HΠΑ: Mπορούν να επικρατήσουν γεωπολιτικά χωρίς στρατιωτικές διενέξεις?
Φανταστείτε ότι συμμετέχετε σε κλειστή συνεδρίαση του Εθνικού
Συμβουλίου Ασφαλείας των ΗΠΑ με θέμα την ολισθαίνουσα κατάσταση, όχι
μόνο σε πολιτικό, αλλά και σε επίπεδο ασφαλείας σε ένα κράτος της
βόρειας Αφρικής (διαλέξτε όποιο εσείς επιθυμείτε). Ο πρόεδρος ρωτάει πώς
οι ΗΠΑ μπορούν να αποτρέψουν μια διένεξη εκεί χωρίς να εμπλακούν
στρατιωτικά. Τα διάφορα μέλη του υπουργικού συμβουλίου και οι διευθυντές
των υπηρεσιών πληροφοριών ανταλλάσσουν ματιές που υποδηλώνουν ότι
αισθάνονται μάλλον άβολα, και αυτό διότι ουδείς μπορεί να δώσει
ικανοποιητική απάντηση.
Ιδού, λοιπόν, ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα των σχεδιαστών της
εθνικής πολιτικής για την ασφάλεια των ΗΠΑ: Πώς θα καταφέρει η Αμερική
να διαμορφώσει καταστάσεις σ’ ένα ασταθές διεθνώς περιβάλλον δίχως να
χρειαστεί να αποστείλει στρατιώτες σε συγκεκριμένες περιοχές ή να
σηκώσει μη επανδρωμένα μαχητικά;
Είναι αυτή η αποστολή «σταθεροποίηση»
κομμένη και ραμμένη στα μέτρα των ειδικών της Αμερικανικής Υπηρεσίας για
τη Διεθνή Ανάπτυξη (USAID); Ή μήπως το πλέον αρμόδιο για την
αντιμετώπιση τέτοιων ζητημάτων είναι το γραφείο για τις Διενέξεις και
τις Επιχειρήσεις Σταθεροποίησης του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, που ιδρύθηκε το
2011;
Θα μπορούσαν να επιληφθούν του ζητήματος οι αναλυτές του
Ινστιτούτου για την Ειρήνη των ΗΠΑ, το οποίο δημιουργήθηκε το 1984 με
στόχο την ειρηνική διευθέτηση των διεθνών διενέξεων; Μήπως θα ήταν
καλύτερα να αναλάμβαναν δράση οι μυστικοί σχεδιαστές δράσης της CIA, οι
οποίοι εργάζονται επί σειρά ετών υπό συνθήκες άκρας μυστικότητας για την
προώθηση των αμερικανικών συμφερόντων σε χώρες - κλειδιά;
Η απάντηση είναι ότι όλες οι παραπάνω υπηρεσίες και τα γραφεία θα
μπορούσαν να διαδραματίσουν ρόλο στη διαμόρφωση μιας αμερικανικής
απάντησης σε μια πιθανή κρίση. Επί του πρακτέου, ωστόσο, οι ρόλοι τους
επικαλύπτονται, γεγονός που συνεπάγεται πως κανείς δεν θα είχε την
τελική ευθύνη. Εδώ βρίσκεται και το πρόβλημα: Στη φανταστική αυτή
συνεδρίαση του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας κανείς δεν αναλαμβάνει την
πρωτοβουλία. Εξ ου και τα προβλήματα ασφαλείας «σκάνε» συνήθως στα χέρια
των περιφερειακών διοικητών του στρατού – στο δικό μας όχι και τόσο
φανταστικό παράδειγμα στην αφρικανική διοίκηση του στρατού των ΗΠΑ
(AFRICOM).
Η εποχή των περιφερειακών στρατιωτικών διοικήσεων, ωστόσο,
πλησιάζει στο τέλος της λόγω περιορισμών στον προϋπολογισμό του
υπουργείου Αμυνας και υπερφόρτωσης του στρατεύματος. Οσον αφορά την
αντικατάστασή τους, προς το παρόν δεν διαφαίνεται κάτι στον ορίζοντα.
Για να κατανοήσει κανείς καλύτερα τις επιπτώσεις αυτού του «κενού
εξουσίας», πρέπει να εξετάσει βαθύτερα την κατάσταση στη βόρεια Αφρική.
Οι αξιωματούχοι του Λευκού Οίκου βλέπουν αστάθεια όπου κι αν στρέψουν το
βλέμμα τους, καθώς οι εξεγέρσεις στον αραβικό κόσμο αναδιαμορφώνουν την
ήπειρο. Τα σύνορα είναι διάτρητα, το λαθρεμπόριο όπλων συνεχίζεται με
αμείωτη ένταση, ιδιαίτερα από τη Λιβύη, οι κρατικές υπηρεσίες που κάποτε
παρείχαν βοήθεια στον τομέα της αντιτρομοκρατίας έχουν εξασθενήσει και
οι ακυβέρνητες περιοχές, όπου μπορούν να κρύβονται οι τρομοκράτες,
διαρκώς διευρύνονται.
Δεν υπάρχει μια μονοδιάστατη απάντηση γι’ αυτό το πολύπλευρο πρόβλημα
ασφαλείας. Οσον αφορά τη Λιβύη, η πρόκληση σχετίζεται με την καθιέρωση
θεσμών –λειτουργικό στράτευμα, αστυνομία και κυβέρνηση– σε μια χώρα που
παρέλυσε από την επί σειρά δεκαετιών κακοδιοίκηση του Μοαμάρ Καντάφι.
Στην Αίγυπτο και την Τυνησία, η οικονομική ανάπτυξη και η πολιτική
συμπερίληψη αποτελούν βασικές προτεραιότητες. Στο Μάλι και στα άλλα
κράτη της υποσαχάριας Αφρικής, η βασική ανάπτυξη και η βοήθεια στον
τομέα της ασφάλειας θεωρούνται αναγκαιότητες.
Στα κράτη αυτά, οι ΗΠΑ καλούνται να βρουν τρόπους να καλύψουν το κενό
εξουσίας χωρίς να καταφύγουν σε στρατιωτικά μέσα. Καθεμία από τις
υπηρεσίες που προανέφερα έχει τη δική της προσέγγιση. Εντούτοις, πολλά
ακρωνύμια καταλήγουν να κυνηγούν τον ίδιο στόχο. Ο Λευκός Οίκος, λοιπόν,
οφείλει να εξορθολογίσει την κατάσταση έτσι ώστε όταν ο πρόεδρος ρωτάει
«ποιος είναι ο επικεφαλής;» να λαμβάνει μια ξεκάθαρη απάντηση.
Συνομίλησα με αξιωματούχους απ’ όλες αυτές τις υπηρεσίες και όσα άκουσα
δεν είναι ενθαρρυντικά. Η καθεμία έχει τη δική της γραμμή και εργάζεται
σ’ ένα συγκεκριμένο κομμάτι του παζλ. Τα διάφορα κομμάτια
συναρμολογούνται από τις καλώς διαχειριζόμενες πρεσβείες των ΗΠΑ, όπου ο
πρέσβης επιβάλλει τη συνεργασία μεταξύ των μελών της ομάδας. Ο
συντονισμός αυτός, ωστόσο, σπανίζει στην Ουάσιγκτον. Το Ινστιτούτο για
την Ειρήνη των ΗΠΑ, υπό τον Τζιμ Μάρσαλ, υπερηφανεύεται ότι είναι μια
μικρή και ευκίνητη οργάνωση ειδικών που ταξιδεύουν στις εστίες της
κρίσης για να συναντήσουν διαφορετικές αιρέσεις, φυλές και κόμματα. Ο εν
λόγω οργανισμός, όμως, δεν είναι διατεθειμένος να θυσιάσει την
ανεξαρτησία του και σε καμία περίπτωση δεν επιθυμεί να μετουσιωθεί σε
βραχίονα του Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Είναι δύσκολο να αποτιμηθούν οι
προσπάθειές του και η παρουσία του μπορεί να καταστήσει ασαφές ποιος
κάνει τι.
Το νέο γραφείο για τις Διενέξεις και τις Επιχειρήσεις Σταθεροποίησης του
Στέιτ Ντιπάρτμεντ διαθέτει τον τίτλο που ταιριάζει με την αποστολή που
έχει αναλάβει. Αποτελείται, ωστόσο, από μόλις 165 άτομα και διαρκώς
συρρικνώνεται. Επιπλέον, δεν διαθέτει το ειδικό βάρος προκειμένου να
ηγηθεί των δραστηριοτήτων του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, πόσω μάλλον της
κυβέρνησης. Ο επικεφαλής του γραφείου, Ρικ Μπέρτον, υποστηρίζει πως το
Στέιτ Ντιπάρτμεντ πρέπει να ορίσει ένα «κέντρο» για κάθε εκκολαπτόμενη
κρίση, έτσι ώστε να υπάρχει, τουλάχιστον, μία διεύθυνση απ’ όπου θα
δίνεται η διαταγή κινητοποίησης πόρων. Είναι μια καλή ιδέα, αλλά τίποτε
περισσότερο από μια αρχή.
Η USAID είναι η υπ’ αριθμόν 1 υπηρεσία στον τομέα της διεθνούς ανάπτυξης
των ΗΠΑ εδώ και δεκαετίες. Είναι, όμως και μια υπηρεσία που φημίζεται
για τις γραφειοκρατικές επιπλοκές της και πολλοί αναλυτές πιστεύουν πως
το αμερικανικό έθνος λαμβάνει πολύ μικρότερο θετικό αντίκτυπο στο
διεθνές στερέωμα απ’ όσο θα έπρεπε βάσει των χρημάτων που επενδύει για
την ανάπτυξη στον αναπτυσσόμενο κόσμο. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς
την USAID ως τη στρατηγική λύση που απαιτούν οι σημερινές περιστάσεις.
Το ίδιο ισχύει και για τη CIA, η οποία υπό τον Τζον Μπρέναν θα
προσπαθήσει να επικεντρωθεί εκ νέου περισσότερο στη συγκέντρωση
πληροφοριών και λιγότερο στις μυστικές μορφές δράσης.
Είναι κλισέ να υποστηρίζει κανείς σήμερα πως η Αμερική οφείλει να δώσει
μεγαλύτερη έμφαση στην «ήπια δύναμη» ή, ακόμα καλύτερα, στην «έξυπνη
δύναμη». Στο μεταξύ, όσο οι συζητήσεις συνεχίζονται, τα προβλήματα
διογκώνονται και το κενό εξουσίας διευρύνεται.
Ετικέτες
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ,
ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΑ,
ΗΠΑ,
ΞΕΝΟΣ ΤΥΠΟΣ,
IGNTATIUS
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)


Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου