Όποιος κερδίζει έχει δίκιο
Ξεκινώ θέτοντας ένα ερώτημα που αποτελεί κοινή απορία: Πώς εξηγείται το γενικευμένο ενδιαφέρον για το ποδόσφαιρο;
Το ποδόσφαιρο, που αν γίνεται ειδικά γι' αυτό λόγος εδώ, αποσπασμένο από τα άλλα ομαδικά αθλήματα, είναι γιατί μοιάζει περισσότερο ειλικρινές σε ό.τι αφορά τις προθέσεις του, είναι παιχνίδι αντι-παλότητας.
Οι παίκτες θα πρέπει να αντιπαρέλθουν δύο εμπόδια: την αντίπαλη ομάδα και το ρολόι.
Πραγματικό γήπεδο δεν είναι βέβαια ο τάπητας, αλλά τα ενενήντα λεπτά παιχνιδιού. Και αν ο διαιτητής είναι ντυμένος στα μαύρα, αυτό συμβαίνει γιατί παίζει τον ρόλο του ανελέητου χάρου σφυρίζοντας την αρχή και, κατά συνέπεια, το τέλος του παιχνιδιού. Να παίζεις με αντίπαλο το ρολόι σημαίνει να ξέρεις πως κάθε στιγμή που περνάει δεν επιστρέφει, κάθε στιγμή πάει και χάνεται, κάθε στιγμή είναι μια ήττα ή, μάλλον, ένα αυτογκόλ. Για τον λόγο αυτό, ακόμη και εκείνα που αποκαλούμε «ευγενικά αθλήματα», ανεξάρτητα από το αν έχουν ορατό ή όχι αντίπαλο, από τη στιγμή που αποτελούν πάλη με τον χρόνο δεν είναι, ας μου επιτραπεί ο χαρακτηρισμός, λιγότερο βάρβαρα απ' όσο το ποδόσφαιρο.
Το ποδόσφαιρο, και δεν είμαι ο πρώτος που θα το πω, είναι πόλεμος.
Από εδώ και οι τραυματισμοί. Οι παίκτες, με αλεξίσφαιρο το σώμα τους, προσπαθούν να ανακόψουν την πορεία των κανονιοβολισμών, να γλυτώσουν το σπίτι τους, δηλαδή, την εστία τους. Το πέναλτυ, για παράδειγμα, είναι εκτέλεση, η εσχάτη των ποινών, θανατική καταδίκη, με τη μόνη διαφορά πως εδώ πεθαίνεις όταν δεν σε πάρει το βόλι. Πρέπει, πάντως, κανείς να πιστεύει πολύ στη ζωή για να βρει κουράγιο να ζητήσει εκδίκηση. Και σε κείνον, που εισέβαλαν στο σπίτι του, σκότωσαν τα παιδιά και βίασαν τη γυναίκα του, δεν μένουν και πολλά πράγματα που να μπορεί να πιστέψει. Εξ ού και η γνωστή ποδοσφαιρική αρχή, «η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση».
Όποιος, όμως, για να νικήσει σκοτώνει τον αντίπαλό του, παίζει το επικίνδυνο παιχνίδι του θανάτου, του θανάτου που θα τον φάει.
Το ποδόσφαιρο είναι, άραγε, η σύγχρονη λατρεία του θανάτου;
Και μήπως ο «γύρος του θριάμβου» δεν είναι παρά η κραυγή αγωνίας εκείνων – των νικητών – που έχασαν την ευκαίρια να ηττηθούν, να βγουν, δηλαδή, από τον κύκλο που ορίζει ο φόβος ή μάλλον η βεβαιότητα του θανάτου;
Υποβιβάζει, όμως, κανείς τον αντίπαλό του όχι μονάχα νικώντας τον, αλλά και παίζοντας με τρόπο που να του διασφαλίζει τη νίκη. Μόνο, δηλαδή, λησμονώντας πως από τους δυο μας κάποιος αναγκαστικά πρέπει να χάσει ή για να το πω καλύτερα, μόνο λησμονώντας πως συμβαίνει να παίζω μπορώ να κερδίσω. Η αντιπαλότητα, όμως, αυτή που προϋποτίθεται του παιχνιδιού, καθιστά ανέφικτη τη νίκη. Αφού πρέπει, οπωσδήποτε, μια από τις δυο ομάδες να χάσει, ακόμη κι αυτή που κερδίζει είναι χαμένη.
Η ισοπαλία να είναι τάχα μια κάποια λύση;
Η ισοπαλία δεν είναι παρά διπλή ήττα, αφού εκείνο που μετρά διν είναι να μην ηττηθώ, αλλά να κερδίσω. Τελικά, ίσως ήταν πραγματικά σοφή η ηθικά προσανατολισμένη συμβουλή των μεγαλυτέρων μας, λίγο πριν μα και ιδίως μετά το τέλος του παιχνιδιού, πως, δηλαδή, σημασία δεν έχει να νικά κανείς, αλλά να μάθει να χάνει, αφού η νίκη είναι a priori αδύνατη.
Αρκεί, πάντως, να ρίξει μια ματιά κανείς στον Πίνδαρο, για να διαπιστώσει πως στην ελληνική αρχαιότητα δεν ήταν τόσο ο αθλητισμός που νικούσε όσο οι ηθικές αξίες που αυτός αντιπροσώπευε. Εκεί οι αγώνες ήταν θεοψία, εδώ το πολύ να είναι θέαμα. Με τις ηθικές αξίες δεν νοείται αντιπαλότητα, όπως δεν νοείται αντι-παλότητα με τον θεό. Ο πιστός μπορεί να σωθεί, δηλαδή να νικήσει, επειδή ο Θεός του ως ανίκητος δεν τον είναι αντί-παλος. Η πάλη με τον Θεό γίνεται έτσι πάλη με τον διάβολο και ο πιστός στην αντιπαλότητα του με τον διάβολο είναι εκ των προτέρων χαμένος. Μόνον, όμως, ως χαμένος διασφαλίζει τη νίκη του με το να καταφεύγει στο θεϊκό έλεος. Οι νικητές δεν ξέρουν από ελεημοσύνη.
Να ξαναγυρίσουμε όμως, στο αρχικό μας ερώτημα: Να εξηγεί, άραγε, τη λαϊκότητα – και ο όρος δεν έχει καθόλου υποτιμητική έννοια – του ποδοσφαίρου, η διαρκώς ανοικτή όρεξη για μια τελική οριστική νίκη – ανέφικτη όσο υπάρχει αντίπαλος – ή καλύτερα το αίτημα για μια ολοκληρωτική εξαφάνιση του αντιπάλου, καταπάτησή του με το να υποχρεωθεί σε ένα είδος οριστικής ήττας;
Ο νικητής αδικεί, βέβαια, τον ηττημένο. Δεν νικάει ο καλύτερος ή ο πιο δυνατός, γιατί αν συνέβαινε αυτό ο αγώνας δεν θα γινόταν, ποτέ. Ο αγώνας ή μάλλον η αγωνία έγκειται στο ότι και οι δύο μπορούν να νικήσουν ή, για να το πούμε αλλιώς, κανείς δεν δικαιούται να ηττηθεί. Ο «καλύτερος» ή ο «πιο δυνατός» προκύπτουν ως χαρακτηρισμοί, όταν το παιχνίδι έχει τελειώσει και το αποτέλεσμα είναι πια γνωστό, γιατί το ηθικό μας αισθητήριο δεν μπορεί να δεχθεί την ήττα του καλύτερου.
Έτσι το ποδόσφαιρο μοιάζει όχι τόσο να αδικεί τον ηττημένο όσο την ίδια την ηθική. Οι φίλαθλοι ορύονται στις κερκίδες, όταν ο νικητής σηκώνει το τρόπαια για τον λόγο πως θα μπορούσε να το έχει χάσει. Το ότι ο νικητής θα μπορούσε να έχει χάσει σημαίνει πως δεν νικά, κατ' ανάγκη, ο καλύτερος.
Η μαγεία του ποδοσφαίρου έγκειται στο ότι...
αυτό επιτρέπει, για να μην πω ότι εύχεται, τη μεταμόρφωση του αδύνατου – πάντα σύμφωνα με τις αντικειμενικότερες ενδείξεις – σε δυνατό – σε περίπτωση ενδεχόμενης νίκης του. Μα αν ο νικητής αδικεί τον ηττημένο, ο ηττημένος δεν χάνει ποτέ. γιατί μόνον από μια δίκαιη νίκη θα μπορούσε να ηττηθεί. Μια «δίκαιη νίκη» δεν μπορεί, βέβαια, να σημαίνει τίποτε άλλο παρά τη ματαίωση του παιχνιδιού.
Τα γήπεδα δεν δίνουν χαρά. δημιουργούν, αντίθετα, ανάγκη παρηγοριάς, δηλαδή Παρακλήτου. Η ποδοσφαιριχή συνάντηση παίρνει, έτσι, τη μορφή θρησκευτικής συνάξεως. Παρηγοριά θέλουν οι νικητές, γιατί τι αξία μπορεί να έχει μια νίκη που θα μπορούσε να μην έχει πραγματοποιηθεί, παρηγοριά θέλουν και οι ηττημένοι, αφού απέτυχαν τη στιγμή που είχαν τις ίδιες, αν όχι και περισσότερες, πιθανότητες με τους νικητές για νίκη. Παρηγοριά, που διεκδικώντας την θα οδηγηθούν σε έναν καινούργιο αγώνα. Όταν, όμως, η νίκη είναι ανέφικτη, οι υλικές ανταμοιβές καθίστανται απαραίτητες. Από αυτή την άποψη, η επαγγελματικοποίηοη του ποδοσφαίρου υπήρξε η μακρινή, μα αναγκαία, συνέπεια του γεγονότος πως το άθλημα αυτό ιδρύθηκε ως παιχνίδι αντι-παλότητας.
Να βρισκόμαστε, άραγε, πολύ κοντά στην εποχή, που το ποδόσφαιρο από αγωνία θα γίνει προσευχή, προσκύνηση της ομάδας που με μόνη την παρουσία της μέσα στο γήπεδο θα καθιστά μάταιη τη διεξαγωγή του όποιου αγώνα;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου