Της ΤΑΝΙΑΣ ΜΠΟΖΑΝΙΝΟΥ
Μια επανάσταση εξίσου σημαντική με εκείνη της πλατείας Ταχρίρ
συντελέστηκε στην Αίγυπτο την περασμένη εβδομάδα: ο νέος πρόεδρος της
χώρας Μοχάμεντ Μούρσι απομάκρυνε τους στρατιωτικούς από την εξουσία, την
οποία κατέχουν επί έξι δεκαετίες και είχαν καταλάβει για τα καλά μετά
την ανατροπή του Χόσνι Μουμπάρακ.
Στον Μούρσι, δηλαδή, πήρε ελάχιστους
μήνες μετά την εκλογή του, τον Ιούνιο, για να κατορθώσει αυτό που
χρειάστηκε χρόνια ο Ερντογάν να πετύχει στην Τουρκία: να απομακρύνει
τους «πασάδες» στρατηγούς από την πολιτική.
Στον πρόεδρο Μοχάμεντ Μούρσι παρουσιάστηκε η τέλεια ευκαιρία: σε
μια επίθεση από τζιχαντιστές στο Βόρειο Σινά στις 8 Αυγούστου σκοτώθηκαν
16 αιγύπτιοι στρατιώτες - η πιο αιματηρή απώλεια του αιγυπτιακού
στρατού μετά τον πόλεμο του 1967 με το Ισραήλ. Η υπόθεση αυτή πυροδότησε
πρωτοφανείς - για τα αιγυπτιακά δεδομένα - δημόσιες επικρίσεις για τον
στρατό, ο οποίος κατηγορήθηκε ότι, αντί να υπερασπίζεται τα σύνορα της
χώρας, έχει τον νου του στην πολιτική. Ο συνδυασμός της λαϊκής
δυσαρέσκειας με τη δυσαρέσκεια των νεότερων στρατιωτικών από την ηγεσία
των γηραιών στρατηγών έδωσε στον Μούρσι, που προέρχεται από την
ισλαμιστική Μουσουλμανική Αδελφότητα, την ευκαιρία να στείλει τους
στρατιωτικούς «πίσω στα στρατόπεδα».
Ο πρόεδρος Μούρσι απέλυσε τον 76χρονο Χουσεΐν Ταντάουι,
δεξί χέρι του Μουμπάρακ, ο οποίος είχε αυτοδιοριστεί επικεφαλής του
πανίσχυρου Στρατιωτικού Συμβουλίου που διοικούσε την Αίγυπτο μετά την
ανατροπή του δικτάτορα τον Φεβρουάριο του 2011, και τον αντικατέστησε με
τον 57χρονο Αμπντέλ Φατάχ ελ Σίσι. Μαζί του απέλυσε
άλλους έξι κορυφαίους στρατιωτικούς ανοίγοντας τον δρόμο σε μια γενιά
νεότερων και λιγότερο ταυτισμένων με τον Μουμπάρακ συναδέλφων τους.
Η πρώτη αντίδραση Αιγυπτίων και μη ήταν η έκπληξη. Ο Μούρσι, ένας
άχρωμος πολιτικός που ορίστηκε την τελευταία στιγμή υποψήφιος των
Αδελφών Μουσουλμάνων για την προεδρία της Αιγύπτου, αποδεικνύεται
πραγματικός ηγέτης. Το πιθανότερο είναι ότι ο πρόεδρος ήρθε σε κάποιου
είδους συμφωνία με τον Ταντάουι και τους υπόλοιπους αποστρατευθέντες
προκειμένου να τους εξασφαλίσει ασυλία για τα εγκλήματα που διέπραξαν
ώστε να μην έχουν την τύχη του Μουμπάρακ (που καταδικάστηκε σε ισόβια).
Η δεύτερη αντίδραση είναι η ελπίδα ότι η κίνηση αυτή αποτελεί το
πρώτο βήμα προς τη δημοκρατία για την Αίγυπτο και κατά προέκταση για
όλες τις χώρες που ανέτρεψαν τους δικτάτορές τους στις επαναστάσεις της
Αραβικής Ανοιξης. Ο πρόεδρος Μούρσι ακύρωσε το διάταγμα του Ταντάουι που
έδινε στους στρατιωτικούς δικαίωμα βέτο επί του νέου Συντάγματος της
χώρας το οποίο είναι υπό κατάρτιση.
Αν όλα πάνε καλά, το Σύνταγμα θα ολοκληρωθεί τον Σεπτέμβριο, θα
τεθεί σε δημοψήφισμα και δύο μήνες αργότερα θα διοργανωθούν νέες
βουλευτικές εκλογές - γιατί ο Ταντάουι διέλυσε την πρόσφατα εκλεγμένη
Βουλή, στην οποία δύο ισλαμιστικά κόμματα, οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι και
οι πιο ακραίοι Σαλαφιστές, κέρδισαν το 70% των εδρών (οι πρώτοι έφεραν
κοντά στο 50%).
Εφόσον οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι ολοκληρώσουν τη «δημοκρατική
επανάσταση» στην Αίγυπτο, θα έχουν απαντήσει θετικά στο ερώτημα αν
ισλαμιστές και δημοκρατία μπορούν να συνυπάρξουν.
Γίνεται το Σινά η νέα βάση της Αλ Κάιντα;
Το Σινά, που κατέλαβε το Ισραήλ μετά τον πόλεμο του 1967 αλλά επέστρεψε
στην Αίγυπτο μετά την ισραηλινοαιγυπτιακή ειρηνευτική συμφωνία, ήταν
πάντα μια περιοχή φτωχή και ξεχασμένη από το Κάιρο. Μετά την εξέγερση
όμως που ανέτρεψε τον Μουμπάρακ βασιλεύει η ανομία.
Πολλοί πιστεύουν ότι το Σινά γίνεται η νέα βάση της Αλ Κάιντα, της οποίας ο νυν αρχηγός Αϊμάν αλ Ζαουάχρι
είναι Αιγύπτιος. Κάνουν λόγο για μετακίνηση αιγυπτίων μαχητών της
τρομοκρατικής οργάνωσης από το Πακιστάν στο Σινά με στόχο, μεταξύ άλλων,
να καταφέρουν χτύπημα στο γειτονικό Ισραήλ. Μάλιστα οι Βεδουίνοι, που
αποτελούν την πλειονότητα των 600.000 κατοίκων, αποκαλούν το όρος
Τζαμπάλ αλ Χάλαχ, στο κέντρο της χερσονήσου, «Τόρα Μπόρα του Σινά».
Αλλοι, πιο ψύχραιμοι, υποστηρίζουν ότι στο Σινά δρουν απλώς
Βεδουίνοι δυσαρεστημένοι από την αντιμετώπιση του Καΐρου, Αιγύπτιοι που
δραπέτευσαν από τη φυλακή κατά την εξέγερση στην πλατεία Ταχρίρ και
Παλαιστίνιοι από τη γειτονική Γάζα. Αυτοί επιδίδονται στο λαθρεμπόριο
όπλων και στην παράνομη διακίνηση ανθρώπων περιβάλλοντάς τα με την
ακραία ερμηνεία του Ισλάμ (η οποία αποτελεί και την ιδεολογία της Αλ
Κάιντα).
Η πίστη και η δημοκρατία
Οι 5 φάσεις του πολιτικού ισλάμ
«Το πολιτικό ισλάμ - ο ισλαμισμός - εμφανίστηκε αρχικά ως απάντηση
στο κενό που δημιουργήθηκε από την κατάρρευση της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας καθώς και ως εναλλακτική προς τις κυρίαρχες ιδεολογίες της
Δύσης ή της Ανατολής» λέει η κυρία Ρόμπιν Ράιτ. (από το United States Institute of Peace και το Woodrow Wilson Center) Τοποθετεί την αρχή στο 1928, όταν ένας 22χρονος δάσκαλος, ο Χασάν αλ Μπάνα,
κινητοποίησε έξι δυσαρεστημένους εργάτες της Εταιρείας της Διώρυγας του
Σουέζ, κάτι που εξελίχθηκε στον σχηματισμό της Μουσουλμανικής
Αδελφότητας, του πρώτου λαϊκού ισλαμιστικού κινήματος στον αραβικό
κόσμο. Σε άρθρο της για την έλευση του πολιτικού ισλάμ στη Μέση Ανατολή,
περιγράφει τις πέντε φάσεις της πορείας αυτής.
1. Η πρώτη φάση κορυφώθηκε στη δεκαετία του '70.
Σημείο καμπής ήταν ο πόλεμος του 1973 μεταξύ Αιγύπτου και Ισραήλ, όταν
οι Αραβες πολέμησαν πρώτη φορά στο όνομα του ισλάμ. Το 1979, η ιρανική
επανάσταση ένωσε διάφορα κόμματα υπό τη σημαία του ισλάμ και στη
συνέχεια ιδρύθηκε η μοναδική σύγχρονη θεοκρατία στον κόσμο. «Το ισλάμ έγινε αίφνης μια σύγχρονη πολιτική εναλλακτική» λέει η κυρία Ράιτ.
2. Η δεύτερη φάση εξελίχθηκε στη δεκαετία του '80,
καθιερώνοντας τις επιθέσεις αυτοκτονίας και τη μαζική βία. Η τάση αυτή
ξεκίνησε από τους σιίτες αλλά σύντομα εξαπλώθηκε στους σουνίτες.
Παράδειγμα η σιιτική Χεζμπολάχ στον Λίβανο, που εισήγαγε τις επιθέσεις
εναντίον αμερικανικών και ισραηλινών στόχων στις αρχές της δεκαετίας,
και οι σουνιτικές Ισλαμική Τζιχάντ και Χαμάς που απέσπασαν τα φώτα της
δημοσιότητας από την Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης.
Επίσης, σε όλη τη δεκαετία του '80, χιλιάδες σουνίτες απ' όλες τις
αραβικές χώρες συνέρρευσαν στο Αφγανιστάν για να πολεμήσουν τους
Σοβιετικούς - «ήταν ο πρώτος σύγχρονος τζιχάντ» λέει η κυρία Ράιτ.
3. Η τρίτη φάση χαρακτηρίστηκε από την άνοδο των ισλαμιστικών πολιτικών κομμάτων στη δεκαετία του '90. «Η έμφαση μετακινήθηκε από τις σφαίρες στην κάλπη ή σε έναν συνδυασμό των δύο»
λέει. Φέρνει το παράδειγμα της Αλγερίας όπου ένα ισλαμιστικό κόμμα θα
κέρδιζε τις εκλογές αν δεν έκανε πραξικόπημα ο στρατός το 1992. Την ίδια
χρονιά, η Χεζμπολάχ έλαβε μέρος τις εκλογές του Λιβάνου ενώ στην
Αίγυπτο η Μουσουλμανική Αδελφότητα συμμετείχε στις βουλευτικές εκλογές
του 1995.
4. Η τέταρτη φάση ξεκίνησε με τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001. «Στις
επιθέσεις αυτές έχασαν τη ζωή τους περίπου 3.000 άτομα αλλά οι
ισλαμιστές μαχητές σκότωσαν περισσότερους από 10.000 μουσουλμάνους σε
επιθέσεις αυτοκτονίας και άλλες τη δεκαετία που ακολούθησε» λέει η κυρία Ράιτ. Οι Αραβες άρχισαν να δυσανασχετούν με τον ισλαμιστικό εξτρεμισμό.
5. Το 2011, οι εξεγέρσεις της Αραβικής Ανοιξης εισήγαγαν μια νέα φάση. «Η
πέμπτη αυτή φάση χαρακτηρίζεται από δύο δυνάμεις που, στον έξω κόσμο,
φαντάζουν συχνά αλληλοαντικρουόμενες: τη δημοκρατία και το ισλάμ».
Μετά τις εξεγέρσεις, έγινε εμφανές ότι οι λαοί των χωρών αυτών
προτιμούσαν κόμματα με λιγότερο ή περισσότερο αυστηρές ισλαμικές αξίες.
«Πολλοί Αραβες σήμερα επιθυμούν να χρησιμοποιήσουν την πίστη
τους ως το μέσο που θα οδηγήσει προς έναν σκοπό και όχι ως αυτοσκοπό» λέει η κυρία Ράιτ. «Ο
έξω κόσμος θεωρεί ότι η στροφή αυτή είναι μια στροφή προς τον
ισλαμισμό. Ομως πολλοί στην περιοχή θεωρούν ότι οι ισλαμιστές είναι που
στρέφονται προς τη δημοκρατία».
ΒΗΜΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου