ΚΟΙΝΩΝΙΑ: Προσωπικά δεδομένα και αδιαφάνεια
Η προστασία των προσωπικών δεδομένων είναι μεγάλη κατάκτηση. Αφορά τις προηγμένες χώρες, όπου υπάρχει οργάνωση και μηχανοργάνωση, εκεί δηλαδή που κρατικοί και ιδιωτικοί μηχανισμοί μπορούν να απειλήσουν αυτό που οι Αγγλοσάξονες ονομάζουν privacy, μια έννοια τόσο ξένη στην Ελλάδα, που ακόμη δεν έχουμε κοινά αποδεκτή λέξη γι’ αυτή άλλοι την ονομάζουν «ιδιωτικότητα», άλλοι «προστασία της ιδιωτικής ζωής».
Αλλά και στις αγγλοσαξονικές χώρες η προστασία της ιδιωτικής ζωής είναι σχετικά νέα υπόθεση. Υπάρχει στο εθιμικό δίκαιο (common law) της Βρετανίας αλλά αφορούσε τη φυσική παραβίαση του οικογενειακού ασύλου («το σπίτι μου είναι το κάστρο μου») και όχι τη διάχυση πληροφοριών για τα άτομα. Είναι χαρακτηριστικό ότι το δικαίωμα στην προστασία της ιδιωτικής ζωής δεν υπάρχει στο Σύνταγμα των Ηνωμένων Πολιτειών, που παραμένει το πιο φιλελεύθερο του κόσμου. Υπάρχει μεγάλη συζήτηση που ξεκινά από ένα σημαντικό άρθρο των Samuel D. Warren και Louis D. Brandeis στο Harvard Law Review το 1890, υπάρχουν δικαστικές αποφάσεις, αλλά όχι και συνταγματική διάταξη.
Η προστασία των προσωπικών δεδομένων όμως προβλέπεται από το ελληνικό Σύνταγμα. Με την αναθεώρηση του 2000 τα πράγματα είναι σαφέστατα: «Καθένας έχει δικαίωμα προστασίας από τη συλλογή, επεξεργασία και χρήση, ιδίως με ηλεκτρονικά μέσα, των προσωπικών του δεδομένων, όπως ο νόμος ορίζει. Η προστασία των προσωπικών δεδομένων διασφαλίζεται από ανεξάρτητη αρχή που συγκροτείται και λειτουργεί όπως νόμος ορίζει» (άρθρο 9Α). Είναι μια εξαιρετικά προχωρημένη διάταξη διότι, όπως προείπαμε, η ιδιωτική ζωή απειλείται σοβαρά σε χώρες όπου υπάρχει οργάνωση και μηχανοργάνωση. Ετσι, στην Ελλάδα μπορεί να μην έχουμε π.χ. ηλεκτρονική συνταγογράφηση, αλλά τουλάχιστον έχουμε όλο το νομικό οπλοστάσιο για να προστατευθούμε από την αθέμιτη χρήση της.
Στη χώρα της υπερβολής, και η προστασία των προσωπικών δεδομένων έγινε υπερβολική. Τα πάντα θεωρήθηκαν ιδιωτική ζωή. Υπήρξαν αποφάσεις της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (ΑΠΔΠΧ) που θεωρούσαν παράνομη ακόμη και την οικειοθελή παραχώρηση προσωπικών στοιχείων. Αυτό έγινε τον Φεβρουάριο του 2004 όταν ο τότε πρόεδρος της Αρχής, Δημήτριος Γουργουράκης, απαγόρευε κατ’ ουσίαν στο ΠΑΣΟΚ να πραγματοποιήσει εκλογή αρχηγού από τη βάση, θεωρώντας ότι η εθελοντική καταγραφή των μελών και φίλων του Κινήματος αντίκειται στον νόμο περί προστασίας της ιδιωτικής ζωής.
Από εκεί και πέρα, η Αρχή πήρε φόρα. Επέβαλε πρόστιμο 5.000 ευρώ στην Ενωση Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών (ΕΣΗΕΑ) επειδή δημοσιοποίησε τον κατάλογο των δημοσιογράφων στο Δημόσιο, δηλαδή των δημοσιογράφων που πληρώνει ο ελληνικός λαός. Ετσι εμείς οι φορολογούμενοι πολίτες δεν μπορούμε να μάθουμε ποιοι δημοσιογράφοι εργάζονται στο κράτος (ΕΡΤ, ΑΠΕ, γραφεία Τύπου κ.λπ.) διότι και η ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου εθεωρήθη προσωπικό δεδομένο!
Στα θολά νερά του «ιδιωτικού» επιχειρήθηκε να πνιγεί και η δημόσια πληροφορία των αμοιβών που έπαιρναν τα στελέχη του δημόσιου τομέα. Το 2007 μάλιστα δεν δόθηκαν στοιχεία στη Βουλή όταν η κυβέρνηση θεώρησε ότι οι μισθοί στις ΔΕΚΟ ήταν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα. Τα χρήματα που οι Ελληνες πολίτες έδιναν στους υπαλλήλους τους εθεωρήθησαν προσωπικά δεδομένα των υπαλλήλων.
Η έτερη τραγελαφική απόφαση της Αρχής είχε να κάνει με τη δίωξη κατηγορουμένων για κάποιες, και όχι όλες τις υποθέσεις.
Τότε ο ελληνικός δημόσιος διάλογος γινόταν χωρίς ονόματα, αλλά με ηλικίες. Ζήσαμε το έπος της «35χρονης», τις περιπέτειες του «70χρονου», τις παρανομίες του «55χρονου» κ.λπ. Γράφαμε τότε (17.7.2005): «Πότε μαθαίνουμε ποιους συλλαμβάνει η αστυνομία και πότε όχι; Με εντολή της ΑΠΔΠΧ σχηματίζεται ακόμη ένας χώρος αδιαφάνειας στη λειτουργία του δημόσιου τομέα. Για να γίνει πιο ξεκάθαρο: Το να μάθουμε ότι η αστυνομία συνέλαβε κάποιον για ένα έγκλημα είναι είδηση που αφορά τους πολίτες. Ξέρουν, αν μη τι άλλο, τι κάνουν οι διωκτικές αρχές τις οποίες πληρώνουν». Δηλαδή: «Ακόμη και αν δεν έπρεπε να γνωρίζουμε ποιος συνελήφθη, πρέπει να ξέρουμε ποιον συνέλαβαν οι δημόσιες αρχές, για να υπόκεινται –αν μη τι άλλο– στον δημοκρατικό έλεγχο».
Το σίριαλ αυτό κράτησε πολύ καιρό. «Ετσι εισήλθαμε στο βασίλειο του παραλογισμού. Από τη μια έχουμε νόμο που απαγορεύει τη φωτογράφηση ή βιντεοσκόπηση των κατηγορουμένων και από την άλλη την προτροπή του τότε γραμματέα του κυβερνώντος κόμματος “να δούμε τις χειροπέδες” στην υπόθεση των “κουμπάρων”. Από τη μια είχαμε την καταδίκη περιφερειακού καναλιού επειδή μετέδωσε τη συνέντευξη ενός κατηγορουμένου (η προστασία της ιδιωτικής μας ζωής έχει προχωρήσει τόσο σ’ αυτή τη χώρα που οι δικαστές φροντίζουν να την προστατεύουν ακόμη και από μας τους ίδιους) και από την άλλη η ίδια η ελληνική αστυνομία είχε μοιράσει τη φωτογραφία κάποιου που είχε πυροβολήσει με κυνηγετικό όπλο κατά του αυτοκινήτου της κ. Μπακογιάννη» («Η μόδα των δεδομένων», Καθημερινή 24.1.2007).
Τραγέλαφος υπήρξε και ο χειρισμός με τις κάμερες στους δημόσιους χώρους. Κατά έναν περίεργο τρόπο, αυτό που συμβαίνει στον δημόσιο χώρο ιδιωτικοποιήθηκε. Οχι πλήρως, αλλά αναλόγως της συγκυρίας και του τόπου. Γράφαμε παλιότερα ότι «είναι αφελές το ερώτημα “αν οι κάμερες που στοχεύουν δημόσιους χώρους παραβιάζουν την ιδιωτική ζωή”. Ο δημόσιος χώρος πρέπει να είναι δημόσιος σε όλα του και φυσικά στην εικόνα. Οπως δεν μπορεί κάποιος να ζητεί σεβασμό του απορρήτου της τηλεφωνικής του συνδιάλεξης όταν μιλά φωναχτά μέσα σε ένα γεμάτο λεωφορείο, έτσι δεν μπορεί να ζητεί προστασία της ιδιωτικότητάς του όταν κάνει ακροβατικά στην Ομόνοια. Οτιδήποτε γίνεται στους δρόμους ή τις πλατείες αποτελεί δημόσια περιουσία και όχι ιδιωτική υπόθεση. Η προστασία της ιδιωτικής ζωής πρέπει να είναι δρακόντεια μόνο σε ιδιωτικούς χώρους» (Καθημερινή 16.1.2007).
Οπως και να έχει το ζήτημα, η προστασία της ιδιωτικής ζωής είναι σημαντική κατάκτηση. Στην Ελλάδα δυστυχώς ξεκίνησε στραβά. Χρησιμοποιήθηκε πολλαπλώς για να μεγεθυνθεί η αδιαφάνεια των συναλλαγών κρατικών λειτουργών και ευνόησε τη διαφθορά. Η αρχή ότι όπου εμπλέκεται το Δημόσιο η υπόθεση είναι δημόσια αντιστράφηκε και δημόσιες υποθέσεις χρίστηκαν ιδιωτικές, προς δόξαν εκείνων των δημόσιων λειτουργών που είχαν πράγματα να κρύψουν, όπως π.χ. με το «πόθεν έσχες» των πολιτικών.
Η απάτη με τα ηλεκτρονικά «πόθεν έσχες»
Πολλά είπαμε για τον κ. Φίλιππο Πετσάλνικο, και πριν από λίγο καιρό μπήκαμε στον πειρασμό να πούμε και κάτι καλό. Σκεφθήκαμε ότι επιτέλους ένας πρόεδρος της Βουλής υλοποίησε την επανάσταση του αυτονόητου. Και το αυτονόητο στην προκειμένη περίπτωση ήταν να γίνουν δημόσιες οι πληροφορίες που εκ του νόμου και οικειοθελώς οι ίδιοι οι βουλευτές αποφάσισαν να είναι δημόσιες.
Υπολογίζαμε ότι αφού το «έσχες» των πολιτικών μπήκε τελικά στο Διαδίκτυο, αυτό αναγκαστικά θα αποκάλυπτε και το «πόθεν». Οταν εκατομμύρια μάτια βλέπουν την περιουσιακή κατάσταση των εκλεκτών τους, κάποιος θα διακρίνει ασυνήθιστες μεταβολές και θα ρωτήσει «από πού;».
Αυτό δεν μπορούσε να γίνει την εποχή που οι δηλώσεις των βουλευτών έφταναν με χαρτόκουτα στις εφημερίδες. Ποιος θα έψαχνε τριακόσια «πόθεν έσχες», να τα συγκρίνει με τα τριακόσια περυσινά και να τα επανασυγκρίνει με τα τριακόσια προπέρσινα κ.ο.κ.;
Η ηλεκτρονική τεχνολογία κάνει την εύρεση και τη σύγκριση στοιχείων απείρως ευκολότερη. Επιπλέον, αποκεντρώνει τον έλεγχο. Οσο περισσότερη πληροφορία για τα δημόσια πράγματα διατίθεται στο κοινό τόσο περισσότεροι είναι οι δυνάμει ελεγκτές, τόσο αυξάνεται η πιθανότητα να αποκαλυφθεί εκείνος που παρατυπεί. Η αυξημένη πιθανότητα ελέγχου δημιουργεί αντικίνητρο στη διαφθορά.
Αυτά θεωρητικά. Στην πράξη όμως η ελληνική Βουλή απαγορεύει τον έλεγχο. Οι υπεύθυνοι του δικτυακού της τόπου ανήρτησαν τα «πόθεν έσχες» σε τεχνολογική πλατφόρμα που κάνει αδύνατη τη σύγκριση στοιχείων κατ’ έτος. Οπως γράφει και ο συνάδελφος Θοδωρής Γεωργακόπουλος (georgakopoulos.org), με την τεχνολογία που επιλέχθηκε, «ο πολίτης ή ο δημοσιογράφος δεν μπορεί να επιλέξει κομμάτια του κειμένου κάθε δήλωσης για να κρατήσει σημειώσεις, δεν μπορεί να αποθηκεύσει κανένα από τα αρχεία στον υπολογιστή του, δεν μπορεί να μεταφέρει τους πίνακες σε ένα λογιστικό φύλλο για να κάνει τις προσθέσεις των αριθμών ή οποιαδήποτε στατιστική ανάλυση, δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Είναι σαν να σου λένε “θα σου δείξουμε τα στοιχεία” και μετά να σου τα δείχνουν σε κόλλες Α4 από την άλλη άκρη του δωματίου, καθώς είσαι δεμένος πισθάγκωνα».
Δεν είναι κουτοπονηριά. Στους όρους χρήσης(!) της δημόσιας πληροφορίας αναγράφεται ότι «απαγορεύεται κάθε αντιγραφή ή αναδημοσίευση μέρους ή του συνόλου των ηλεκτρονικών δηλώσεων»!
Το χειρότερο δε είναι ότι η «επανάσταση της διαφάνειας» κράτησε στη Βουλή για μόνο ένα μήνα. Τα «πόθεν έσχες» κατέβηκαν από τον δικτυακό τόπο της Βουλής. Κι αυτό, διότι ο πρόεδρός της προέβη σε πολιτική απάτη. Σύμφωνα με τη γνωμοδότηση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, ο κ. Πετσάλνικος στην επιστολή του ζήτησε την άδεια της επιτροπής για την επιλογή «ως εύλογου χρόνου ανάρτησης στο Διαδίκτυο του χρονικού διαστήματος του ενός μηνός»(!) και των απαραίτητων μέτρων που πρέπει να ληφθούν «για την αποτροπή αναπαραγωγής, μεταφόρτωσης, εκτύπωσης, καταχώρισης σε μηχανές αναζήτησης και δεικτοδότησης των περιεχομένων των αρχείων». Ετσι, ο παρ’ ολίγον πρωθυπουργός έκανε το κομμάτι του στα ΜΜΕ, δίνοντας τάχα τη δημόσια πληροφορία στους πολίτες, για να την εξαφανίσει ένα μόνο μήνα μετά. Η αδιαφάνεια συνεχίζεται.
Διαβάστε
- Τα πάντα για την προστασία της ιδιωτικής ζωής βρίσκονται στον δικτυακό τόπο Electronic Privacy Information Center www.epic.org.
Ετικέτες
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ,
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ,
ΚΟΙΝΩΝΙΑ,
ΜΑΝΔΡΑΒΕΛΗΣ,
ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου