Η Ελλάδα που πληγώνει
Toυ ΚΩΣΤΑ ΓΕΩΡΓΟΥΣΟΠΟΥΛΟΥ
Το τηλεοπτικό κανάλι της ΕΤ3 στη Θεσσαλονίκη (ελπίζω να μην υποστεί τη συρρίκνωση που προβλέπει η μπουλντόζα της αποκρατικοποίησης) πρόβαλε την περασμένη Κυριακή, λόγω της απεργίας των εργαζομένων, το ένα μετά το άλλο τρία ντοκουμέντα υψηλών προδιαγραφών που είχαν να αφηγηθούν περασμένα βάσανα που είχαμε ελπίσει με ανακούφιση πως αποτελούσαν πια μόνο σκοτεινό παρελθόν. Και αίφνης μέσα από τυραγνισμένα πρόσωπα, λαϊκές αφοπλιστικές αφηγήσεις, τοπία ερημιάς και τοπία μαρτυρίου ξεπήδησε ένας εφιάλτης του μέλλοντός μας.
Πρώτα, ήταν ένα «προσκύνημα» στα μοναστήρια της Καππαδοκίας και ιδιαίτερα στα Κόρανα.
Αγρια βουνά, βραχώδη τοπία και πάνω στο σκληρό πέτρωμα σαν τις σφηκοφωλιές λαξεμένα σκουληκάκια, τάματα, σκήτες, ασκηταριά, λαβυρινθώδη μοναστήρια. Χρονολογημένα από τον τρίτο και τον τέταρτο αιώνα μετά τον Χριστό αφού εκεί έδρασαν και άγιοι καππαδόκες ιεράρχες (Βασίλειος, Γρηγόριος κ.τ.λ.), έως τη μεγάλη καταστροφή και τον διωγμό, οι χώροι αυτοί φιλοξένησαν μυριάδες αποφασισμένους ανθρώπους. Αποφασισμένους να αφιερώσουν το σαρκίο τους στη νηστεία και την προσευχή για να κερδίσουν μιαν ελπίδα Παραδείσου. Δεν είμαι θεολόγος ούτε βαθιά θρησκευόμενος. Θέλω να τραγουδήσω, αν το επιτρέπουν οι συνθήκες που ζούμε (που μας ωθούν στον θρήνο και την κραυγή) την ανθρώπινη, την προμηθεϊκή επανάσταση, τη δημιουργική βία που ωθεί τον άνθρωπο να επιβιώσει. Επιλέγει ένα χωραφάκι, ένα ξυλάρμενο, έναν βράχο, ένα βαθύ σπήλαιο, πηγάδι και το μετατρέπει σε σχεδία βίου. Χωρίς περιττούς φιλολογισμούς απλώς σημειώνω πως σχεδία και σχέδιο είναι παράγωγες λέξεις από το ρήμα έχω (θέμα -σεχ -σχ). Αρα σχέδιο βίου, η σκαμπαβία των ψαράδων του Παπαδιαμάντη και κάθε νοσταλγού χαμένης πατρίδας ή της Εδέμ.
Βλέποντας τις σκαλισμένες στην πέτρα αετοφωλιές της Καππαδοκίας, δεν μπορείς να μην αισθανθείς το ρίγος από την απουσία του ανθρώπου αφού αυτές οι τρύπες τώρα, ως τουριστικά επισκέψιμα διατηρητέα μνημεία αφήνονται στην περιέργεια μουσουλμάνων, εβραίων και ποικιλώνυμων χριστιανών αλλά και αθέων, μοιάζουν φέρετρα, κενά κελύφη, προσωπεία και πίσω τους το κενό. Αυτές οι σκαμμένες αιώνες με το καλέμι κηρήθρες ήταν κάποτε πατρίδες ανθρώπινης πίστης, ανεξαρτήτως δόγματος. Σε μια εποχή όπου κάθε πίστη λοιδορείται, κάθε πίστη έγινε ιδεολόγημα εξαργυρούμενο, τα ασκηταριά των βράχων είναι μια πρόκληση επιστροφής στο λιτό, το απλό, το ουσιώδες και το αναλλοίωτο.
Το δεύτερο ντοκουμέντο της τηλεόρασης της ΕΤ3 ήταν μαρτυρίες υπεραιωνόβιων Μικρασιατών από τις ημέρες της μικρασιατικής εκστρατείας και της καταστροφής με συνταρακτικά λιτές αφηγήσεις.
Γέροι και γερόντισσες που γεννήθηκαν στα πανάρχαια ελληνικά εδάφη πριν επελάσουν σε αυτά Πέρσες, Σελτζούκοι, Οσμανλήδες, Φράγκοι κ.τ.λ. Ακούς αυτούς τους βασανισμένους ξέμπαρκους από τη μεγάλη φρεγάδα της Μικράς Ασίας να μιλούν με συμπάθεια για τη βοήθεια και την προστασία που έτυχαν από τους συντοπίτες τους Τούρκους, με τους οποίους συμβίωναν αιώνες αλέθοντας στον ίδιο μύλο το σιτάρι, στον ίδιο μύλο τον καφέ, στον ίδιο φούρνο ψήνοντας το ψωμί και στα ίδια σταυροδρόμια παίζοντας παιδιά ξυλίκι και κουτσό. Τους ακούς να μιλάνε με κρυμμένη αηδία για τα σφάλματα των πολιτικών, που είτε με το σύνδρομο του ιμπέριουμ είτε από την ηλιθιότητα της στρατιωτικής έπαρσης είτε από αντιπολιτευτικό μίσος ρήμαξαν έναν ωραίο λαό, έναν ακμαίο πολιτισμό και λίκνα προγόνων.
Βλέποντας τα ντοκουμέντα αυτά και ακούγοντας σαν μακρύ μοιρολόι τις αφηγήσεις αυτών των Ελλήνων, άλλη μία φορά έρχεσαι στο παρόν και διαπιστώνεις πως κανένας δεν κατάλαβε τίποτε από τους ηγέτες που κακή τη μοίρα ασέλγησαν πάνω στην Ιστορία, κάνουν τα ίδια ασυγχώρητα εγκληματικά λάθη, αλληλοϋπονομεύονται και απειλούν οι μεν τους δε με το Γουδή!
Οταν ο μακαρίτης Ζήσιμος Λορεντζάτος άκουσε τον στίχο μου από την «Ιθαγένεια» του Μαρκόπουλου, «Χίλια μύρια κύματα μακριά τ' Αϊβαλί», είπε πως ήταν ό,τι σημαντικότερο γράφτηκε μεταπολεμικά στην Ελλάδα. Αν ζούσε σήμερα θα δεχόταν πως ο στίχος λειτουργεί και αλλιώς: «Χίλια μύρια κύματα μακριά η Ελλάδα».
Το τρίτο ντοκιμαντέρ ήταν ένα χρονικό από τη μετανάστευση των ετών '50-'60 στη Γερμανία, την Αυστραλία και το Βέλγιο.
Το συγκεκριμένο επεισόδιο περιοριζόταν στους έλληνες νέους που μετά τον στρατό ξενιτεύονταν και φτύναν κυριολεκτικά αίμα και καρβουνόσκονη στις στοές των ανθρακωρυχείων του Βελγίου. Δουλεύοντας οκτώ και συχνά δεκαέξι ώρες (για να ξεπεράσουν τη νόρμα) σε βάθος οκτακόσια και χίλια διακόσια μέτρα σκυφτοί, σε θερμοκρασία πενήντα βαθμών, με γυναίκα και παιδιά είτε στην πατρίδα με τη γιαγιά είτε στην ξενιτιά, σε γκέτο, συνήθως άγλωσσοι, έφταναν στην Ελλάδα άρρωστοι αλλά αξιοπρεπείς συνταξιούχοι ή μικρομεσαίοι ιδιώτες επιχειρηματίες (εστιάτορες, πράκτορες, ιδιοκτήτες ταξί κ.τ.λ.). Και τώρα βλέπουν τα εγγόνια τους άνεργα και ξεφυλλίζουν πάλι εφημερίδες, όπου υπόσχονται κάποιοι επιτήδειοι δουλειές στην ξενιτιά.
Προτείνω στον Οργανισμό Σχολικών Βιβλίων να εκδώσει μια ανθολογία με τα δημοτικά τραγούδια της ξενιτιάς, τον «Κοινό Λόγο» της Ελλης Παπαδημητρίου με αφηγήσεις προσφύγων και τα Τραγούδια της μετανάστευσης του Καζαντζίδη και του Σκούρτη. Και να σταλούν στους έλληνες βουλευτές. Και με αυτήν παραμάσχαλα ας ψηφίζουν.
Ετικέτες
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ,
ΑΠΟΨΕΙΣ,
ΓΕΩΡΓΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ,
ΕΛΛΑΔΑ,
ΚΟΙΝΩΝΙΑ,
ΜΝΗΜΕΣ ΠΟΥ ΣΒΗΝΟΥΝ,
ΠΟΛΙΤΙΚΗ,
ΤΑ ΝΕΑ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου