Η κατάσταση άλλαξε στα τέλη της δεκαετίας του ογδόντα, όταν κατέρρευσαν τα καθεστώτα του υπαρκτού σοσιαλισμού και από τα σύνορα που άνοιξαν με τις υπόλοιπες βαλκανικές χώρες, άρχισε το πρώτο κύμα της οικονομικής μετανάστευσης. Τα συναισθήματα ήσαν ανάμεικτα, κάπου ανάμεσα στην περιφρόνηση και την ψυχολογική απώθηση. Οι φυσιογνωμίες των Αλβανών που κυκλοφορούσαν με μια πλαστική σακούλα μάς θύμιζαν ασπρόμαυρες φωτογραφίες από την ελληνική ύπαιθρο στα χρόνια μετά τον Εμφύλιο, τις οποίες όλοι θέλαμε να ξεχάσουμε. Η χώρα εξευρωπαϊζόταν, στα προάστια επικρατούσε ο αρχιτεκτονικός ρυθμός της μεζονέτας με την πισίνα -ας ήταν και σε μέγεθος μπανιέρας- κι αυτοί κυκλοφορούσαν ανάμεσά μας σαν τα φαντάσματα μιας άλλης εποχής. Υπήρχαν βέβαια και οι «κοπέλες» που στα πολιτιστικά ιδρύματα της επαρχίας απορροφούσαν μεγάλο τμήμα των ευρωπαϊκών επιδοτήσεων καταναλώνοντας σαμπάνιες και ουίσκι μπόμπα.
Ακόμη όμως και ο τρόπος της οικονομικής μετανάστευσης διέφερε από αυτόν της υπόλοιπης Ευρώπης. Κι αν άρχισαν να αρθρώνονται οι πρώτες δημόσιες απόψεις περί «πολυπολιτισμικής» κοινωνίας που θα γινόταν η ελληνική, αυτή δεν είχε καμία σχέση με την πολυπολιτισμικότητα της γαλλικής ή της αγγλικής κοινωνίας. Οι Βαλκάνιοι που εγκαταστάθηκαν στη χώρα μας ήταν στην πλειονότητά τους χριστιανοί ορθόδοξοι, ήθελαν να στείλουν τα παιδιά τους σε ελληνικό σχολείο και γενικά να αφομοιωθούν από μια κοινωνία που δεν τους ήταν ούτε απόμακρη ούτε ξένη. Η εικόνα του «ξένου» άλλαξε, από εκεί που έφερνε χρήματα, τώρα ζητούσε δουλειά, πολλοί ζήτησαν να τους στείλουμε από εκεί που ήρθαν, όμως οι περισσότεροι αδιαφόρησαν, οι ίδιοι έφτιαξαν δουλειές, αγόρασαν διαμερίσματα και εγκαταστάθηκαν.
Η μεγάλη ανατροπή έγινε όταν άρχισαν να εμφανίζονται τα πρώτα κύματα των μεταναστών από το Πακιστάν, το Αφγανιστάν και χώρες της Αφρικής. Η ελληνική κοινωνία ήταν απροετοίμαστη, όσο για τη διοίκηση, αυτή έκανε αυτό που ξέρει να κάνει καλύτερα. Τους στοίβαζε στα κενά του κέντρου της πρωτεύουσας, στις περιοχές που είχαν αδειάσει από την εσωτερική μετανάστευση προς τα προάστια, και περίμενε να αλλάξουν οι καιροί. Η ελληνική κοινωνία μετατρεπόταν σε πολυπολιτισμική τη στιγμή που το πολυπολιτισμικό πρότυπο οργάνωσης είχε αρχίσει να πάσχει όπου δοκιμάσθηκε. Η ξενοφοβία ρίζωσε για τα καλά μαζί με τον ανθρωπιστικό λυρισμό, το αντίθετό της, που διεκήρυσσε με σχεδόν θρησκευτική ευλάβεια πως «είμαστε όλοι μετανάστες».
Κι ήρθε η πολυχρονεμένη κρίση, η πτώχευση του κράτους και η κατάρρευση της διοίκησης που μας επέτρεψαν να ξεχάσουμε το πρόβλημα. Ο τοίχος που χτίστηκε στον Εβρο έγινε μείζον ιδεολογικοπολιτικό έπος, και εν τω μεταξύ κανείς δεν σκεφτόταν στα σοβαρά πόσους μπορεί να αφομοιώσει η ελληνική κοινωνία και τι θα κάνει με τους υπόλοιπους. Απόδειξη, η υπόθεση του τεμένους. Προτιμούμε να προσεύχονται σε διαμερίσματα πολυκατοικιών ή στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου παρά σε έναν νόμιμο και ελεγχόμενο χώρο.
Το μοντέλο της πολυπολιτισμικής κοινωνίας δεν λειτουργεί πλέον. Η τρομοκρατία και η εθελοντική ένταξη στις ορδές του «Ισλαμικού Κράτους» ανδρών και γυναικών που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στη Γαλλία, που πήγαν σε γαλλικό σχολείο και διδάχθηκαν το πνεύμα της δημοκρατίας είναι το σύμπτωμα. Ο προοδευτικός λυρισμός θεωρεί ότι το πρόβλημα είναι ότι ο δυτικός πολιτισμός δεν ενδιαφέρεται αρκετά για να μάθει πώς λειτουργεί το Ισλάμ. Ομως πόσο ενδιαφέρεται το Ισλάμ, και όχι μόνον το φανατισμένο, για να μάθει πώς λειτουργεί ο δυτικός πολιτισμός και τι σημαίνει η ένταξη σε μια δημοκρατική κοινωνία πέρα από τα ήθη, τις παραδόσεις και τις θρησκευτικές πεποιθήσεις;
Το μοντέλο της πολυπολιτισμικής κοινωνίας δεν λειτουργεί διότι :
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου