικαιρότητας.

Δεν ήταν μάλιστα λίγες οι φορές που «προέβλεψε» γεγονότα και εξελίξεις με τα μυθιστορήματά του. Η σειρά S.A.S. έχει ξεπεράσει σε πωλήσεις τα 100 εκατομμύρια αντίτυπα και θεωρείται – μαζί με την αντίστοιχη του Ίαν Φλέμινγκ για τον Τζέιμς Μποντ – μια από τις πλέον πετυχημένες στην ιστορία.

Ο ίδιος ήξερε, ομολογουμένως, πολλά. To 1964 άφησε τη δημοσιογραφία και άρχισε να γράφει μυθιστορήματα που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν και πολιτικά θρίλερ.

Το 1980, επί παραδείγματι, έγραψε ένα βιβλίο για τη δολοφονία του Ανουάρ Σαντάτ από ένοπλους ισλαμιστές – το 1981 ο αιγύπτιος πρόεδρος πράγματι δολοφονήθηκε.Τον Ιούνιο του 2012 εξέδωσε ένα ακόμη πόνημα για τον Εμφύλιο Πόλεμο της Συρίας όπου προφανώς εμφανίζεται ως βασικός χαρακτήρας ο Μπασάρ αλ Άσαντ.

«Δεν θεωρώ τον εαυτό μου λογοτέχνη» είπε στους New York Times τον Ιανουάριο του 2013. «Αφηγούμαι ιστορίες. Γράφω παραμύθια για ενήλικους. Και προσπαθώ θα να βάλω λίγη ουσία μέσα σε αυτά»


17/11/2013: Φεύγει από τη ζωή σε ηλικία 94 ετών η  βρετανίδα μυθιστοριογράφος Ντόρις Λέσινγκ, η οποία είχε τιμηθεί το 2007 με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας,
 

Η Ντόρις Λέσινγκ, η οποία γεννήθηκε στο Κρεμανσάχ της Περσίας, του σημερινού Ιράν, είναι η συγγραφέας περίπου 50 βιβλίων τα οποία την έκαναν ίνδαλμα μαρξιστών, πολέμιων της αποικιοκρατίας και του απαρτχάιντ και φεμινιστριών.

Όταν της απένειμε το βραβείο Νόμπελ, η Σουηδική Ακαδημία είχε χαρακτηρίσει την Ντόρις Λέσινγκ "επική αφηγήτρια της γυναικείας εμπειρίας που, με σκεπτικισμό, θέρμη και ενορατική δύναμη, ερευνά ένα διχασμένο πολιτισμό". Ήταν μόλις η ενδέκατη γυναίκα που τιμήθηκε με το βραβείο αυτό.

Η αντίδραση της συγγραφέα στην ανακοίνωση της βράβευσής της έχει μείνει στα χρονικά. "Ω Θεέ μου", είχε μουρμουρίσει αφού είχε βγει με κόπο από ένα ταξί με τα ψώνια της και είχε πληροφορηθεί την είδηση από τους πολυάριθμους δημοσιογράφους που την περίμεναν μπροστά από το σπίτι της στο Δυτικό Χάμπστεντ, στο βόρειο Λονδίνο.

Η Ντόρις Λέσινγκ ήταν η κόρη ενός πρώην αξιωματικού του βρετανικού στρατού, ο οποίος άσκησε στην Περσία το επάγγελμα του τραπεζίτη πριν μεταναστεύσει και πάλι, όταν η Ντόρις ήταν 3 ετών, στη Ροδεσία, τη σημερινή Ζιμπάμπουε, όπου ασχολήθηκε με την εκμετάλλευση ενός αγροκτήματος.

Η μητέρα της, μια νοσηλεύτρια σκωτσέζικης και ιρλανδέζικης καταγωγής, εξασφάλισε ότι η μικρή θα είχε στην αποικία μια σταθερή προμήθεια παιδικών βιβλίων ώστε να μην πλήττει.

"Διάβαζα συνεχώς", είχε πει για τα χρόνια της στη Ροδεσία.

"Στοιχειωμένη" από την παιδική ηλικία της στην αποικιοκρατούμενη Αφρική, καθοδηγημένη από την πολιτική και αντιρατσιστική στράτευσή της, παρήγαγε ένα εκλεκτό έργο, που εκτείνεται από τα επικά μυθιστορήματα ως την επιστημονική φαντασία, περνώντας από το θέατρο.

"Το Χρυσό Σημειωματάριο" (The Golden Notebook), το γνωστότερο από τα βιβλία της που εκδόθηκε το 1962, αφηγείται την ιστορία μιας επιτυχημένης συγγραφέα η οποία κρατάει το ημερολόγιό της σε τέσσερα διαφορετικά σημειωματάρια: ένα μαύρο για το λογοτεχνικό έργο της, ένα κόκκινο για τις πολιτικές δραστηριότητές της, ένα μπλε στο οποίο προσπαθεί να βρει την αλήθεια μέσω της ψυχανάλυσης και ένα κίτρινο για την ιδιωτική της ζωή. Σ' ένα πέμπτο, "το χρυσό σημειωματάριο", επιχειρεί τη σύνθεση της ζωής της.

Από τα άλλα έργα της, το "Going Home" (1957) καταγγέλλει το απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική ενώ το "Η καλή τρομοκράτισσα" (1986) έχει να κάνει με μια ομάδα από νεαρές επαναστάτισσες της άκρας αριστεράς.


30/11/2013: Σκοτώνεται σε τροχαίο ο μερικανος ηθοποιος, Πολ Γουόκερ, σταρ των ταινιών δράσης «Μαχητές των δρόμων» (Fast & Furious) . Ο 40χρονος ηθοποιός περιέγραφε τον εαυτό του ως άνθρωπο που του άρεσαν οι δραστηριότητες στην φύση. Λάτρευε τον ωκεανό και το σερφ, ενώ αυτοχαρακτηριζόταν ως κάποιος που είναι «εθισμένος στην αδρεναλίνη» και παράλληλα «ασχολείται λιγάκι και με την υποκριτική».
O Γουόκερ μπήκε στην βιομηχανία του θεάματος από μωρό, όταν η μητέρα του τον πήγαινε σε διάφορες ακροάσεις για διαφημιστικά σποτ. Η ενασχόλησή του στην υποκριτική ξεκίνησε ουσιαστικά με έναν ρόλο στην τηλεοπτική σειρά «Touched by an Angel». Ακολούθησαν και άλλες σειρές, η ταινία του 1999, Varsity Blues, αλλά η καριέρα του απογειώθηκε μετά την πολύ μεγάλη εμπορική επιτυχία της πρώτης ταινίας «The Fast & The Furious» του 2001, στην οποία υποδυόταν έναν μυστικό αστυνομικό που διεισδύει σε συμμορία παράνομων αγώνων αυτοκινήτου.
Σχολιάζοντας το πώς πήρε την απόφαση να παίξει τον ρόλο που τον έκανε διάσημο, ο ηθοποιός, δήλωνε στο Motor Trend:
«Η Universal ήρθε με ένα άρθρο από εφημερίδα για κόντρες με αυτοκίνητα στο Λος ΄Αντζελες και εγώ τους είπα: Με δουλεύετε; Μεγάλωσα κάνοντας ακριβώς αυτό, στην Σαν Βάλεϊ. Με ρώτησαν αν ήθελα να το κάνω (να παίξω τον ρόλο). Ούτε σενάριο δεν υπήρχε, δεν υπήρχε τίποτα, ωστόσο εγώ είπα: Ναι ρε γαμώτο, θέλω να το κάνω!».


5/12/2013 Πεθαίνει σε ηλικία 95 ετών, ο Νέλσον Μαντέλα, ο "πατέρας της δημοκρατίας" της Νότιας Αφρικής και πρώτος μαύρος πρόεδρος της χώρα
Ο Νέλσον Ρολιλάχια Μαντέλα, ο πρώτος μαύρος πρόεδρος της Νότιας Αφρικής, ή "Μαντίμπα", όπως τον αποκαλούσαν χαϊδευτικά, από το όνομα της φυλής του, ο άνθρωπος που πολέμησε με όλες τις δυνάμεις του το καθεστώς του απαρτχάιντ και οδήγησε τη χώρα του σε μια πολυφυλετική δημοκρατία, πέθανε απόψε, στις 20:50 στο σπίτι του στο Γιοχάνεσμπουργκ.

Ο Μαντέλα γεννήθηκε στις 18 Ιουλίου 1918 στην Ουμπάτα του Τρανσκέι. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο του Φορτ Χέιρ και στο Πανεπιστήμιο του Γουιτγουότεσραντ, αλλά δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του. Παράλληλα εργαζόταν ως φύλακας σε χρυσωρυχείο και αργότερα ως μεσίτης στο Γιοχάνεσμπουργκ.
 

Το 1944, μαζί με τον Όλιβερ Τάμπο και τον Γουόλτερ Σιζούλου, ίδρυσε τη νεολαία του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου, της οποίας ανέλαβε πρόεδρος το 1950. Με τον Τάμπο ίδρυσε και το πρώτο δικηγορικό γραφείο μαύρων της Νότιας Αφρικής, το 1952.

Το 1956 συνελήφθη με την κατηγορία της προδοσίας αλλά απαλλάχθηκε το 1961, την ίδια χρονιά που ίδρυσε και την οργάνωση "Λόγχη του Έθνους", η οποία επί της ουσίας ήταν το στρατιωτικό σκέλος του ΑΕΚ που είχε κηρυχθεί παράνομο έναν χρόνο νωρίτερα.

Το 1962 συνελήφθη και πάλι και καταδικάστηκε σε πέντε χρόνια καταναγκαστικά έργα επειδή είχε βγει παράνομα από τη χώρα και επειδή υποκινούσε τους μαύρους εργάτες να απεργήσουν. Ακολουθεί νέα δίκη, το 1963-4 και η καταδίκη του σε ισόβια κάθειρξη, μετά την ανακάλυψη του μυστικού αρχηγείου του ΑΕΚ όπου βρέθηκε το ημερολόγιό του μαζί με διάφορα έγγραφα για τη δράση των αντάρτικων ομάδων.

Από το 1964 ήταν κρατούμενος στο νησί Ρόμπεν, αρχικά σε άθλιες συνθήκες και με ακραίους περιορισμούς στον αριθμό επισκεπτών και την αλληλογραφία του: του επέτρεπαν ένα γράμμα και έναν επισκέπτη ανά έξι μήνες. Σταδιακά οι συνθήκες βελτιώθηκαν και το 1982 μεταφέρθηκε στη φυλακή Πόλσμουρ όπου του επετράπη να συνεχίσει τις σπουδές του και να πάρει τελικώς το πτυχίο Νομικής, το 1989. Την χρονιά εκείνη ο τότε πρόεδρος της χώρας Πίτερ Μπότα πρότεινε να τον απελευθερώσει υπό τον όρο να αποκηρύξει τη βία, κάτι που ο Μαντέλα δεν δέχτηκε.

Τα χρόνια που έζησε στη φυλακή και οι αγώνες του μέσα από αυτήν για την κατάργηση του απαρτχάιντ τον κατέστησαν έναν από τους διασημότερους πολιτικούς κρατούμενους της εποχής του και ηγέτη μυθικών διαστάσεων για εκατομμύρια μαύρους Νοτιοαφρικανούς αλλά και για όλους τους καταπιεσμένους λαούς σε όλο τον κόσμο.
Μετά από 27 χρόνια στις φυλακές, στις 11 Φεβρουαρίου 1990, ο Μαντέλα αποφυλακίστηκε, μία εβδομάδα αφότου ο πρόεδρος Φρεντερίκ ντε Κλερκ νομιμοποίησε το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο.

"Καθώς περνούσα επιτέλους αυτές τις πύλες (...) αισθανόμου ότι, έστω και στα 71 μου η ζωή μου ξεκινούσε ξανά. Οι 10.000 ημέρες στη φυλακή είχαν επιτέλους τελειώσει", είχε γράψει ο ίδιος για την ημέρα που αποφυλακίστηκε.
Την ίδια χρονιά εξελέγη αντιπρόεδρος του ΑΕΚ και την αμέσως επόμενη ανέλαβε την προεδρία στη θέση του Όλιβερ Τάμπο. Μετά το δημοψήφισμα του 1992 για την κατάργηση του απαρτχάιντ, όπου, αν και συμμετείχαν μόνο οι λευκοί κάτοικοι της Νότιας Αφρικής, εγκρίθηκε με ποσοστό 68,7%, η χώρα οδεύει προς τις πρώτες πολυφυλετικές εκλογές, στις 27 Απριλίου 1994. Το ΑΕΚ πέτυχε σαρωτική νίκη, με ποσοστό 62,65% και 252 έδρες στο 400μελές κοινοβούλιο της χώρας και ο Μαντέλα ανέλαβε πρόεδρος της χώρας σε μια πανηγυρική τελετή, παρουσία πολλών πολιτικών ηγετών απ' όλο τον κόσμο.

Το 1997 ο Μαντέλα παρέδωσε την ηγεσία του ΑΕΚ στον Τάμπο Μπέκι και δύο χρόνια αργότερα του παρέδωσε και την προεδρία της χώρας.

Το 1998, την ημέρα των 80στών γενεθλίων του, παντρεύτηκε την Γκράσα Μασέλ, τη χήρα του πρώην προέδρου της Μοζαμβίκης Σαμόρα Μασέλ με την οποία είχε δεσμό τα τελευταία χρόνια. Είχε ήδη χωρίσει, το 1992, από την δεύτερη σύζυγό του, Ουίνι Μαντέλα, με την οποία απέκτησε δύο κόρες. Με την πρώτη σύζυγό του, Έβλιν Ντόκο, με την οποία χώρισε το 1957 μετά από 13 χρόνια έγγαμου βίου, απέκτησε δύο γιους και δύο κόρες, η μία εκ των οποίων πέθανε σε βρεφική ηλικία.
Από το 2004 ο Μαντέλα είχε περιορίσει σημαντικά τις δημόσιες εμφανίσεις και τις δραστηριότητές του γιατί, όπως είχε πει ο ίδιος, ήθελε να αφιερώσει περισσότερο χρόνο στην οικογένεια και τους φίλους του. Είχε ανακοινώσει μάλιστα την αποχώρησή του από τη δημόσια ζωή λέγοντας χαριτολογώντας: "Μην μου τηλεφωνήσετε, θα σας πάρω εγώ". Παρέμενε όμως πάντα δραστήριος στον αγώνα του για την καταπολέμηση του AIDS, την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την οικονομική ανάπτυξη της Αφρικής. Τα τελευταία χρόνια είχε εισαχθεί πολλές φορές για νοσηλεία λόγω αναπνευστικών προβλημάτων και λοιμώξεων.
Ο Μαντέλα τιμήθηκε το 1993 με το Νόμπελ Ειρήνης, από κοινού με τον πρόεδρο ντε Κλερκ, για τις προσπάθειές τους να καταργήσουν το απαρτχάιντ στη Νότια Αφρικής.

Ενόσω ήταν ακόμη κρατούμενος, το 1988, το Ευρωκοινοβούλιο του είχε απονείμει το βραβείο Ζαχάροφ "για την ελευθερία του πνεύματος" ενώ το 1992 τιμήθηκε με το τουρκικό βραβείο "Κεμάλ Ατατούρκ, αλλά αρχικά αρνήθηκε να το παραλάβει, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Τουρκία και το δέχτηκε μόνο το 1999. Το 1998 είχε τιμηθεί από τον τότε πρόεδρο των ΗΠΑ Μπιλ Κλίντον με το χρυσό μετάλλιο (την ανώτατη διάκριση) του Κογκρέσου ενώ το 2006 η Διεθνής Αμνηστία τον ανακήρυξε "Πρεσβευτή της Συνείδησης", την υψηλότερη διάκρισή της.

Τον Νοέμβριο του 2009 η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών ανακήρυξε την 18η Ιουλίου "Ημέρα του Μαντέλα" και κάλεσε όλους τους ανθρώπους να αφιερώσουν 67 λεπτά από το χρόνο τους για να κάνουν κάτι θετικό για τον πλησίον τους, τιμώντας τα 67 χρόνια που ο Μαντέλα αφιέρωσε στον αγώνα του κατά του ρατσισμού.

Το 1994 είχε αναγορευτεί επίτιμος διδάκτορας της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Έγραψε δύο αυτοβιογραφικά βιβλία, το "Μακρύ δρόμο προς την ελευθερία" και το "Συζητήσεις με τον εαυτό μου" που έγιναν διεθνή μπεστ-σέλερ. 
  


15/12/2013 Πεθαίνει σε ηλικία 81 ετών ο Ιρλανδός ηθοποιός Πίτερ Ο' Τουλ, διάσημος από την ενσάρκωση του ρόλου του αντισυνταγματάρχη Τόμας Έντουαρντ Λόρενς στην ταινία Λόρενς της Αραβίας
Σε ηλικία 17 ετών ο Π. Ο’ Τούλ που γεννήθηκε στην Ιρλανδία (2 Αυγούστου 1932, Κονεμάρα Κάουντι Γκάλει) αλλά μεγάλωσε στο Γιόρκσαϊρ της Αγγλίας, αποφάσισε να εγκαταλείψει τη δημοσιογραφία για να κάνει το ντεμπούτο του στο θέατρο. Σπούδασε στη Βασιλική Ακαδημία Δραματικών Τεχνών με συμμαθητές του τον Αλμπερτ Φίνεϊ, τον Αλαν Μπέιτς και τον Ρίτσαρντ Χάρις με τον οποίο έγινε κολλητός φίλος. Τριαντάρης έγινε διεθνής αστέρας του κινηματογράφου έχοντας υποδυθεί τον T. E. Λόρενς στο αριστουργηματικό έπος του Ντέιβιντ Λιν «Ο Λόρενς της Αραβίας» (1963). Η ταινία του χάρισε την πρώτη από τις οκτώ υποψηφιότητές του για Οσκαρ, ένα βραβείο που δεν κέρδισε ποτέ. Μάλιστα σε ότι αφορά το Οσκαρ, η αντίδραση του Ο'Τουλ προς την Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου, όταν τον επέλεξε για μια βράβευση με ειδικό τιμητικό Οσκαρ 2003, υπήρξε μάλλον ειρωνική (αν και στην πορεία ο Ο' Τουλ τα «μπάλωσε»): «Εφόσον παραμένω στο "παιχνίδι" της σοουμπίζ και εφόσον υπάρχει πιθανότητα να τον κερδίσω κάποια στιγμή τον μπαγάσα τον Οσκαρ, μήπως η Ακαδημία θα μπορούσε να περιμένει ως τα 80 μου;» είχε πει τότε στη σκηνή της τελετής.
Οι υπόλοιπες υποψηφιότητες ήταν για τις ταινίες «Μπέκετ» (1964), «Το λιοντάρι του χειμώνα» (1968), «Αντίο κύριε Τσιπς» (1969), «Η άρχουσα τάξη» (1972), «Στάντμαν: Ενας ριψοκίνδυνος δραπέτης» (1980), «Η αγαπημένη μου χρονιά» (1982) και «Venus» (2006).

16/12/2013 Πεθαίνει η βραβευμένη με Οσκαρ ηθοποιός Τζοαν Φοντεν. Η Τζόαν Φοντέν γεννήθηκε στο Τόκιο στις 22 Οκτωβρίου του 1917 ως Τζόαν Ντε Μποβουάρ Ντε Χάβιλαντ, ένα χρόνο μετά την αδελφή της, επίσης ηθοποιό, Ολίβια Ντε Χάβιλαντ. Μητέρα τους ήταν η ηθοποιός του θεάτρου Λίλιαν Φοντέν, όνειρο της οποίας ήταν και οι δυο κόρες της να ακολουθήσουν καριέρα ηθοποιού.

Αρχικώς όμως αυτή δεν ήταν επιθυμία της Φοντέν η οποία αφού πρώτα γεύθηκε λίγο την ζωή στην Καλιφόρνια με την μητέρα της, επέστρεψε στην Ιαπωνία για να ζήσει με τον πατέρα της (οι γονείς της είχαν χωρίσει). Εν τέλει αποφάσισε να γίνει και αυτή ηθοποιός αν και για τους ευνόητους λόγους αποφάσισε να αλλάξει το όνομά της σε Φοντέν. Το κινηματογραφικό ντεμπούτο της στο «No more ladies», έγινε το 1935  την ίδια χρονιά που το έκανε και η αδελφή της. Ηταν η αφετηρία ενός ανταγωνισμού που δεν θα τελείωνε ποτέ.

Πρώτη η Ντε Χάβιλαντ έγινε μεγάλη σταρ παίζοντας στο «Οσα παίρνει ο άνεμος» του Βίκτορ Φλέμινγκ. Έναν χρόνο αργότερα όμως, η Τζόαν Φοντέν γεύθηκε επίσης την πρώτη μεγάλη επιτυχία της. Ο παραγωγός του «Οσα παίρνει ο άνεμος» Ντέιβιντ Ο. Σέλζνικ επέλεξε την Φοντέν για τον βασικό γυναικείο ρόλο της «Ρεβέκκας» του Αλφρεντ Χίτσκοκ. Η ηθοποιός δεινοπάθησε δίπλα στον Λόρενς Ολίβιε ο οποίος ήθελε την γυναίκα του, Βίβιαν Λι για τον ρόλο αλλά κέρδισε τελικά για την δουλειά της μια υποψηφιότητα στα Οσκαρ.

Λέγεται μάλιστα ότι ο Χίτσκοκ είχε εκμεταλλευτεί το σύμπλεγμα κατωτερότητας της Φοντέν απέναντι στον Ολίβιε, αποσπώντας κατ' αυτόν τον τρόπο την ερμηνεία που ακριβώς ήθελε. Η Φοντέν δεν πήρε τότε το βραβείο αλλά ένα χρόνο αργότερα, το 1942 για μια άλλη ταινία του Χίτσκοκ, τις «Υποψίες». Το 1943 ακολούθησε μια ακόμη υποψηφιότητα για το «Πεθαίνω από αγάπη» του Εντμουντ Γκάουλντινγκ.

Η σχέση της Φοντέν με την Ντε Χάβιλαντ παρέμειναν για πάντα ψυχρές. Οι δυο αδελφές ακολούθησαν παράλληλες πορείες με την Ντε Χάβιλαντ να θεωρείται μια σκάλα καλύτερη της αδελφής της. Η καριέρα της Φοντέν δεν είχε καλή εξέλιξη. Η αποτυχία του μιούζικαλ «Darling how could you» στις αρχές της δεκαετίας του 1950 τραυμάτισε την καριέρα της. Για ένα διάστημα η Φοντέν εγκατέλειψε για πολλά χρόνια τον κινηματογράφο. Η τελευταία εμφάνισή της μπροστά στις κάμερες το 1994 στην τηλεοπτική παραγωγή «O βασιλιάς Wenceslas».

Δεν υπάρχουν σχόλια: