"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


2023 και ΠΡΟΣΩΠΑ (Μέρος Α'): Διάσημοι ΞΕΝΟΙ που έφυγαν από τη ζωή το 2023

 

1/1/2023 Η βραβευμένη με Γκράμι τραγουδίστρια Ανίτα Πόιντερ πέθανε σε ηλικία 74 ετών έπειτα από μάχη με τον καρκίνο
Ένα από τα ιδρυτικά μέλη του συγκροτήματος της R&B, The Pointer Sisters, η Ανίτα Πόιντερ έγινε γνωστή παγκοσμίως με επιτυχίες όπως οι «I’m So Excited», «Jump» και «Fire».

Το συγκρότημα από το Όκλαντ της Καλιφόρνια – οι τρεις αδελφές Ανίτα, Τζουν και Ρουθ – κυκλοφόρησε το πρώτο άλμπουμ του το 1973 και αργότερα κέρδισε τρία βραβεία Γκράμι.

 

 

6/1/2023: Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 58 ετών ο Τζιανλούκα Βιάλι, ένας από τους κορυφαίους Ιταλούς ποδοσφαιριστές των δεκαετιών του 80’ και του 90’.

Ο Βιάλι είχε διαγνωστεί με καρκίκο στο πάγκρεας το 2017. 

Στην καριέρα του, είχε μετρήσει 59 συμμετοχές με την Εθνική Ιταλίας, ενώ είχε πανηγυρίσει πρωταθλήματα με τη Σαμπντόρια και τη Γιουβέντους, με την οποία κατέκτησε και το Τσάμπιονς Λιγκ.

Εκτός Ιταλίας, αγωνίστηκε στην Τσέλσι, στην οποία διετέλεσε και προπονητής, όπως και στη Γουότφορντ. Πιο πρόσφατα, ήταν μέλος του προπονητικού τιμ της Εθνικής Ιταλίας, η οποία στέφθηκε πρωταθλήτρια Ευρώπης το καλοκαίρι του 2021. 

 

13/1/2023 Έφυγε από τη ζωή από καρδιακή ανακοπή σε ηλικία 54 ετών η τραγουδίστρια Λίζα Μαρί Πρίσλεϊ, το μοναδικό παιδί του θρύλου του Ροκ εν Ρολ, Έλβις

Η Λίζα Μαρί ήταν η κληρονόμος της επιχείρησης Elvis Presley Enterprises, όμως πούλησε το μεγαλύτερο μέρος των μετοχών της σε εταιρεία επενδύσεων και διαχείρισης κεφαλαίων το 2005.

Διατήρησε τον έλεγχο της Graceland, ιδιοκτησίας στο Μέμφις (Τενεσί) που ανήκε στον πατέρα της και όπου βρέθηκε ο διάσημος τραγουδιστής χωρίς τις αισθήσεις του τον Αύγουστο του 1977, προτού μεταφερθεί σε νοσοκομείο όπου ο θάνατός του αποδόθηκε σε καρδιακή ανακοπή.

Η Λίζα Μαρί Πρίσλεϊ κυκλοφόρησε τρία άλμπουμ κατά τη διάρκεια της καριέρας της. Είναι η μητέρα της ηθοποιού Ράιλι Κίο, που έπαιξε στην ταινία «Mad Max: Fury Road».

Εκτός του μουσικού Ντάνι Κίο, με τον οποίο χώρισαν το 1994, είχε επίσης παντρευτεί με τον ηθοποιό Νίκολας Κέιτζ, με τον ηθοποιό και συνθέτη Μάικλ Λόκγουντ και με τον θρύλο της ποπ Μάικλ Τζάκσον (1994-1996). Το ζευγάρι που παντρεύτηκε μόλις μετά από ένα μήνα από την γνωριμία τους, είχε μοιραστεί ένα αμήχανο φιλί το 1994 στα βραβεία του MTV, το οποίο τότε είχε συζητηθεί πάρα πολύ.


16/1/2023 Πέθανε η Τζίνα Λολομπρίτζιντα σε ηλικία 95 ετών . Η Λολομπρίτζιντα έγινε δημοφιλής τη δεκαετία του 1950 ως το απόλυτο μεσογειακό σύμβολο του σεξ και, στη συνέχεια, όταν αποσύρθηκε από την υποκριτική, ασχολήθηκε με τη φωτογραφία και τη γλυπτική.
Το 1955 η Λολομπρίτζιντα πρωταγωνίστησε στην ταινία «The World’s Most Beautiful Woman» («La Donna Piu Bella del Mondo»), με την οποία έγινε ευρέως γνωστή.

Η κόρη κατασκευαστή επίπλων από ένα χωριό έξω από τη Ρώμη, το Σουμπιάκο, έκανε περισσότερα από 60 φιλμ, συμπεριλαμβανομένων  και αυτών της δεκαετίας του 1990.

Το 1981 χώρισε από τον Γιουγκοσλάβο γιατρό με τον οποίο ήταν παντρεμένη, έπειτα από 22 χρόνια γάμου και την απόκτηση του γιου της. Το 2006, σε ηλικία 79 ετών, παντρεύτηκε έναν Ισπανό επιχειρηματία ακινήτων ο οποίος ήταν κατά 34 χρόνια μικρότερός της, αλλά ο γάμος σύντομα ακυρώθηκε από δικαστήριο του Βατικανού.

Τα τελευταία χρόνια προβλήματα στην υγεία της την κράτησαν μακριά από τα φώτα δημοσιότητας.

Ο πρώτος της ρόλος ήρθε στην ταινία του Τζον Χιούστον «Beat the Devil» (1953). Το 1961 κέρδισε Χρυσή Σφαίρα για την ερμηνεία της στην ταινία «Come September», με συμπρωταγωνιστή τον Ροκ Χάντσον.

Η Λολομπρίτζιντα ήταν το ιταλικό πρότυπο ομορφιάς. Μάλιστα, τα κοντά μαλλιά της έγιναν μόδα στην Ιταλία κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960 με το όνομα «lollo».

«Είχα πολλούς εραστές και ακόμα έχω ρομαντικές σχέσεις. Είμαι πολύ κακομαθημένη. Σε όλη μου τη ζωή είχα πολλούς θαυμαστές» είπε σε συνέντευξή της το 2000.


17/1/2023 Την τελευταία του πνοή άφησε σε ιδιωτικό νοσοκομείο των κατεχομένων ο αντιστράτηγος εν αποστρατεία του κατοχικού στρατού Χασάν Κουντακτσί, ο άνθρωπος που ομολόγησε ότι έδωσε εντολή για τη στυγερή δολοφονία του Σολωμού Σολωμού στο οδόφραγμα της Δερύνειας, στις 14 Αυγούστου του 1996.
Ο Κουντακτσί είχε δηλώσει αμετανόητος για την άνανδρη δολοφονία του Σολωμού Σολωμού, τον μοιραίο εκείνο Αύγουστο. Εναντίον του η Ιντερπόλ είχε εκδώσει διεθνές ένταλμα σύλληψης και έκτοτε δεν ταξίδεψε στο εξωτερικό, τονίζοντας ότι προτιμούσε να είναι γνωστός ως «ο εγκλωβισμένος διοικητής» παρά ως ο διοικητής με κατεβασμένη σημαία.

Ο ίδιος εξομολογήθηκε ότι πριν από τα επεισόδια είχε ήδη δώσει εντολές σε αξιωματικούς και υπαξιωματικούς του Αττίλα που συγκεντρώθηκαν στο οδόφραγμα της Δερύνειας, ότι κανείς Ελληνοκύπριος δεν θα περάσει το συρματόπλεγμα. Όταν ο Σολωμός Σολωμού επιχείρησε να κατεβάσει τη σημαία της κατοχής από τον ιστό, αρκούσε ένα νεύμα του Κουντακτσί με το χέρι του για να πυροβοληθεί και να πέσει νεκρός.

Το όνομα του είχε εμπλακεί πρόσφατα στην υπόθεση δολοφονίας του Τουρκοκύπριου δημοσιογράφου Kutlu Adalı το 1996 στην κατεχόμενη Λευκωσία, όπου τότε διατελούσε ως επικεφαλής της "ειρηνευτικής δύναμης" του τουρκικού στρατού στα κατεχόμενα.

 

15/2/2023  Πέθανε η Αμερικανίδα ηθοποιός και «σύμβολο του σεξ», Ράκελ Γουέλς
Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 82 ετών - Είχε συμπεριληφθεί στη λίστα με τις «100 πιο σέξι σταρ» στην ιστορία του σινεμά

Γεννήθηκε στις 5 Σεπτεμβρίου του 1940 στο Σικάγο από Βολιβιανό πατέρα και Αμερικανίδα μητέρα. Οι άσχημες σχέσεις του ζευγαριού έφεραν τη νεαρά Ράκελ σε δύσκολη θέση και μοναδική διέξοδος απ' την πραγματικότητα ήταν η ενασχόλησή της με το χορό και το θέατρο. Ξεκίνησε την καριέρα της σε ηλικία 19 ετών και πρωταγωνίστησε σε περίπου 65 ταινίες.

Το 1973, τιμήθηκε με Χρυσή Σφαίρα για τον ρόλο της Κονστάνς στην ταινία «Ο Νταρτανιάν και οι Τρεις Σωματοφύλακες» του Ρίτσαρντ Λέστερ, δίπλα σε τρεις αστέρες της εποχής, τους Όλιβερ Ριντ, Μάικλ Γιορκ και Ρίτσαρντ Τσάμπερλεϊν.

Πέρα από τη γοητεία της, φανέρωσε και τις υποκριτικές της ικανότητες και μάλιστα ως κωμικός. Υπήρξε ακόμη μία φορά υποψήφια για Χρυσή Σφαίρα, το 1987 με τον πρωταγωνιστικό στη δραματική ταινία «Right to Die», υποδυόμενη μια γυναίκα που έπασχε από σοβαρή νόσο και η εμφάνισή της δεν θύμιζε τίποτα από τη γυναίκα που έκαιγε καρδιές.

Έγινε γνωστή στο ευρύ κοινό με τους ρόλους της στο «Fantastic Voyage» και στο «One Million Years BC», όπου και συμμετείχε το 1966.

Έκανε επίσης, μια εμφάνιση στο «The Cher Show» το 1975 και ερμήνευσε το «I'm a Woman» με τη Σερ.

Ανά διαστήματα, διάφορα περιοδικά, τη συμπεριέλαβαν στη λίστα των πιο σέξι ηθοποιών, όλων των εποχών. Eίχε αναδειχθεί «1 από τις 100 πιο σέξι σταρ στην ιστορία του κινηματογράφου» στο περιοδικό Esquire και βρισκόταν στο  #3 από τις «100 πιο σέξι σταρ του 20ου αιώνα» σύμφωνα με το Playboy.

Η Ράκελ παντρεύτηκε 4 φορές σε όλη της τη ζωή. Αρχικά, τον Τζέιμς Γουέλς το '59 και ο γάμος τους κράτησε μέχρι το '64. Απέκτησαν μαζί δύο παιδιά, τον Ντέιμον και την Τάνι, που έγιναν επίσης ηθοποιοί.

Στη συνέχεια, ενώθηκε με τα δεσμά του γάμου με τον Πάτρικ Κέρτις το '67 κι έμειναν μαζί έως το '72. Το 1980 ανέβηκε τα σκαλιά της εκκλησίας με τον Αντρέ Γουάινφελντ και ο γάμος τους διήρκησε έως το 1990. Τέλος, παντρεύτηκε τον Ρίτσαρντ Πάλμερ το '99 κι έμεινε μαζί του έως το 2008.





3/3/2022
Στα 61 του χρόνια ο Τομ Σάιζμορ άφησε την τελευταία του πνοή μετά από ανεύρυσμα που υπέστη στον εγκέφαλο, καθώς από τις 18 Φεβρουαρίου βρισκόταν σε κώμα.
Ο Σάιζμορ έχει εμφανιστεί σε περισσότερες από 100 ταινίες και τηλεοπτικές εκπομπές. Ωστόσο, η καριέρα του σημαδεύτηκε από προσωπικούς αγώνες, που μερικές φορές επισκίασαν το ταλέντο και την επιτυχία του.

Γεννημένος στο Ντιτρόιτ το 1961, ο Σίζμορ μετακόμισε στη Νέα Υόρκη τη δεκαετία του 1980 για να ακολουθήσει καριέρα στην υποκριτική. Ξεκίνησε στο θέατρο και έκανε το ντεμπούτο του στον κινηματογράφο το 1989 με έναν μικρό ρόλο στην ταινία «Born on the Fourth of July». Συνέχισε να εμφανίζεται σε πολλές αξιόλογες ταινίες τη δεκαετία του 1990, μεταξύ των οποίων οι ταινίες «True Romance», «Natural Born Killers» και «Saving Private Ryan».

Παρά την επιτυχία του, ο Σάιζμορ πάλευε με τον εθισμό σε μεγάλο μέρος της καριέρας του. Έχει μιλήσει ανοιχτά για τις μάχες του με τα ναρκωτικά και το αλκοόλ, οι οποίες, όπως λέει, ξεκίνησαν όταν ήταν έφηβος. Έχει μπει και βγει από την αποτοξίνωση πολλές φορές και έχει συλληφθεί για αδικήματα που σχετίζονται με ναρκωτικά.

Τα προβλήματα εθισμού του ηθοποιού είχαν σημαντικό αντίκτυπο στην καριέρα του. Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, φέρεται να απολύθηκε από την τηλεοπτική εκπομπή «Third Watch» λόγω χρήσης ναρκωτικών. Έχασε επίσης ρόλους σε σημαντικές ταινίες όπως το «Black Hawk Down» και το «The Departed» λόγω των προβλημάτων εθισμού του.

Ο ηθοποιός αντιμετώπισε πολλά προβλήματα με τους εθισμούς του και τον νόμο
Εκτός από τους αγώνες του για τον εθισμό, ο Σάιζμορ είχε αντιμετωπίσει και νομικά προβλήματα. Το 2003 καταδικάστηκε σε έξι μήνες φυλάκιση για επίθεση στην τότε φίλη του, την ηθοποιό Χάιντι Φλάις. Eίχε επίσης κατηγορηθεί για σεξουαλική παρενόχληση από διάφορες γυναίκες, συμπεριλαμβανομένων ηθοποιών και μιας μακιγιέζ.

Ο Τομ Σάιζμορ συνέχισε να εργάζεται ως ηθοποιός και τελευταία χρόνια είχε εμφανιστεί σε διάφορες τηλεοπτικές σειρές, όπως το «Shooter», το «Twin Peaks» και το «The Rookie». Είχε επίσης συνεχίσει να εργάζεται σε ταινίες, συμπεριλαμβανομένης της ταινίας του 2021 «Night of the Sicario».
Παρά τα όσα συνέβησαν στην προσωπική του ζωή, παρέμεινε για το Χόλιγουντ ένας αξιοσέβαστος ηθοποιός με αφοσιωμένο κοινό. Είχε επαινεθεί για τις δυνατές ερμηνείες του σε ταινίες όπως το «Saving Private Ryan» και το «Heat» και το ταλέντο του και η αφοσίωσή του στην τέχνη του, έχουν αναγνωριστεί από τους συναδέλφους του στον κλάδο.



13/3/2023 
Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 76 ετών ο Αμερικανός αθλητής του άλματος εις ύψος Ντικ Φόσμπερι, ο άνθρωπος που άλλαξε για πάντα τον τρόπο που διεξάγεται το άθλημα.

Ως το 1968, όταν παρουσίασε για πρώτη φορά τη μέθοδό του, οι αθλητές πηδούσαν πάνω από τον πήχη σηκώνοντας ψηλά το ένα πόδι τους και μετά το άλλο.

Dick Fosbury Changes The High Jump Forever - Fosbury Flop- Mexico 1968 Olympics

Ο Φόσμπερι καθιέρωσε το άλμα με περιστροφή του κορμού και με την πλάτη πάνω από τον πήχη (Fosbury Flop).

Με τον τρόπο αυτό πήρε το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες στο Μεξικό το 1968. Ήταν ένας δραματικός τελικός, που κράτησε πάνω από τέσσερις ώρες.

Χρόνια αργότερα, το 2012, έλεγε στον Guardian, ότι η επιτυχία στους Αγώνες ήταν ένα βάρος στη ζωή του. «Ήμουν ένα παιδί από την επαρχία που έκανε κάτι πέρα από αυτό που περίμενα να κάνω. Μου αρέσει η επιτυχία, αλλά θέλω να τελειώσει κάποια στιγμή», δήλωνε.

Αν και δεν έλαβε ξανά μέρος σε Ολυμπιακούς Αγώνες η τεχνική του κυριάρχησε στο άθλημα, τόσο που σήμερα φαίνεται σχεδόν περίεργο που κάποτε το άλμα γινόταν διαφορετικά.




25/4/2023 
Πέθανε ο Χάρι Μπελαφόντε σε ηλικία 96 ετών
Ο Μπελαφόντε υπήρξε πολέμιος της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ από τις αρχές της δεκαετίας του 1980. Με δημόσιες δηλώσεις του αντιτάχτηκε στο εμπάργκο των ΗΠΑ για την Κούβα, ενώ δήλωσε την αντίθεσή του στην εισβολή των ΗΠΑ στη Γρενάδα. Επανειλημμένα επικρότησε τον Φιντέλ Κάστρο, τον οποίο επισκέφτηκε στην Κούβα.

Εκτός από την ερμηνεία παγκόσμιων επιτυχιών όπως το Day-O, ο Χάρι Μπελαφόντε κέρδισε το βραβείο Tony και εμφανίστηκε σε πολλές ταινίες μεγάλου μήκους.

Ο Χάρι Μπελαφόντε πέρασε τη ζωή του παλεύοντας για διάφορους κοινωνικούς σκοπούς: Χρηματοδότησε πολυάριθμες πρωτοβουλίες της δεκαετίας του 1960 για να φέρει πολιτικά δικαιώματα στους μαύρους Αμερικανούς, έκανε εκστρατεία κατά της φτώχειας, του απαρτχάιντ και του AIDS στην Αφρική και υποστήριξε αριστερές πολιτικές προσωπικότητες όπως ο Φιντέλ Κάστρο της Κούβας και ο Ούγκο Τσάβες της Βενεζουέλας.

Ο Χάρι Μπελαφόντε γεννήθηκε το 1927 στο Χάρλεμ της Νέας Υόρκης και πέρασε οκτώ χρόνια από την παιδική του ηλικία στην πατρίδα των γονιών του, στη Τζαμάικα.

Επέστρεψε στη Νέα Υόρκη για το γυμνάσιο αλλά πάλεψε με τη δυσλεξία και τα παράτησε στις αρχές της εφηβείας του. Δούλεψε σε αγορές και στη συνέχεια μπήκε στο ναυτικό σε ηλικία 17 ετών τον Μάρτιο του 1944, δουλεύοντας ως φορτωτής πυρομαχικών σε μια βάση στο Νιου Τζέρσεϊ.

Μετά το τέλος του πολέμου, εργάστηκε ως βοηθός θυρωρού, αλλά φιλοδοξούσε να γίνει ηθοποιός αφού παρακολούθησε έργα στο American Negro Theatre της Νέας Υόρκης μαζί με τον άλλο επίδοξο ηθοποιό Σίντνεϊ Πουατιέ.

Παρακολούθησε μαθήματα υποκριτικής, όπου οι συμμαθητές του ήταν ο Μάρλον Μπράντο και ο Γουόλτερ Ματάου.

Κυκλοφόρησε το ντεμπούτο του άλμπουμ το 1954, μια συλλογή παραδοσιακών λαϊκών τραγουδιών. Το δεύτερο άλμπουμ του, Belafonte, ήταν το πρώτο Νο 1 στο τσαρτ των άλμπουμ του Billboard τον Μάρτιο του 1956, αλλά η επιτυχία του ήρθε με το τρίτο του άλμπουμ την επόμενη χρονιά, Calypso, με τραγούδια από την Τζαμάικα.

Έκανε το feelgood calypso στυλ γνωστό στους Αμερικανούς και έγινε το πρώτο άλμπουμ που πούλησε περισσότερα από ένα εκατομμύριο αντίτυπα στις ΗΠΑ.

 

 

10/5/2023 Η τελευταία γνωστή επιζώσα από τις γυναίκες που έπεσαν θύματα σεξουαλικής δουλείας από τον ιαπωνικό στρατό κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου πέθανε σε ηλικία 92 ετών

Περισσότερες από 200.000 γυναίκες, κυρίως από τη Νότια Κορέα, αλλά και από άλλες ασιατικές χώρες, χρησιμοποιήθηκαν ως σκλάβες του σεξ από τον ιαπωνικό στρατό, που τις αποκαλούσε γυναίκες της ανακούφισης.

Στην Ταϊβάν, η οποία ήταν υπό ιαπωνική διακυβέρνηση μεταξύ 1895-1945, περίπου 60 γυναίκες είχαν αναγνωριστεί ως επιζώσες, σύμφωνα με το Ιδρυμα Διάσωσης των Γυναικών της Ταϊπέι, ενός ιδρύματος που βοηθά τις γυναίκες - θύματα σεξουαλικής βίας και πορνείας. Το ίδρυμα εκτιμά, ωστόσο, ότι ο πραγματικός αριθμός των γυναικών αυτών ξεπερνά τις 2.000 στο νησί.

Η τελευταία γνωστή επιζώσα, η Μάμι (σ.σ.: Γιαγιά), πέθανε στις 10 Μαΐου, σε ηλικία 92 ετών.

Το ζήτημα των γυναικών αυτών είναι μια πληγή στην ιστορία της ανθρωπότητας και η κυβέρνηση έδωσε προτεραιότητα στην αξιοπρέπεια και την ευημερία των Ταϊβανέζων θυμάτων, ανέφερε σήμερα ο εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών, Τζεφ Λιου.

Η κυβέρνηση του νησιού συνέχισε να εκφράζει τις ανησυχίες της στο Τόκιο και προέτρεψε τους Ιάπωνες να ικανοποιήσουν το αίτημά μας, να ζητήσουν συγγνώμη και να αποζημιώσουν τις Ταϊβανέζες "γυναίκες της ανακούφισης" και τις οικογένειές τους.

Η σεξουαλική δουλεία γυναικών από την Ιαπωνία εν καιρώ πολέμου είναι ένα πολιτικά ευαίσθητο ζήτημα σε όλη την Ασία. Μολονότι η ιαπωνική κυβέρνηση παραδέχτηκε τις ακρότητες που διέπραξε το Τόκιο, οι επικριτές της σημειώνουν ότι οι υπεύθυνοι αρνήθηκαν όλες τις προηγούμενες δεκαετίες να αναλάβουν την πλήρη ευθύνη για την υποδούλωση των γυναικών αυτών. Στην Ταϊβάν οργανώθηκε μια διαδήλωση από γυναίκες που ζητούσαν να αποζημιωθούν τα θύματα. Μέχρι στιγμής, μόνο στη Νότια Κορέα έχει ικανοποιηθεί το αίτημα αυτό.

Παρά τον θάνατο της Μάμι, το Ιδρυμα Διάσωσης δηλώνει ότι θα συνεχίσει να ζητάει από την Ιαπωνία να αποζημιώσει τα θύματα. Αν και όλες οι γιαγιάδες πέθαναν, πιστεύουμε ότι το πνεύμα τους θα μείνει πάντα στην καρδιά μας, ανέφερε η οργάνωση αυτή. Στόχος της είναι επίσης να περιληφθεί η ιστορία των γυναικών αυτών στα σχολικά εγχειρίδια. Αυτό το κομμάτι της ιστορίας δεν θα εξαφανιστεί με τον θάνατο των γιαγιάδων μας, τόνισε.




24/5/2023  Πέθανε η «βασίλισσα του ροκ εν ρολ» Τίνα Τέρνερ σε ηλικία 83 ετών

Η Τέρνερ ξεκίνησε την καριέρα της τη δεκαετία του 1950 κατά τα πρώτα χρόνια του ροκ εν ρολ και εξελίχθηκε σε φαινόμενο του MTV.

Στο βίντεο κλιπ για το τραγούδι «What's Love Got to Do with It» η Tέρνερ ενσάρκωνε το στυλ της δεκαετίας του 1980, καθώς περπατούσε στους δρόμους της Νέας Υόρκης με τα «αγκαθωτά» ξανθά μαλλιά της, φορώντας ένα κοντό τζιν σακάκι, μίνι φούστα και τακούνια στιλέτο.

Με την προτίμησή της για μουσικούς πειραματισμούς και  μπαλάντες, ταίριαζε απόλυτα με το ποπ τοπίο της δεκαετίας του 1980, στο οποίο οι μουσικόφιλοι εκτιμούσαν τους ηλεκτρονικά παραγόμενους ήχους και περιφρονούσαν τον ιδεαλισμό της εποχής των χίπις.

Η «Βασίλισσα του Rock 'n' Roll»  κέρδισε έξι από τα οκτώ βραβεία Grammy της στη δεκαετία του 1980. Στη δεκαετία αυτή κατέκτησε δώδεκα τραγούδια στο Top 40, μεταξύ των οποίων τα "Typical Male", "The Best", "Private Dancer" και "Better Be Good to Me". Η συναυλία της το 1988 στο Ρίο ντε Τζανέιρο προσέλκυσε 180.000 άτομα, που παραμένει ένα από τα μεγαλύτερα συναυλιακά ακροατήρια για κάθε καλλιτέχνη.

Εν τω μεταξύ είχε καταφέρει να δώσει τέλος στον γάμο της με τον κιθαρίστα Άικ Τέρνερ που κράτησε μια δεκαετία.

Η σούπερ σταρ ήταν ειλικρινής σχετικά με την κακοποίηση που υπέστη από τον πρώην σύζυγό της κατά τη διάρκεια της συζυγικής και μουσικής τους συνεργασίας στις δεκαετίες του 1960 και 1970. Περιέγραψε μελανιασμένα μάτια, γδαρμένα χείλη, σπασμένο σαγόνι και άλλους τραυματισμούς που την έστειλαν επανειλημμένα στα επείγοντα περιστατικά.

«Η ιστορία της Τίνα δεν είναι μια ιστορία θύματος, αλλά ένας απίστευτος θρίαμβος", έγραψε η τραγουδίστρια Τζάνετ Τζάκσον για την Τέρνερ, σε ένα τεύχος του Rolling Stone που τοποθέτησε την Τέρνερ στο νούμερο 63 της λίστας με τους 100 κορυφαίους καλλιτέχνες όλων των εποχών.

«Μεταμορφώθηκε σε μια διεθνή σταρ - μια κομψή δύναμη», είπε η Τζάκσον.

Το 1985, η Τέρνερ έδωσε μια μυθιστορηματική τροπή στη φήμη της ως επιζήσασα. Υποδύθηκε την αδίστακτη αρχηγό ενός φυλακίου σε μια πυρηνική δυστοπία, παίζοντας απέναντι από τον Μελ Γκίμπσον στην τρίτη συνέχεια της σειράς Mad Max, "Mad Max Beyond Thunderdome".

Τα περισσότερα από τα τραγούδια που σημείωσε επιτυχίες η Τέρνερ ήταν γραμμένα από άλλους, αλλά εκείνη τα ζωντάνεψε με μια φωνή που ο μουσικοκριτικός των New York Times Jon Pareles αποκάλεσε "ένα από τα πιο ιδιόμορφα όργανα της ποπ".
Χωρίς μητέρα

Η Άννα Μέι Μπάλοκ, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, γεννήθηκε στις 26 Νοεμβρίου 1939, στην αγροτική κοινότητα Νατμπους του Τενεσί, την οποία περιέγραψε στο τραγούδι της "Nutbush City Limits" το 1973 ως μια «ήσυχη μικρή παλιά κοινότητα».

Ο πατέρας της εργαζόταν ως επιστάτης σε μια φάρμα και η μητέρα της εγκατέλειψε την οικογένεια όταν η τραγουδίστρια ήταν 11 ετών, σύμφωνα με τα απομνημονεύματα της τραγουδίστριας του 2018 "My Love Story". Ως έφηβη, μετακόμισε στο Σεντ Λούις για να ξαναβρεί τη μητέρα της.

Ο Άικ Τέρνερ, του οποίου το τραγούδι "Rocket 88" του 1951 έχει συχνά χαρακτηριστεί ως ο πρώτος ροκ εν ρολ δίσκος, την ανακάλυψε σε ηλικία 17 ετών, όταν άρπαξε το μικρόφωνο για να τραγουδήσει στην συναυλία του σε κλαμπ στο Σεντ Λούις το 1957.

Ο ηγέτης του συγκροτήματος ηχογράφησε αργότερα μια επιτυχία, το "A Fool In Love", με την προστατευόμενή του και της έδωσε το καλλιτεχνικό όνομα Tina Turner, πριν οι δυο τους παντρευτούν στην Τιχουάνα του Μεξικού.

Η Τίνα χρησιμοποίησε τη δυνατή φωνή της και τις επίμονες πρόβες χορού ως κύρια τραγουδίστρια σε ένα σύνολο που ονομαζόταν Ike and Tina Turner Revue. Συνεργάστηκε με μέλη της «βασιλικής οικογένειας» της ροκ, συμπεριλαμβανομένων των The Who και του Φιλ Σπέκτορ, στις δεκαετίες του 1960 και 1970 και εμφανίστηκε στο εξώφυλλο του δεύτερου τεύχους του περιοδικού Rolling Stone το 1967.

Ο Άικ και η Τίνα Τέρνερ πηγαινοέρχονταν από δισκογραφική εταιρεία σε δισκογραφική εταιρεία, οφείλοντας μεγάλο μέρος της εμπορικής τους επιτυχίας σε ένα ακατάπαυστο πρόγραμμα περιοδειών. Η μεγαλύτερη επιτυχία τους ήταν μια διασκευή του "Proud Mary" των Creedence Clearwater Revival.

Η Τέρνερ εγκατέλειψε τον σύζυγό της ένα βράδυ του 1976 σε μια στάση της περιοδείας της στο Ντάλας, αφού εκείνος τη χτύπησε κατά τη διάρκεια μιας διαδρομής με το αυτοκίνητο και εκείνη ανταπέδωσε, σύμφωνα με τα απομνημονεύματά της. Το διαζύγιό τους οριστικοποιήθηκε το 1978.

Το Rock & Roll Hall of Fame περιέλαβε τον Άικ και την Τίνα Τέρνερ το 1991, χαρακτηρίζοντάς τους "ένα από τα πιο τρομερά live acts στην ιστορία". Ο Άικ Τέρνερ πέθανε το 2007.
Οι τραγωδίες

Αφού εγκατέλειψε τον σύζυγό της, η Τέρνερ πέρασε χρόνια προσπαθώντας να ξαναβρεί το φως της δημοσιότητας, κυκλοφορώντας σόλο άλμπουμ και σινγκλ που αποτυγχάνουν και κάνοντας συναυλίες σε εταιρικά συνέδρια.

Το 1980, γνώρισε τον νέο μάνατζερ Ρότζερ Ντέιβις, ένα αυστραλιανό μουσικό στέλεχος που συνέχισε να τη διαχειρίζεται για τρεις δεκαετίες. Αυτό οδήγησε σε ένα σόλο νούμερο 1 - το "What's Love Got to Do With It" - και στη συνέχεια, το 1984, το άλμπουμ της "Private Dancer" την έφερε στην κορυφή των charts.

Το "Private Dancer" έγινε το μεγαλύτερο άλμπουμ της,  το επιστέγασμα μιας καριέρας που την οδήγησε να πουλήσει συνολικά περισσότερους από 200 εκατομμύρια δίσκους.

Το 1985 η Turner γνώρισε τον Γερμανό μουσικό διευθυντή Έργουιν Μπαχ, ο οποίος έγινε ο μακροχρόνιος σύντροφός της και το 1988 μετακόμισε στο Λονδίνο, ξεκινώντας μια δεκαετή διαμονή στην Ευρώπη. Κυκλοφόρησε δύο στούντιο άλμπουμ τη δεκαετία του 1990 που πούλησαν καλά, ειδικά στην Ευρώπη, ηχογράφησε το τραγούδι για το θέμα της ταινίας Μποντ "GoldenEye" του 1995 και πραγματοποίησε μια επιτυχημένη παγκόσμια περιοδεία το 2008 και το 2009.

Μετά από αυτό, αποσύρθηκε από τον χώρο του θεάματος. Παντρεύτηκε τον Μπαχ, παραιτήθηκε από την αμερικανική υπηκοότητα και έγινε πολίτης της Ελβετίας.

Πάλεψε με διάφορα προβλήματα υγείας μετά τη συνταξιοδότησή της και το 2018 αντιμετώπισε μια οικογενειακή τραγωδία, όταν ο μεγαλύτερος γιος της, Κρεγκ, έβαλε τέλος στη ζωή του σε ηλικία 59 ετών στο Λος Άντζελες. Ο μικρότερος γιος της Ρόνι πέθανε τον Δεκέμβριο του 2022.

Το όνομά της συνεχίζει να προσελκύει το κοινό χρόνια μετά τη συνταξιοδότησή της. Η μουσική θεατρική παράσταση "TINA: The Tina Turner Musical", με την Άντριεν Γουόρεν να την υποδύεται και να τραγουδά αρχικά την ιστορία της ζωής της σταρ, έγινε επιτυχία αρχικά στο West End του Λονδίνου το 2018 και αργότερα στο Broadway και συνεχίζει να παίζεται. Και το 2021 το HBO κυκλοφόρησε ένα ντοκιμαντέρ για τη ζωή της, το "Tina".
Η συναυλία της στην Αθήνα

 «Η γιαγιά της ροκ» στις 29 Αυγούστου του 1990 έβαλε την Αθήνα στους σταθμούς της παγκόσμιας περιοδείας της, συγκεντρώνοντας περίπου στους 40.000 θεατές στο γήπεδο της ΑΕΚ στη Φιλαδέλφεια.

 

 

12/6/2023 Πέθανε σε ηλικία 86 ετών ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι  O Ιταλός πρώην πρωθυπουργός και επιχειρηματίας Σίλβιο Μπερλουσκόνι είχε γεννηθεί στο Μιλάνο στις 29 Σεπτεμβρίου του 1936.

Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών νομικής, στην αρχή της δεκαετίας του '60, άρχισε να δραστηριοποιείται στον οικοδομικό τομέα. Από το 1969 μέχρι και το 1976, με τις εταιρίες του έχτισε σειρά οικοδομικών συγκροτημάτων και δημιούργησε ουσιαστικά τις περιοχές «Μιλάνο 2» και «Μιλάνο 3», κοντά στην ιταλική συμπρωτεύουσα.

Τον Νοέμβριο του 1980 ίδρυσε την πρώτη μεγάλη, ιταλική ιδιωτική τηλεόραση (Canale 5), η οποία άρχισε αμέσως να ανταγωνίζεται την δημόσια ραδιοτηλεόραση της Rai. Το 1982 στον τηλεοπτικό του όμιλο προστέθηκε το κανάλι Italia Uno και το 1984 το Rete 4.

Παράλληλα, το 1991 κατάφερε να ελέγξει την πλειοψηφία του πακέτου μετοχών του εκδοτικού οίκου Arnoldo Mondadori ενώ στις επιχειρηματικές του δραστηριότητες συγκαταλέγονταν τα πολυκαταστήματα Standa και οι ασφάλειες Mediolanum. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, απέκτησε τηλεοπτικά κανάλια στην Ισπανία, τη Γερμανία και, για σύντομο χρονικό διάστημα, στη Γαλλία.
berlusconi_000_ARP2993104

Ο Μπερλουσκόνι ουσιαστικά μετατράπηκε στο απόλυτο σύμβολο του επιτυχημένου επιχειρηματία, με συνεχή ανάληψη νέων πρωτοβουλιών. Σύμφωνα με πολλούς σχολιαστές, η δημιουργία της ιταλικής, τηλεοπτικής του αυτοκρατορίας κατέστη δυνατή χάρη στη στενή φιλία του με τον σοσιαλιστή πρώην πρωθυπουργό Μπετίνο Κράξι, αλλά κανείς δεν αμφισβήτησε τις οργανωτικές του ικανότητες και τον εντυπωσιακό του δυναμισμό.

Από το 1986 και για τα επόμενα τριάντα χρόνια ήταν παράλληλα ιδιοκτήτης της ποδοσφαιρικής ομάδας της Μίλαν, η οποία κατέκτησε πολλά τρόπαια και έγινε από τις ισχυρότερες, σε ευρωπαϊκό επίπεδο.


Τον Ιανουάριο του 1994 κάνει την μεγάλη στροφή: από τον επιχειρηματικό τομέα, ο Μπερλουσκόνι επεκτείνεται στο πεδίο της πολιτικής, με την ίδρυση του κόμματος Φόρτσα Ιτάλια.

Αιτιολογεί την απόφασή του αυτή δηλώνοντας ότι «υπάρχει ορατός κίνδυνος κατάκτησης της εξουσίας από μέρους της αριστεράς και των κομμουνιστών». Πολλοί αναλυτές, όμως, θεώρησαν ότι σημαντικό ρόλο έπαιξε η ευρύτερη ιταλική πραγματικότητα, με τη δικαστική Έρευνα «Καθαρά Χέρια» η οποία, τη συγκεκριμένη περίοδο, είχε ως κύριο αντικείμενο τις σχέσεις του επιχειρηματικού και πολιτικού συστήματος της χώρας, με την αποκάλυψη ευρύτατου πλέγματος διαφθοράς.

Ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι, γνωστός και ως «Καβαλιέρε» (από τον τιμητικό τίτλο του ιππότη της Ιταλικής Δημοκρατίας) ορκίσθηκε πρωθυπουργός τέσσερις φορές, αφού υπερίσχυσε, με την κεντροδεξιά συμμαχία, στις βουλευτικές εκλογές του 1994, του 2001 (έπειτα από τέσσερα παραιτήθηκε και του δόθηκε νέα εντολή σχηματισμού κυβέρνησης) και του 2008. Κατά την διάρκεια της πολιτικής του σταδιοδρομίας, ο κυριότερος αντίπαλός του, ήταν ο κεντροαριστερός πρώην πρωθυπουργός και πρώην πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ρομάνο Πρόντι.

Σε ό,τι αφορά τις δικαστικές του περιπέτειες, ο Ιταλός πρώην πρωθυπουργός καταδικάσθηκε οριστικά τον Αύγουστο του 2013 σε τέσσερα χρόνια φυλάκισης (τα τρία «σβήστηκαν», χάρη σε αμνηστία) λόγω φορολογικής απάτης στα πλαίσια αγοραπωλησίας τηλεοπτικών δικαιωμάτων. Το κοινοβούλιο της Ρώμης, τον Νοέμβριο του ίδιου έτους, ψήφισε υπέρ της καθαίρεσής του από το αξίωμα του γερουσιαστή.

Ο «μίστερ τιβί» εξέτισε «εναλλακτική ποινή» δέκα μηνών, εργαζόμενος σε υπηρεσίες του δήμου του Μιλάνου, οι οποίες στηρίζουν τις ασθενέστερες κατηγορίες πολιτών.

Τεράστιο ενδιαφέρον, σε διεθνές επίπεδο, προκάλεσαν οι δίκες για τα λεγόμενα πάρτι «μπούνγκα-μπούνγκα». Δεν προέκυψε , όμως, κάποια οριστική καταδίκη ενώ αθωώθηκε από την κατηγορία χρηματισμού νεαρών γυναικών με στόχο να ψευδομαρτυρήσουν ως προς το περιεχόμενο των δείπνων που οργανώνονταν στην κατοικία του.

Στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2022 ο «Καβαλιέρε» ήταν επικεφαλής του κόμματος Φόρτσα Ιτάλια και εξελέγη εκ νέου γερουσιαστής. Μια εξέλιξη την οποία ο ίδιος θεώρησε «μια προσωπική, ιστορική αποζημίωση».

Ο Μπερλουσκόνι απέκτησε πέντε παιδιά και παντρεύτηκε δυο φορές: το 1965 με την Κάρλα Ελβίρα Νταλ' Όλιο και το 1990 την Βερόνικα Λάριο. Η προσωπική του περιουσία, σύμφωνα με το αμερικανικό περιοδικό Forbes, ξεπέρασε τα 6 δισεκατομμύρια ευρώ.

Στην δεκαετία του '90 και την πρώτη δεκαετία της νέας χιλιετίας, η πολιτική αντιπαράθεση της ιταλικής κεντροαριστεράς με την κεντροδεξιά παράταξη -και τον ίδιο τον Μπερλουσκόνι- ήταν οξύτατη. Οι πολιτικοί του αντίπαλοι τον κατηγόρησαν, κυρίως, για «σύγκρουση συμφερόντων», λόγω της πολιτικής και επιχειρηματικής δράση του.

Στην συνέχεια, οι τόνοι άρχισαν σταδιακά να πέφτουν και –πέρα από μια σειρά ουσιαστικών διαφωνιών– αρκετοί αντίπαλοι θεώρησαν τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι έναν από τους κύριους πρωταγωνιστές της ιταλικής πολιτικής ζωής των τελευταίων τριάντα ετών.

Εκτός από το πολιτικό του αποτύπωμα, ο Σίλβιο θα μείνει στην ιστορία και για τα περίφημα πάρτι «μπούνγκα μπούνγκα»




15/6/2023 Η βραβευμένη με Οσκαρ Βρετανίδα ηθοποιός και πρώην βουλευτής, Γκλέντα Τζάκσον, πέθανε στα 87 της, ύστερα από «σύντομη ασθένεια»

 

 

 

 

 

12/7/2023  Πέθανε σε ηλικία 94 ετών ο μεγάλος συγγραφέας και φιλόσοφος  Μίλαν Κούντερα.

Ο  Μίλαν Κούντερα γεννήθηκε στο Μπρνο της πρώην Τσεχοσλοβακίας το 1929 και ζούσε εξόριστος με τη σύζυγό του Βέρα στη Γαλλία από το 1975. Το 1979 πήρε τη γαλλική υπηκοότητα. Έγινε ιδιαίτερα γνωστός  από τα έργα του «Η Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Είναι», «Το Βιβλίο του Γέλιου και της Λήθης» και «Το Αστείο».

«Η προφορά του έδινε μια άπειρη γοητεία και αυτά τα γαλάζια μάτια... Θύμιζε κάτι από πυγμάχο και από Πάπα. Ζεστός ως άνθρωπος, προστατευτικός. Σου έδινε την εντύπωση ότι έχει αυτοπεποίθηση. Το αντίθετο με το περιεχόμενο των βιβλίων του», σχολιάζει η γαλλική εφημερίδα «Le Figaro».

Ο  Κούντερα είχε συγγράψει τόσο στην τσέχικη όσο και στη γαλλική γλώσσα, ενώ επιμελήθηκε προσωπικά όλες τις γαλλικές μεταφράσεις των βιβλίων του, προσδίδοντάς τους ισχύ πρωτοτύπου και όχι μεταφρασμένου έργου. Κατόπιν λογοκρισίας, η κυκλοφορία των έργων του ήταν απαγορευμένη στη γενέτειρά του έως και την πτώση της κομμουνιστικής κυβέρνησης κατά τη βελούδινη επανάσταση του 1989.

Ο πατέρας του, Λούντβιχ Κούντερα (1891-1971), ήταν σημαντικός μουσικολόγος και πιανίστας, μαθητής του μεγάλου συνθέτη Λέος Γιάνατσεκ. Ο Μίλαν διδάχτηκε πιάνο από τον πατέρα του και αργότερα σπούδασε μουσικολογία και σύνθεση. Έτσι, μουσικολογικές επιρροές εμφανίζονται συχνά στο έργο του, όπως στο βιβλίο του «Η Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Είναι».

Πίστεψε στις υποσχέσεις του κομμουνισμού αλλά αμφισβήτησε το ίδιο απολυταρχικό σύστημα

Όπως πολλοί από τους συγχρόνους του, ο Μίλαν Κούντερα διήνυσε μια μακρά διαδρομή: νεαρός, είχε πιστέψει στις υποσχέσεις του κομμουνισμού το 1948, αλλά αμφισβήτησε το ίδιο απολυταρχικό σύστημα 20 χρόνια αργότερα. Η ζωή του ως συγγραφέα ήταν, φυσικά, συνυφασμένη με τη λογοτεχνία, αλλά και με την ιστορία ενός αιώνα που είδε τον κομμουνισμό να καταρρέει, αφού πρώτα κυριάρχησε στις συνειδήσεις ενός μεγάλου μέρους της ευρωπαϊκής διανόησης.

Το 1967 δημοσίευσε το πρώτο του μυθιστόρημα, υπό τον τίτλο «La Plaisanterie» («Το αστείο»).

Στη Γαλλία το βιβλίο του κυκλοφόρησε το 1968 σε στιλ μπαρόκ που διερευνά, μέσα από τις τύχες ανδρικών και γυναικείων χαρακτήρων, ένα από τα βασικά θέματα του έργου του: τη δραματική και κωμική αντιπαράθεση ανάμεσα στην προσωπική ζωή του ατόμου, την άπιαστη φύση του, και τη μυθοπλασία μιας συλλογικής ιδεολογίας, στην προκειμένη περίπτωση του σταλινικού κομμουνισμού. Πρόκειται για ένα θέμα που ο συγγραφέας βίωσε εκ των έσω και το οποίο, κατά κάποιον τρόπο, έκρινε την πορεία της ζωής του.

Αποκλεισμένος από τη δημόσια ζωή και απαγορευμένος από τις εκδόσεις μετά τη συντριβή της «Άνοιξης της Πράγας» το 1968 από τα σοβιετικά άρματα μάχης, την οποία ακολούθησε ο χωρισμός το 1992 των Τσέχων από τους Σλοβάκους σε δύο χωριστά κράτη, ο μυθιστοριογράφος επέστρεφε κατά καιρούς στη χώρα του, πάντοτε όμως μυστικά.

Απίστευτες και πολύ δύσκολο να επιβεβαιωθούν ιστορίες κυκλοφορούσαν στην Πράγα για τον τάδε ή τον δείνα φίλο του Κούντερα που τον συναντούσε στον δρόμο … μεταμφιεσμένο σε μοναχό ή με ψεύτικη γενειάδα.

«Με συγχωρείτε, δεν είμαι εκείνος που νομίζετε», θα απαντούσε σε έναν από τους παλιούς φίλους του που τον πλησίαζε με ένα «Γεια σου, Μίλαν, τι κάνεις;»

«Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι» εκδόθηκε επίσημα στα τσέχικα το 2006

Τον Οκτώβριο του 2007, δεν πήγε στην Τσεχία για να παραλάβει το κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας. Και χρειάστηκαν περισσότερα από 20 χρόνια προκειμένου το μπεστ-σέλερ του Κούντερα «Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι» να δημοσιευθεί επίσημα στα τσέχικα, το 2006, από τον εκδοτικό οίκο Atlantis.

Το μυθιστόρημα «Η ζωή είναι αλλού», που γράφτηκε στα τέλη των ετών του 1960 δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στην Τσεχία μόλις το 2016, για να καταλάβει αμέσως τη δεύτερη θέση στην έρευνα «Το καλύτερο βιβλίο της χρονιάς».

Έναν χρόνο αργότερα, «Το βιβλίο του γέλιου και της λήθης» του 1978 εμφανίζεται στα τσέχικα βιβλιοπωλεία, με «πολλές αλλαγές, περικοπές και νέες ιδέες, με τις οποίες αυτή η μακρά αλλά γενναιόδωρη περίοδος τον αποζημίωσε για την αναμονή», σύμφωνα με τον συγγραφέα.

Ο μυθιστοριογράφος απάλειψε, μεταξύ άλλων, το απόσπασμα για τον «πρόεδρο της λήθης» Χούζακ και για έναν πολύ γνωστό Τσέχο τραγουδιστή της ποπ τον οποίο χαρακτήριζε «ηλίθιο της μουσικής».

Το 2008, η ανακάλυψη μιας επίσημης αναφοράς της αστυνομίας το 1950, σύμφωνα με την οποία ο φοιτητής Μίλαν Κούντερα είχε καταγγείλει την παράνομη παρουσία στην Πράγα ενός νεαρού λιποτάκτη, ο οποίος καταδικάστηκε στη συνέχεια σε βαριά ποινή κάθειρξης, έκανε να χυθεί πολύ μελάνι. «Απόλυτο ψέμα», είπε ο συγγραφέας.

 

 

21/7/2023 Πέθανε ο θρυλικός τραγουδιστής Τόνι Μπένετ σε ηλικία 96 ετών
Ο Μπένετ ξεκίνησε να τραγουδάει σε μικρή ηλικία. Πολέμησε στα τελευταία στάδια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στο πεζικό των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής.

Αργότερα ανέπτυξε την καλλιτεχνική του καριέρα, υπέγραψε συμβόλαιο με την Κολούμπια Ρέκορντς και κυκλοφόρησε το πρώτο του τραγούδι το οποίο έγινε και επιτυχία το 1951 με τον τίτλο "Because of You".

Ακολούθησαν και άλλες επιτυχίες όπως το "Rags to Riches" στις αρχές του 1953. Έφτασε το καλλιτεχνικό του απόγειο στα τέλη της δεκαετίας του 1950 με πολλά γνωστά άλμπουμ όπως το "The Beat of My Heart" και "Basie Swings, Bennett Sings". Το 1962, ο Μπένετ ηχογράφησε το κομμάτι που τον έκανε ευρέως γνωστό με τίτλο "I Left My Heart in San Francisco". Η καριέρα αλλά και η προσωπική του ζωή ακολούθησαν μία εκτεταμένα καθοδική πορεία κατά τη διάρκεια της εποχής του ροκ. Παρόλα αυτά, ο Μπένετ έκανε την επιστροφή του στα τέλη της δεκαετίας του 1980 κυκλοφορόντας διάφορα άλμπουμ που έγιναν χρυσοί δίσκοι.

Ο Μπένετ συνέχισε να δημιουργεί δημοφιλή και αξιέπαινα έργα και κατά τον 21ο αιώνα. Πήρε αναγνώριση από τις συνεργασίες του με τη Lady Gaga οι οποίες ξεκίνησαν με το άλμπουμ "Dancing Cheek to Cheek" το 2014. Οι δύο ερμηνευτές έκαναν περιοδεία μαζί ώστε να προωθήσουν το άλμπουμ από το 2014 ως το 2015. Με την κυκλοφορία του δεύτερου άλμπουμ του ντουέτου με τον τίτλο "Love For Sale" το 2021, o Μπένετ έσπασε το ατομικό ρεκόρ για το μεγαλύτερο διάστημα των top-10 άλμπουμ στο Billboard 200 chart. Ο Μπένετ επίσης έσπασε το Ρεκόρ Γκίνες για τον γηραιότερο άνθρωπο που εξέδωσε άλμπουμ με καινούργιο υλικό, σε ηλικία 95 ετών και 60 ημερών.

Ο Μπένετ έχει συγκεντρώσει αμέτρητες διακρίσεις κατά τη διάρκεια της καριέρας του, συμπεριλαμβανομένων 19 Βραβείων Γκράμι (καθώς και ένα Βραβείο Γκράμι για Συνολική Προσφορά το 2001) και 2 Βραβείων Έμμυ Ζώνης Υψηλής Τηλεθέασης ενώ είχε πουλήσει πάνω από 50 εκατομμύρια δίσκους παγκοσμίως.

Σχετικά με τις επιλογές του στη μουσική, o Μπένετ συνόψισε την καλλιτεχνική του στάση σε μια συνέντευξη του 2010: «Δεν παραμένω μοντέρνος για χάρη των μεγάλων δισκογραφικών εταιρειών, δεν ακολουθώ τη μόδα. Δεν τραγουδώ ποτέ ένα κακογραμμένο τραγούδι. Τις δεκαετίες 1920 και 1930 υπήρξε μία αναγέννηση στη μουσική που είναι κατ' εμέ ανάλογη της καλλιτεχνικής Αναγέννησης. Ο Κόουλ Πόρτερ, ο Τζόνι Μέρσερ και πολλοί άλλοι δημιούργησαν τα καλύτερα τραγούδια που έχουν γραφεί. Αυτά είναι τα κλασικά και επιτέλους δεν αντιμετωπίζονται ως ελαφριά μουσική. Αυτή είναι η κλασική μουσική».

Τον Φεβρουάριο του 2021, αποκαλύφθηκε ότι ο Μπένετ είχε διαγνωστεί με Αλτσχάιμερ το 2016. Χάρη στην αργή επιδείνωση της ασθένειάς του συνέχισε να ηχογραφεί, να περιοδεύει και να ερμηνεύει μέχρι την απόσυρση του τον Αύγουστο του 2021 για λόγους υγείας.

 

 

26/7/2023  Πέθανε η τραγουδίστρια Σινέντ Ο’ Κόνορ σε ηλικία 56 ετών
Η καταξιωμένη ερμηνεύτρια από το Δουβλίνο κυκλοφόρησε 10 άλμπουμ, ενώ το τραγούδι της «Nothing Compares 2 U» ανακηρύχθηκε το 1990 νούμερο ένα single παγκοσμίως από τα Billboard Music Awards.

Το 2007 η τραγουδίστρια είχε αποκαλύψει, μέσα από την εκπομπή της Οπρα Γουίνφρι, ότι είχε αποπειραθεί να αυτοκτονήσει όταν ήταν 33 ετών. Οπως ανέφερε τότε, έπασχε από διπολική διαταραχή. Το 2012 η τραγουδίστρια είχε απευθύνει έκκληση στους θαυμαστές της στο διαδίκτυο ζητώντας βοήθεια ψυχιάτρου. «Δεν είμαι καλά – κινδυνεύω», σημείωνε τότε.

Το 2015, σε ανάρτησή της στο facebook ανέφερε ότι βρίσκεται σε ξενοδοχείο «κάπου στην Ιρλανδία» και ότι έχει πάρει υπερβολική δόση φαρμάκων με στόχο να δώσει τέλος στη ζωή της. Η ανάρτηση εκείνη είχε προκαλέσει αναστάτωση, με την αστυνομία της Ιρλανδίας να ανακοινώνει αργότερα πως η τραγουδίστρια είναι καλά στην υγεία της και λαμβάνει την απαραίτητη ιατρική φροντίδα.

Στις αρχές του 2022 η ίδια αποκάλυψε ότι είχε μπει στο νοσοκομείο, αναφέροντας μάλιστα πως θέλει να «ακολουθήσει» τον 17χρονο γιο της ο οποίος είχε αυτοκτονήσει λίγες μέρες νωρίτερα.
Η Σινέντ Ο’Κόνορ γεννήθηκε το 1966 στην Ιρλανδία και έγινε γνωστή τη δεκαετία του 1980 με το άλμπουμ της «The Lion and the Cobra». Ωστόσο η μεγάλη επιτυχία θα ακολουθούσε με την κυκλοφορία του δεύτερου άλμπουμ της το 1990 με τίτλο «I Do Not Want What I Haven’ t Got», του δεύτερου καλύτερου άλμπουμ εκείνης της χρονιάς σύμφωνα με το περιοδικό ΝΜΕ.

Το 1990, το single «Nothing Compares 2U», μια μουσική σύνθεση γραμμένη από τον Prince, την καθιερώνει παγκοσμίως. Με αυτό, η Σινέντ εξασφάλισε τέσσερις υποψηφιότητες για βραβείο Grammy συμπεριλαμβανομένων εκείνων του Καλύτερου Άλμπουμ και Καλύτερου Τραγουδιού. Το βίντεο του «Nothing Compares 2U» κέρδισε το βραβείο του MTV για το Βίντεο της Χρονιάς και η Σινέντ τον τίτλο του «Καλλιτέχνη της Χρονιάς» το 1991 από το ίδιο δίκτυο.

Το 1993 η Σινέντ συμμετείχε στο σάουντρακ της ταινίας «In the Name of the Father» με το τραγούδι «You Made Me the Thief of Your Heart» μαζί με τον Βοno. Το 1997 έπαιξε στην ταινία του Νιλ Τζόρνταν «The Butcher Boy».

Το 2000 κυκλοφόρησε το «Faith and Courage» στο οποίο συμπεριλαμβάνεται το single «No woman no Man». Το 2003 κυκλοφόρησε το άλμπουμ «She Who Dwells in the Secret Place of the Most High Shall Abide Under the Shadow of the Almighty» και αμέσως μετά ανακοίνωσε την αποχώρησή της από τον χώρο της μουσικής.

Στις 3 Οκτωβρίου του 1992, η Ο’ Κόνορ ήταν καλεσμένη της εκπομπής «Saturday Night Live» για να ερμηνεύσει το τραγούδι του Bob Marley «War». Στο τέλος του τραγουδιού, παραλλάσσει τους στίχους και εξαπολύει επίθεση εναντίον του Πάπα Ιωάννη Παύλου Β΄, σκίζοντας τη φωτογραφία του. Η ίδια είχε θελήσει με αυτόν τον τρόπο να διαμαρτυρηθεί για τις κακοποιήσεις παιδιών από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία.

 

 

22/8/2023 Eφυγε από τη ζωή σε ηλικία 80 ετών o Ιταλος τραγουδοποιος Τότο Κουτούνιο .
Με καταγωγή από την Τοσκάνη, ο Κουτούνιο άρχισε την καριέρα του στη δεκαετία του ’70, πρώτα με τους Toto & the Rockers και μετά με τους Albatros. Στη συνέχεια ξεκίνησε το σόλο ταξίδι του, που θα τον οδηγούσε σε μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της γενιάς του. Θα λέγαμε, αδικώντας τον λίγο μια και υπηρέτησε την τέχνη του για χρόνια και μάλιστα άξια, ότι ήταν ο δημιουργός του ενός διάσημου κομματιού. Γιατί πραγματικά το «L’Italiano», που κυκλοφόρησε το 1983, έγινε μία από τις μεγαλύτερες διεθνείς επιτυχίες του ιταλικού τραγουδιού.

Το συνέθεσε μετά μια συναυλία στο Τορόντο, η οποία τον ενέπνευσε να γράψει ένα τραγούδι αφιερωμένο στους Ιταλούς μετανάστες. Οι στίχοι γράφτηκαν από τον στενό του συνεργάτη Κριστιάνο Μινελόνο και ο αρχικός του τίτλος ήταν «Con quegli occhi di italiano» («Με αυτά τα ιταλικά μάτια»). Επίσης η πρώτη σκέψη ήταν να το ερμηνεύσει ο πολύ αγαπητός στο κοινό Αντριάνο Τσελεντάνο, ο οποίος όμως το απέρριψε. Επειτα από κάμποση σκέψη και την επιμονή του διοργανωτή του φεστιβάλ Σαν Ρέμο, το τραγούδησε ο ίδιος ο Κουτούνιο. Το «L’Italiano» συμμετείχε στον διαγωνισμό της 33ης διοργάνωσης του φεστιβάλ καταλαμβάνοντας την 5η θέση.

Ωστόσο, την ίδια χρονιά ο Φινλανδός τραγουδιστής Κάρι Τάπιο ηχογράφησε μια διασκευή με τίτλο «Είμαι Φινλανδός», η οποία έγινε επιτυχία στη χώρα, κι επίσης κυκλοφόρησε μια ολλανδική εκδοχή του ίδιου τραγουδιού, που πήγε μέτρια. Το 1984, ένας Ισραηλινός τραγουδιστής και ένας Ισραηλινοάραβας ηθοποιός ηχογράφησαν μία ακόμη διασκευή με τίτλο «Επιστρέφω σπίτι».

Η δημοτικότητα του τραγουδιού μειώθηκε κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 και τότε ο Κουτούνιο έκανε άλλο ένα πέταγμα: Νίκησε στον διαγωνισμό τραγουδιού της Eurovision το 1992 στο Ζάγκρεμπ, με το τραγούδι «Insieme» («Μαζί»), μια μπαλάντα που γιόρταζε την ευρωπαϊκή πολιτική ολοκλήρωση και την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Eνωσης.

Αλλά το «L’ Italiano» δεν είχε τελειώσει ακόμη τη σπουδαία καριέρα του. Ανακαλύφθηκε ξανά όταν ο Κουτούνιο το ερμήνευσε ζωντανά σε μια φιλανθρωπική συναυλία στη Ρώμη για τον εορτασμό της νίκης της Ιταλίας στο Μουντιάλ του 2006. H δημοτικότητά του απογειώθηκε κι έγιναν πολλές ακόμη διασκευές. Στις τελευταίες δεκαετίες της σταδιοδρομίας του είχε πολύ σταθερή σχέση με το κοινό της Ανατολικής Ευρώπης και ήταν από τους πιο διάσημους Ιταλούς τραγουδιστές στη Μόσχα.

Ο Κουτούνιο, φίλος και συνομήλικος του Αλ Μπάνο, υπήρξε «ένας από τους πιο επιτυχημένους Ιταλούς τραγουδοποιούς όλων των εποχών», πουλώντας πάνω από 100 εκατομμύρια δίσκους παγκοσμίως. Αρρωστος για κάποιο διάστημα, είχε αποσυρθεί στη σιωπή για αρκετά χρόνια, εγκαταλείποντας τη σκηνή.


 

1/9/2023 Πέθανε σε ηλικία 76 ετών ο Αμερικανός τραγουδιστής και στιχουργός Τζίμι Μπάφετ
Γνωστός για την ατμοσφαιρική, χαλαρή μουσική του που ταιριάζει ως υπόβαθρο σε καλοκαιρινές διακοπές σε νησί, ο Μπάφετ γεννήθηκε ανήμερα των Χριστουγέννων του 1946 στην πόλη Pascagoula του Μισισίπι, η οποία βρίσκεται επί του Κόλπου του Μεξικού.

Αφού έμαθε κιθάρα στο πανεπιστήμιο, άρχισε να παίζει στους δρόμους της Νέας Ορλεάνης και έπειτα εντάχθηκε στην πρώτη του πάντα.

Στη συνέχεια, μετακόμισε στο Νάσβιλ του Τενεσί για να εργαστεί για το περιοδικό «Billboard» και να δοκιμάσει την τύχη του ως τραγουδιστής.

Αλλά ήταν τελικά τη δεκαετία του 1970 στο Key West που «βρήκε την πραγματική φωνή του», όπως αναφέρεται σε βιογραφικό στην ιστοσελίδα του.

Το πιο αναγνωρίσιμο τραγούδι του είναι το «Μαργαριταβίλ» που κυκλοφόρησε το 1977. Έφτασε στον αριθμό 8 του Billboard Hot 100 όπου παρέμεινε για 22 εβδομάδες, κάνοντάς το πιο δημοφιλές σινγκλ του.

Ο Μπάφετ ηχογράφησε 27 άλμπουμ - τέσσερις δίσκοι του έγιναν πλατινένιοι και οκτώ χρυσοί - σε μια σταδιοδρομία πέντε δεκαετιών, ενώ ασχολήθηκε και με το γράψιμο στίχων.

Το στυλ της μουσικής τους θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως κάντρι με τροπικά, καλοκαιρινά στοιχεία.

Oι θαυμαστές του στις ΗΠΑ και σε όλο τον κόσμο αποκαλούνται χαϊδευτικά «Parrotheads».

Εκτός από μουσικός, ο Τζίμι Μπάφετ ήταν και πολύ δραστήριος επιχειρηματίας: βασιζόμενος στο προσωπικό του brand, δημιούργησε μια μίνι «αυτοκρατορία» από εστιατόρια, καφετέριες, μάρκα ρούχων, αλλά και πολυτελή resorts, καζίνο, οίκους ευγηρίας και ένα ραδιοφωνικό σταθμό.

Μάλιστα, σύμφωνα με τη λίστα δισεκατομμυριούχων του περιοδικού Forbes, η περιουσία του Μπάφετ υπολογιζόταν ακριβώς στο 1 δισ. δολάρια.





1/9/2023
Έφυγε από τη ζωή ο δισεκατομμυριούχος Μοχάμεντ Αλ Φαγέντ, αναμορφωτής των Harrods  Ήταν περισσότερο γνωστός ως πατέρας του Ντόντι Αλ Φαγέντ, συντρόφου της αδικοχαμένης πριγκίπισσας Νταϊάνα.

Γεννημένος το 1929, ο Μοχάμεντ μεγάλωσε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Το 1954 παντρεύτηκε τη Σαμίρα Κασόγκι και εργάστηκε για τον αδερφό της, τον διάσημο έμπορο όπλων Αντνάν Κασόγκι, πριν ξεκινήσει μια επιτυχημένη ναυτιλιακή εταιρεία στην Αίγυπτο. Ένα χρόνο αργότερα γεννήθηκε ο Ντόντι.

Ο Μοχάμεντ μετακόμισε στη συνέχεια, για να εργαστεί ως οικονομικός σύμβουλος του Σουλτάνου του Μπρουνέι το 1966, πριν φτάσει στη Βρετανία το 1974. Πέντε χρόνια αργότερα, ο επιχειρηματίας αγόρασε το ξενοδοχείο Ritz στο Παρίσι, προτού αυτός και ο αδερφός του Άλι αγοράσουν το 30% των μετοχών της βρετανικής αλυσίδας πολυκαταστημάτων House of Fraser, στην οποία ανήκε και το περίφημο «Harrods», το οποίο οι Αλ Φαγέντ εξαγόρασαν πλήρως για 615 εκατομμύρια λίρες.

Το 2010 το πούλησε το έναντι 1,5 δισεκατομμυρίων λιρών στην Qatari Holdings, τον κρατικό επενδυτικό ταμείο του κράτους του εμιράτου του Κατάρ.

Το 1985 ο Μοχάμεντ Αλ Φαγέντ παντρεύτηκε τη Φινλανδή ηθοποιό και μοντέλο Heini Wathem, με την οποία απέκτησε άλλα τέσσερα παιδιά, τους Καμίλα, Ομάρ, Γιασμίν και Καρίμ



28/9/2023
Πέθανε σε ηλικία 82 ετών ο ηθοποιός σερ Μάικλ Γκάμπον (sir Michael Gambon), γνωστός στο ευρύ κοινό για τον ρόλο του διευθυντή του Hogwarts, Άλμπους Ντάμπλντορ, στις ταινίες του «Χάρι Πότερ» (από τον «Αιχμάλωτο του Αζκαμπάν» και έπειτα).

Με διπλή βρετανική και ιρλανδική υπηκοότητα, ο σερ Μάικλ Τζον Γκάμπον γεννήθηκε στην Ιρλανδία στις 19 Οκτωβρίου 1940.

Ξεκίνησε τη λαμπρή καριέρα του μαζί με τον Λόρενς Ολίβιε (Laurence Olivier) ως ένα από τα αρχικά μέλη του Βασιλικού Εθνικού Θεάτρου.

«Έλαμψε» ως θεατρικός ηθοποιός, παίζοντας σε πολλές παραστάσεις έργων του Σαίξπηρ, ενώ έκανε το ντεμπούτο του στο Broadway με το «David Hare's Skylight». Μάλιστα, για τον ρόλο του αυτό κέρδισε το βραβείο Tony για τον «Καλύτερο Ηθοποιό σε Θεατρική Παράσταση».

Στον κινηματογράφο, έκανε το ντεμπούτο με τον «Οθέλλο» του 1965. Άλλες γνωστές ταινίες στις οποίες συμμετείχε είναι οι: «The Cook, the Thief, His Wife & Her Lover» (1989), «The Wings of the Dove» (1997), «The Insider» (1999), «Gosford Park» (2001), «Amazing Grace» (2006), «The King's Speech» (2010), «Quartet» (2012),«Victoria & Abdul» (2017), «The Life Aquatic with Steve Zissou» (2004) και «Fantastic Mr. Fox» (2009).

Μετά τον θάνατο του Ρίτσαρντ Χάρις, ο οποίος έπαιξε τον Άλμπους Ντάμπλντορ στις δύο πρώτες ταινίες του «Χάρι Πότερ», ο Γκάμπον ανέλαβε τον ρόλο του διευθυντή του Χόγκουαρτς για τις υπόλοιπες ταινίες της σειράς με τις περιπέτειες του νεαρού μάγου.

Μερικές από τις πιο γνωστές του τηλεοπτικές εμφανίσεις ήταν στις βρετανικές σειρές «The Singing Detective» και «Maigret» (1992).

Στην 60ετή καριέρα του κέρδισε πολλές βραβεύσεις, μεταξύ των οποίων τέσσερα βραβεία BAFTA, τρία Olivier και δύο βραβεία από το Screen Actors Guild.

Xρίστηκε ιππότης από τη βασίλισσα Ελισάβετ το 1999 για την προσφορά του στη δραματική τέχνη.

 

 

10/10/2023 Πεθανε σε ηλικία 92 ετών ο Τσαρλς Φίνεϊ συνιδρυτής της αλυσίδας Duty Free Stores Group και επενδυτής startups, ο οποίος διέθεσε σχεδόν το σύνολο της περιουσίας του, ύψους 8 δισεκατομμυρίων δολαρίων, σε φιλανθρωπικούς σκοπούς.

Ο θάνατός του ανακοινώθηκε από το Atlantic Philanthropies, μια συνέργεια ιδρυμάτων που είχε ξεκινήσει και χρηματοδοτούσε από τις αρχές της δεκαετίας του 1980. Ζούσε σε ένα ταπεινό ενοικιαζόμενο διαμέρισμα στο Σαν Φρανσίσκο.

Τον Δεκέμβριο του 2016, με τη δωρεά 7 εκατομμυρίων δολαρίων στο πανεπιστήμιο Cornell, εκπλήρωσε την υπόσχεσή του να χαρίσει σχεδόν όλη την περιουσία του πριν πεθάνει.

«Είχε αρχίσει να αμφιβάλλει για το δικαίωμά του να έχει τόσα πολλά χρήματα», έγραψε ο βιογράφος του στο βιβλίο με τίτλο «The Billionaire Who Wasn’t» (2007).

Ο Φίνεϊ είχε δηλώσει ότι κράτησε περίπου 2 εκατομμύρια δολάρια από τα 8 δισ. δολάρια της συνολικής του περιουσίας, ενώ συχνά κατέβαλλε μεγάλες προσπάθειες για να αποκρύψει την ταυτότητά του ύστερα από φιλανθρωπικές πράξεις. Εδινε ανώνυμα χρήματα σε πανεπιστήμια, ιατρικά ιδρύματα, επιστημονικές προσπάθειες, ομάδες για τα ανθρώπινα δικαιώματα, ειρηνευτικές πρωτοβουλίες και δεκάδες σκοπούς στις Ηνωμένες Πολιτείες, το Βιετνάμ, τη Νότια Αφρική, την Αυστραλία, το Ισραήλ, την Ιορδανία και άλλες χώρες.

Η ζωή του ήταν γεμάτη αντιθέσεις. Μεγαλωμένος στο Νιου Τζέρσεϊ από ρωμαιοκαθολικούς γονείς της εργατικής τάξης που αγωνίστηκαν κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, υπηρέτησε στην Πολεμική Αεροπορία, σπούδασε διοίκηση ξενοδοχείων και μπήκε στην επιχείρηση αφορολόγητων ειδών πουλώντας ποτά, τσιγάρα και αρώματα σε Αμερικανούς στρατιώτες που επέστρεφαν στην Ευρώπη τη δεκαετία του 1950.

Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1980 έβγαζε αφορολόγητα μερίσματα ύψους 35 εκατομμυρίων δολαρίων τον χρόνο. Στην ηλικία των 50 ετών, είχε πολυτελή σπίτια στη Νέα Υόρκη, το Λονδίνο, το Παρίσι, τη Χονολουλού, το Σαν Φρανσίσκο και το Ασπεν, στο Κολοράντο, καθώς και στη γαλλική Ριβιέρα.

Εκείνη τη δεκαετία της ζωής του αποφάσισε να αλλάξει τον τρόπο ζωής του, εγκαταλείποντας τις συναναστροφές με πλούσιους, πετώντας στην οικονομική θέση, αγοράζοντας τα ρούχα του από φθηνά καταστήματα και αποφεύγοντας τα πολυτελή εστιατόρια. Πούλησε τις λιμουζίνες του και έπαιρνε το μετρό ή ταξί. 

 

 

27/11/2023 Έφυγε από τη ζωή η Φράνσις Στερνχάγκεν, η ηθοποιός που έγινε ευρέως γνωστή από τους ρόλους της στο «Cheers» και στο «Sex and the City», σε ηλικία 93 ετών.

Στην τηλεόραση, η Στερνχάγκεν πρωταγωνίστησε ως η γιαγιά του Δρ Κάρτερ (Νοα Γουάιλ) στο «ER» και ως η μητέρα του Κλιφ (Τζον Ρατζενμπέγκερ) στο «Cheers», ρόλοι που της χάρισαν δύο υποψηφιότητες για Emmy. Επίσης, υποδύθηκε την Μπάνι ΜακΝτούγκαλ, την κακιά μητέρα του Τρέι (Κάιλ ΜακΛάχλαν) και πεθερά της Σάρλοτ (Κρίστιν Ντέιβις), στο «Sex and the City», για την οποία έλαβε μια τρίτη υποψηφιότητα για Emmy. Έπαιξε επίσης τον ρόλο της μητέρας της Μπρέντα Λι Τζόνσον (Κίρα Σέντγουικ) στο «The Closer».

Όσον αφορά το έργο της στο Broadway, η Στέρνχαγκεν έλαβε δύο βραβεία Tony για τις ερμηνείες της στο «Good Doctor» (1974) του Νιλ Σάιμον και στο «Heiress» του Ογκούστους Γκετζ (1995). Ενώ, έλαβε και υποψηφιότητες για την παραγωγή των «Sign in Sidney Brustein's Window» (1972), «Equus» (1975), «Angel» (1978), «On Golden Pond» (1979) και «Morning's at Seven» (2002). Το 2005, επέστρεψε στο Broadway στο «Steel Magnolias» ως Κλερ καθώς και στο «Seascape» του Edward Albee.

Τέλος, στον κινηματογράφο συμμετείχε στα: Outland, Misery, Julie and Julia, Starting Over, Independence Day, Doc Hollywood και And So It Goes.
 

 

29/10/2023 Πέθανε σε ηλικία 54 ετών ο Μάθιου Πέρι, γνωστός από τα «Φιλαράκια»

 

 

 

 

 

 

29/11/2023 Πέθανε σε ηλικία 100 ετών ο πρώην υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Χένρι Κίσινγκερ

Ο Κίσινγκερ ήταν ενεργός μετά την εκατονταετηρίδα του, παρακολουθώντας συναντήσεις στον Λευκό Οίκο, εκδίδοντας ένα βιβλίο για τα στυλ ηγεσίας και καταθέτοντας ενώπιον μιας επιτροπής της Γερουσίας για την πυρηνική απειλή που θέτει η Βόρεια Κορέα.

Τον Ιούλιο του 2023 πραγματοποίησε μια αιφνιδιαστική επίσκεψη στο Πεκίνο για να συναντήσει τον Κινέζο Πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ.

Στη δεκαετία του 1970, είχε ρόλο σε πολλά από τα παγκόσμια γεγονότα της δεκαετίας που άλλαξαν την εποχή, ενώ υπηρετούσε ως υπουργός Εξωτερικών υπό τον Ρεπουμπλικανό Πρόεδρο Ρίτσαρντ Νίξον. Οι προσπάθειες του γερμανικής καταγωγής Εβραίου πρόσφυγα οδήγησαν στο διπλωματικό άνοιγμα της Κίνας, στις συνομιλίες ορόσημο ΗΠΑ-Σοβιετικής Ένωσης για τον έλεγχο των όπλων, στην επέκταση των δεσμών μεταξύ του Ισραήλ και των Αράβων γειτόνων του και στην Ειρηνευτική Συμφωνία του Παρισιού με το Βόρειο Βιετνάμ.

Η επιρροή του Κίσινγκερ ως κυρίου αρχιτέκτονα της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ μειώθηκε με την παραίτηση του Νίξον το 1974. Ωστόσο, συνέχισε να είναι διπλωματική δύναμη υπό τον Πρόεδρο Τζέραλντ Φορντ και να προσφέρει ισχυρές απόψεις σε όλη την υπόλοιπη ζωή του.

Ουδείς άλλος σημάδεψε όσο αυτός την αμερικανική εξωτερική πολιτική το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Φημισμένος για τις απαράμιλλες διαπραγματευτικές του ικανότητες, ο Χένρι Κίσινγκερ ταυτόχρονα συχνά επεδείκνυε ροπή στον αυταρχισμό.

Ο πραγματιστής πολιτικός που πιστώνεται την «αμερικανική Realpolitik» ήταν πάντα αληθινό «γεράκι» της Ουάσιγκτον — υπήρξε περίπλοκη προσωπικότητα, που γεννούσε τόσο θαυμασμό όσο και μίσος.

Ο ναζισμός σημάδεψε ανεξίτηλα τον νεαρό Γερμανοεβραίο Χάιντς Άλφρεντ Κίσινγκερ, που γεννήθηκε την 27η Μαΐου 1923 στη Φουρτ (Βαυαρία): στα 15 του, μετατρεπόταν σε πρόσφυγα στις ΗΠΑ μαζί με την οικογένειά του. Αφού απέκτησε την αμερικανική υπηκοότητα στα 20 του χρόνια, θα κατατασσόταν στον στρατό και θα υπηρετούσε στην Ευρώπη, κυρίως στη στρατιωτική αντικατασκοπεία, λόγω των άπταιστων γερμανικών του. Παρασημοφορήθηκε για τη δράση του.

Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, επιθυμώντας διακαώς να συνεχίσει τις σπουδές του, μπήκε στο Χάρβαρντ — από όπου βγήκε με πτυχίο στις διεθνείς σχέσεις, προτού γίνει μέλος του διδακτικού προσωπικού και της διεύθυνσης του πασίγνωστου πανεπιστημίου. Εκείνη την περίοδο, οι Δημοκρατικοί πρόεδροι Τζον Κένεντι και Λίντον Τζόνσον άρχιζαν να συμβουλεύονται ολοένα συχνότερα τον λαμπρό —και ιδιαίτερα φιλόδοξο— καθηγητή.

Όμως ο διοπτροφόρος πανεπιστημιακός δεν θα μετατρεπόταν σε παγκόσμια μορφή της διπλωματίας παρά την περίοδο του Ρίτσαρντ Νίξον, όταν αρχικά έγινε σύμβουλος εθνικής ασφαλείας του Λευκού Οίκου και κατόπιν υπουργός Εξωτερικών — κατείχε και τις δύο θέσεις από το 1973 ως το 1975, ενώ παρέμεινε ΥΠΕΞ υπό τον Τζέραλντ Φορντ, ως το 1977.

Έθεσε σε εφαρμογή την αμερικανική Realpolitik, επιδιώκοντας την αποκλιμάκωση των εντάσεων με τη σοβιετική ένωση και την προσέγγιση με την Κίνα του Μάο, όπου πήγε επανειλημμένα —με άκρα μυστικότητα— για να προετοιμάσει την ιστορική επίσκεψη του προέδρου Νίξον στο Πεκίνο το 1972.

Διεξήγαγε εξάλλου, επίσης με άκρα μυστικότητα, ενώ βομβαρδιζόταν ανηλεώς το Ανόι, διαπραγματεύσεις για να τερματιστεί ο πόλεμος του Βιετνάμ.

Το αμφιλεγόμενο Νόμπελ

Η υπογραφή της συμφωνίας κατάπαυσης του πυρός ήταν αυτό που επικαλέστηκε η επιτροπή όταν το απένειμε το Νόμπελ ειρήνης το 1973 — όμως ο Βιετναμέζος ηγέτης Λε Ντικ Το αρνήθηκε να το παραλάβει. Η βράβευση πιθανόν θα παραμείνει η πιο αμφιλεγόμενη στην ιστορία.

Επικριτές του Χένρι Κίσινγκερ για χρόνια απαιτούσαν να δικαστεί για εγκλήματα πολέμου.

Κατήγγειλαν τον σκοτεινό, όχι σπάνια απροκάλυπτο ρόλο του σε αποφάσεις όπως οι μαζικοί βομβαρδισμοί των ΗΠΑ στην Καμπότζη, ή η αμερικανική υποστήριξη στον ινδονήσιο δικτάτορα Σουχάρτο, η εισβολή των δυνάμεων του οποίου στο Ανατολικό Τιμόρ στοίχισε τη ζωή σε τουλάχιστον 200.000 ανθρώπους το 1975.

Όμως ήταν πάνω απ’ όλα η δράση της CIA στη Λατινική Αμερική, συχνά με προσωπικές του εντολές, αυτή που αμαύρωσε περισσότερο από καθετί άλλο την εικόνα του: ειδικά το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1973 στη Χιλή, η κατάληψη της εξουσίας από τον Αουγούστο Πινοτσέτ και ο θάνατος του σοσιαλιστή προέδρου Σαλβαδόρ Αγιέντε.

Στην πορεία των ετών, ήρθαν στο φως απόρρητα έγγραφα που αποκάλυπταν το περίγραμμα και το εύρος αυτού που θα γινόταν γνωστό με την ονομασία «Σχέδιο Κόνδωρ»: σκοπός του ήταν η εξάλειψη των αντιπάλων των στρατιωτικών δικτατοριών στη Λατινική Αμερική τα χρόνια του 1970 και του 1980.

Μολαταύτα, ο συγγραφέας των βιβλίων Διπλωματία (1994) και Παγκόσμια Τάξη (2014), πατέρας δυο παιδιών, παντρεμένος από το 1974 με τη φιλάνθρωπο Νάνσι Μαγκίνες, διατηρούσε ως τον θάνατό του τεράστια επιρροή. Και —φυσικά— παρέμενε γεράκι: τον Ιανουάριο, τάχθηκε υπέρ της συνέχισης της υποστήριξης στην Ουκρανία, που έπρεπε, κατ’ αυτόν, να γίνει κράτος μέλος του NATO.

 

 

8/12/2023 Ο Ράιαν Ο' Νιλ, γνωστός για τον ρόλο του στην ταινία "Love Story" του 1970 (για τον οποίο ήταν και υποψήφιος για Όσκαρ), πέθανε στα 82 του χρόνια. Ο Ράιαν Ο ΄Νιλ πρωταγωνίστησε επίσης στο "Paper Moon" του 1973 μαζί με την κόρη του, την ηθοποιό Τέιτουμ Ο' Νιλ , και οι δυο τους είχαν μια θυελλώδη σχέση στα χρόνια που ακολούθησαν. Είναι επίσης πατέρας του Redmond, τον οποίο είχε αποκτήσει με την επί χρόνια σύντροφό του Φάρα Φόσετ.

Ο Ράιαν Ο'Νιλ (πλήρες όνομα: Τσαρλς Πάτρικ Ράιαν Ο'Νιλ) γεννήθηκε στις 20 Απριλίου 1941. Εκπαιδεύτηκε ως ερασιτέχνης πυγμάχος πριν ξεκινήσει την καριέρα του στην υποκριτική το 1960. Το 1964, πήρε τον ρόλο του Ρόντνεϊ Χάρινγκτον στη βραδινή σαπουνόπερα του ABC Πέυτον Πλέις.  Η σειρά έγινες αμέσως επιτυχία και απογείωσε την καριέρα του Ο'Νιλ. Στη συνέχεια, ο Ο'Νιλ έκανε επιτυχία σε ταινίες, με κυριότερη την Ιστορία αγάπης (Love Story, 1970), για την οποία έλαβε υποψηφιότητες για Όσκαρ και Χρυσή Σφαίρα καλύτερου ηθοποιού, Μια τρελή τρελή καταδίωξη (1972) και Χάρτινο φεγγάρι (Paper Moon, 1973) του Πίτερ Μπογκντάνοβιτς, Μπάρι Λίντον του Στάνλεϊ Κιούμπρικ (1975), Η γέφυρα του Άρνεμ (A Bridge Too Far) του Ρίτσαρντ Ατένμπορο (1977) και Ντράιβερ, ο ασύλληπτος οδηγός (The Driver) του Γουόλτερ Χιλ (1978). Από το 2005 έως το 2017, είχε έναν επαναλαμβανόμενο ρόλο στη σειρά του Fox Bones ως Μαξ.

Το 2001, ο Ο' Νιλ διαγνώστηκε με χρόνια μυελογενή λευχαιμία (CML). Αφού πάλεψε με την ασθένεια, ο Ράιαν Ο'Νιλ εμφανιζόταν συχνά στο πλευρό της Φόσετ που αντιμετώπιζε καρκίνο. Τον Απρίλιο του 2012, ο Ο 'Νιλ δήλωσε ότι είχε διαγνωστεί με καρκίνο του προστάτη. 

 

30/12/2023  Πέθανε σε ηλικία 75 ετών ο Βρετανός ηθοποιός του Full Monty, Tom Wilkinson.

O Tom Wilkinson ήταν γνωστός για τους ρόλους του σε διάσημες ταινίες όπως οι The Full Monty, Ερωτευμένος Σαίξπηρ και Εξωτικό Ξενοδοχείο Μάριγκολντ.

Ο Tom Wilkinson είχε κερδίσει βραβείο Bafta για το The Full Monty του 1997 και επανέλαβε τον ρόλο του Gerald όταν μετά από 26 χρόνια η ταινία μεταφέρθηκε σε σειρά που προβλήθηκε σε streaming της Disney+.

Είχε έξι υποψηφιότητες για Bafta συνολικά καθώς και δύο υποψηφιότητες για Όσκαρ, για τον Michael Clayton και το In The Bedroom.

Κέρδισε επίσης ένα βραβείο Emmy υποδυόμενος τον Μπέντζαμιν Φράνκλιν στη μίνι σειρά του 2008 και μια υποψηφιότητα για Emmy ως ο πατέρας του Τζον Κένεντι στην ταινία The Kennedys ενώ έπαιξε και τον Πρόεδρο Λίντον Τζόνσον στη Selma του 2014 μεταξύ άλλων.

Γεννημένος στο Λιντς πριν μετακομίσει στον Καναδά και στη συνέχεια στην Κορνουάλη σε παιδική του ηλικία, ο Tom Wilkinson βρήκε την κλήση του σε ηλικία 18 ετών, όταν του ζητήθηκε να σκηνοθετήσει ένα έργο. «Για πρώτη φορά στη ζωή μου, άρχισα να κάνω κάτι που ήξερα να κάνω», είχε πει ο ίδιος.

Σπούδασε στη Βασιλική Ακαδημία Δραματικής Τέχνης (Ράντα) πριν ακολουθήσει την πορεία προς το θέατρο και την τηλεόραση. Το 1986, πήρε τον πρώτο του μεγάλο ρόλο στην οθόνη στη μίνι σειρά First Among Equals, βασισμένη στο μυθιστόρημα του Τζέφρι Άρτσερ. Μαζί του έπαιζε η Νταϊάνα Χάρντκαστλ με την οποία παντρεύτηκε το 1988 και απέκτησαν δύο κόρες, την Άλις και τη Μόλι.

Η μεγάλη αναγνώριση ήρθε με την συμμετοχή του ως πρώην εργοδηγός εργοστασίου που ενώνεται με άλλους άνεργους συναδέλφους του στη διοργάνωση ενός στριπ σόου για το The Full Monty. Η ταινία αν και είχε χαμηλό budget αποδείχθηκε ότι ήταν η βρετανική ταινία με τις υψηλότερες εισπράξεις μέχρι τότε και εκτόξευσε την καριέρα του.

Απέσπασε μεγάλη αναγνώριση από τους κριτικούς για το εγχώριο δράμα του Τοντ Φιλντ στις ΗΠΑ το 2001, In the Bedroom. Ήταν υποψήφιος για Όσκαρ Α' Ανδρικού Ρόλου.

Κέρδισε τη δεύτερη υποψηφιότητά του για Όσκαρ για δεύτερο ανδρικό ρόλο στο δικαστικό θρίλερ του Tony Gilroy το 2007, Michael Clayton, με πρωταγωνιστή τον George Clooney. Πρωταγωνίστησε επίσης στις ταινίες Batman Begins, Ο πατριώτης, Η αιώνια λιακάδα ενός καθαρού μυαλού, Valkyrie, The Lone Ranger και Denial.




 



 









 


 

 



 



 



 



 


 



 



 




 

 

 


Δεν υπάρχουν σχόλια: