"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


Κάποιοι κύκλοι τώρα ονειρεύονται τη «Φυσική Αλβανία»

Οσοι νόμισαν ότι με την ανεξαρτησία του Κοσόβου και τη συγκυβέρνηση, μετά τον πόλεμο Αλβανών και Σλαβομακεδόνων στην ΠΓΔΜ, ο αλβανικός εθνικισμός στα Βαλκάνια εξεπλήρωσε τους στόχους του μάλλον έπεσαν έξω. Στην Αλβανία μεγάλο μέρος της πνευματικής και πολιτικής ελίτ έχει αρχίσει να γοητεύεται από την ιδέα όχι της «Μεγάλης» αλλά της «Φυσικής Αλβανίας».

Κατά τους εμπνευστές της, θα περιλαμβάνει τα εδάφη όπου ζουν Αλβανοί: το ελεύθερο Κόσοβο και τα σκλαβωμένα τμήματα σε Ελλάδα (Ηπειρος), ΠΓΔΜ (δυτικές επαρχίες), Μαυροβούνιο και νότια Σερβία (Πρέσεβο, Μπουγιάνοβατς). Θα μπορούσε να κάνει κανείς λόγο για μεταπολεμικές βαλκανικές γραφικότητες, αν η λεγόμενη «πλατφόρμα της Φυσικής Αλβανίας» δεν συσπείρωνε γνωστούς πνευματικούς και πολιτικούς παράγοντες της χώρας και η επιρροή της δεν έφτανε στους παροπλισμένους UCKάδες του Κοσόβου, που πρόσφατα εκπροσωπήθηκαν σε εκδήλωση που έγινε στα Τίρανα από τον στρατιωτικό τους ηγέτη Αγκίμ Τσέκου.

Αν μέχρι τον πόλεμο του Κοσόβου βασικό χαρακτηριστικό του αλβανικού εθνικισμού ήταν η καχυποψία και το μίσος προς τους Σέρβους, τώρα τη θέση του έχει καταλάβει ο ανθελληνισμός, με αιχμή του δόρατος το τσάμικο. Επί του παρόντος αυτό δεν αποτυπώνεται στην πολιτική των Τιράνων απέναντι στην Ελλάδα, όμως οι πρωτεργάτες της κινητικότητας θεωρούν ότι είναι θέμα χρόνου η ένταξή του στην ατζέντα της αλβανικής διπλωματίας.

Ηδη στο αλβανικό Κοινοβούλιο εκπροσωπούνται με δύο βουλευτές ισάριθμα κόμματα των Τσάμηδων, που οργανώνουν εκδηλώσεις σε πόλεις της Αλβανίας και στα σύνορα με την Ελλάδα, συγκεντρώνουν χρήματα, προωθούν ψηφίσματα σε διάφορα φόρα και διοργανώνουν διεθνώς καμπάνιες.

Την περασμένη Παρασκευή μάλιστα, οι βουλευτές, επιστρέφοντας από τις ΗΠΑ όπου μετέβησαν για να ευαισθητοποιήσουν την εκεί εμιγκράτσια αλλά και το αμερικανικό κατεστημένο γύρω από το θέμα τους, έγιναν δεκτοί από τον πρωθυπουργό κ. Μπερίσα ο οποίος αποδέχθηκε το αίτημά τους για την ανέγερση νεκροταφείου στα σύνορα με την Ελλάδα για τους 2.500 Τσάμηδες της Ηπείρου που, σύμφωνα με στοιχεία τους, σφαγιάστηκαν από τον ΕΔΕΣ το 1945.

Διεκδικούν αναγνώριση «γενοκτονίας των Τσάμηδων», αποζημίωση σε πρώτη φάση των απογόνων τους για τις απολεσθείσες περιουσίες και βεβαίως, στο βάθος, μολονότι δεν το ομολογούν, ένταξη των εδαφών της Ηπείρου σε μια «Φυσική Αλβανία».

Η προπαγάνδα κερδίζει έδαφος σε μια κοινωνία η οποία παραδοσιακά διακατέχεται από προκαταλήψεις και στερεότυπα απέναντι στον νότιο γείτονα.

Τα ανθελληνικά αισθήματα τροφοδοτούνται κατά καιρούς από κακές συμπεριφορές απέναντι στους Αλβανούς μετανάστες αλλά και απωθητικά συνθήματα, όπως αυτά των «παλικαράδων» των ΟΥΚ στην παρέλαση της 25ης Μαρτίου. Με δεδομένο ότι το ανθελληνικό «πουλάει», δεν είναι λίγες οι φορές που τα πολιτικά κόμματα πλειοδοτούν σε κορώνες προς άγραν ψήφων.

Στόχος να αρπάξουν τις περιουσίες των ομογενών
Η Χειμάρρα στην ιστορική της διαδρομή υπήρξε μόνιμος στόχος του αλβανικού εθνικισμού, καθώς συγκέντρωνε στα επτά χωριά της –πόλη της Χειμάρρας, Δρυμάδες, Παλάσα, Πηλιούρι, Κηπαρό, Βούνο– τον πιο μαχητικό πυρήνα του Ελληνισμού με ισχυρή αυτονομιστική συνείδηση.

Ο Ενβέρ Χότζα, όταν το 1946-1947 καθόρισε τις μειονοτικές ζώνες στις οποίες οι εκεί Ελληνες τύγχαναν κάποιων προνομίων –με την πάροδο του χρόνο αυτά περιορίστηκαν–, άφησε εκτός τη Χειμάρρα μολονότι αριθμούσε τότε γύρω στις δεκαπέντε χιλιάδες ομογενείς. Σήμερα έχουν απομείνει γύρω στις τρεις χιλιάδες στα τρία πρώτα χωριά.

Το έκανε για να αποκόψει πλήρως από τον μειονοτικό κορμό του Νότου το πιο δραστήριο κομμάτι του Ελληνισμού, αλλά και για έναν επιπλέον λόγο: να τιμωρήσει του Χειμαρριώτες οι οποίοι, στις βουλευτικές εκλογές που οργάνωσε το 1945 μόλις ανήλθε στην εξουσία, δεν του έδωσαν ούτε μία ψήφο! Ταυτόχρονα μετέφερε οικογένειες Λιάπηδων και τις εγκατέστησε στην περιοχή, με στόχο τη βαθμιαία αλλοίωση της εθνοτικής σύνθεσης του πληθυσμού, γεγονός που τροφοδότησε μίσος και αντιπαράθεση μεταξύ Αλβανών και Ομογένειας, η οποία υπέστη σκληρούς διωγμούς.

Με την κατάρρευση του καθεστώτος στις αρχές της δεκαετίας του ’90, όπως και οι άλλοι Ελληνες του Νότου, οι Χειμαρριώτες μετανάστευσαν στη μεγάλη τους πλειονότητα στην Ελλάδα εγκαταλείποντας πίσω τους τις περιουσίες τις οποίες αγόρασαν ή καταπάτησαν Αλβανοί που κατέφθασαν από τον Βορρά αναζητώντας καλύτερη τύχη στα εύφορα παράλια. Κατά μερικούς, τα μετα-χοτζικά Τίρανα ενεθάρρυναν ή και ενίσχυσαν την κάθοδο Λιάπηδων στην περιοχή, με απώτερους στόχους.

Και ενώ η ένταση για τα εθνοτικά σοβεί ιστορικά, ήρθε το περιουσιακό, η επιστροφή δηλαδή της γης –την οποία είχε κρατικοποιήσει το καθεστώς Χότζα– στους νόμιμους δικαιούχους, να οξύνει τα πνεύματα.

Μεθοδεύσεις
Οι ομογενείς καταγγέλλουν μεθοδεύσεις στην όλη διαδικασία με στόχο να υφαρπάξουν οι Αλβανοί ή και το ίδιο το κράτος τις περιουσίες τους. Αναφέρουν ως διαδεδομένο το φαινόμενο Αλβανών που διεκδικούν με αμφιβόλου γνησιότητας προπολεμικά έγγραφα περιουσίες οι οποίες είναι γνωστό στις τοπικές κοινωνίες ότι ήταν ιδιοκτησίες Ελλήνων και επομένως ανήκουν δικαιωματικά στους απογόνους τους.

Μάλιστα, κάνουν λόγο για καταπατήσεις γης Ελλήνων που έχουν μεταναστεύσει, εκβιασμούς και απειλές, ώστε να αναγκαστούν να τους παραχωρήσουν οικόπεδα και κτίσματα. Εμπλέκουν σε έκνομες δραστηριότητες και το ίδιο το κράτος, το οποίο ισχυρίζονται ότι επιχειρεί να ελέγξει περιουσίες της Εκκλησίας ή και των κοινοτήτων που είχε κολεκτιβοποιήσει το καθεστώς του Χότζα.

Κατά τους ομογενείς, όλα αυτά έχουν στόχο την εκδίωξή τους από τις πατρογονικές τους εστίες και τον αφελληνισμό της Χειμάρρας, του προπύργιου, όπως τη θεωρούν, του Ελληνισμού της Αλβανίας.

Υπάρχει βέβαια και η άλλη, η καθαρά οικονομικού χαρακτήρα εκδοχή, που έχει να κάνει με τη σχεδιαζόμενη τουριστική ανάπτυξη της πανέμορφης περιοχής.

Η Χειμάρρα αποτελεί το τουριστικό φιλέτο της Αλβανίας και έλκει το αυξημένο ενδιαφέρον αλβανικών και ιταλικών συμφερόντων που δραστηριοποιούνται με όλα τα μέσα για την αγορά και αξιοποίηση εκτάσεων στα μαγευτικά παράλια τα οποία παραδοσιακά ανήκαν σε Ελληνες.

Το ιδιοκτησιακό αποτελεί τούτη την εποχή ζέον πρόβλημα για ολόκληρη την Αλβανία, όμως στην περιοχή της Χειμάρρας, αναμειγνυόμενο με το βαρύ ιστορικό φορτίο και τη χρόνια καχυποψία, τείνει να αποκτήσει εκρηκτικές εθνοτικές διαστάσεις, οι οποίες αγγίζουν και το εσωτερικό της ίδιας της ελληνικής μειονότητας.

Επ’ αυτού, συχνά ο Τύπος των Τιράνων κατηγορεί στελέχη της Ομογένειας ότι υποκινούν σκοπίμως εθνοτικούς θορύβους για να καλύψουν περιουσιακές επιδιώξεις τους.

Η δημογραφική εικόνα, σήμερα, της ομογένειας
«Ποια εικόνα εμφανίζει δημογραφικά σήμερα η ελληνική μειονότητα στην Αλβανία;», ρώτησα τον πρόεδρο του Κόμματος Ενωσης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, κ. Βαγγέλη Ντούλε. Η απάντησή του ήταν γενικόλογη και μάλλον απογοητευτική, αλλά απηχούσε την πραγματικότητα. 

«Ο πληθυσμός έχει συρρικνωθεί σημαντικά, χωρίς όμως να έχει διαρραγεί ο εθνικός ιστός», είπε και απέφυγε να δώσει συγκεκριμένο αριθμό. Το ρεπορτάζ, ωστόσο, λέει ότι δεν υπερβαίνουν στην καλύτερη των περιπτώσεων τους 15.000 εκείνοι που δεν έφυγαν ή μετανάστευσαν αλλά επέστρεψαν στις πατρογονικές τους εστίες. Πόσοι ήταν οι Ελληνες της Αλβανίας; Ουδείς γνωρίζει ακριβώς, δεδομένου ότι δεν καταμετρήθηκαν ποτέ. Δύο ή τρεις απογραφές, που έγιναν επί εποχής Χότζα, δεν μπορεί να θεωρηθούν αξιόπιστες δεδομένου ότι καταγράφηκαν μόνο όσοι ήταν στις λεγόμενες μειονοτικές ζώνες, δηλαδή στα 99 χωριά της Δρόπολης και των Αγίων Σαράντα και δύο στην περιοχή της Πρεμετής.

Ολοι οι άλλοι που ζούσαν στις πόλεις Αργυρόκαστρο, Αγιοι Σαράντα, Δέλβινο, Χειμάρρα κ.ά. δεν μετρήθηκαν γιατί απλά δεν θεωρούνταν Ελληνες, αφού δεν ήταν στις ζώνες. Σε κάθε περίπτωση, η πιο ενθαρρυντική για τη μειονότητα απογραφή ήταν εκείνη του 1989 που ανέβαζε τους ομογενείς στους 58.000. Η κάθοδος στην Ελλάδα άρχισε σιγά σιγά το 1988-1989 με τη χαλάρωση των αστυνομικών μέτρων του καθεστώτος και τη σχετικά εύκολη διέλευση των συνόρων. Ακολούθησε το μεγάλο κύμα φυγής στην τριετία 1991-1993 με τα τραγικά λάθη της Αθήνας και την ένταση της τρομοκρατίας προς τη μειονότητα από πλευράς Τιράνων, η οποία κορυφώθηκε το 1994 με την ένοπλη επίθεση Ελλήνων ακροδεξιών στην Επισκοπή και τη δολοφονία δύο στρατιωτών. Αρκετοί εξ αυτών που άντεξαν την τότε δοκιμασία αναγκάστηκαν να φύγουν στις ταραχές του 1997 για τις παρατράπεζες, αφήνοντας πίσω έρημα χωριά και περιουσίες. Η πολιτική της Αθήνας, αντί να συγκρατήσει τους Ελληνες στις εστίες τους, ενίσχυσε την πολιτική των Τιράνων που αποσκοπούσε στη φυγή τους.

Τυχοδιωκτικοί σχεδιασμοί γύρω από το βορειοηπειρωτικό, τεράστια κονδύλια που αντί για τη δημιουργία παραγωγικής βάσης κατέληγαν σε πηγάδια δίχως πάτο, καλλιέργεια κλίματος φιατριασμού και κομματισμού συνέθεσαν μια νοσηρή ατμόσφαιρα στον Ελληνισμό που τον οδήγησε στη μαζική μετανάστευση. Τα αποτελέσματα είναι ορατά και σήμερα. Χωριά με ένα ή δύο γερόντους, σπίτια ρημαγμένα, χωράφια εγκαταλειμμένα και ομογενείς στην ελληνική επικράτεια που δεν προτίθενται να επιστρέψουν γιατί δεν μπορούν να ζήσουν στον τόπο που γεννήθηκαν.

Μεγάλο πρόβλημα η απασχόληση
«Δεν υπάρχουν θέσεις απασχόλησης και εδώ είναι το μεγάλο πρόβλημα», λέει ο πρόεδρος του ΚΕΑΔ και προσθέτει: «Στοχεύουμε στους ελεύθερους επιχειρηματίες και τις μικρές επιχειρήσεις, μια και δεν υπάρχουν μεγάλα εργοστάσια για να δουλέψουν όσοι επιστρέψουν. Οσον αφορά στην εκπαίδευση, στόχος μας είναι –με δεδομένο ότι ο αριθμός των μαθητών έχει μειωθεί– να δημιουργήσουμε ολοήμερα σχολικά κέντρα για την παροχή ποιοτικής εκπαίδευσης».

Αλλά και ως προς την πολιτική της παρουσία η ελληνική μειονότητα ακολούθησε φθίνουσα πορεία. Η οργάνωση «Ομόνοια» που δημιουργήθηκε για να την εκφράσει πολιτικά αλλά και το ΚΕΑΔ για να την εκπροσωπήσει στο Κοινοβούλιο έχουν περιπέσει σε βαθιά κρίση. Πρόσφατα αποχώρησε σημαντικός αριθμός στελεχών από την «Ομόνοια» και το ΚΕΑΔ και συγκρότησαν δικό τους κόμμα με την επωνυμία MEGA, το οποίο πρόσκειται στο κόμμα το πρωθυπουργού κ. Μπερίσα.

πηγη ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια: