«Το ύφος σου λογάριασα / και το πατρώνυμό σου / και πέσαμε στην ύφεση / με το ποδήλατό σου»
Του ΓΙΑΝΝΗ ΞΑΝΘΟΥΛΗ
...Εως πότε; Μέχρι να μπει εντελώς η σλάβικη μελαγχολία στο αίμα μας και να εξομοιωθούμε μισθολογικά με τη λατρεμένη κατά τα άλλα Βουλγαρία ή Βουργαρία.
Τη Βουλγαρία που αποφεύγουμε συστηματικά να συγκρίνουμε, την περίοδο της κατοχής, με τη Γερμανία των ναζί. Ως γνωστόν (ψιλά γράμματα), οι Βούλγαροι, φτωχοσυνέταιροι του Αξονα, είχαν κατσικωθεί στη Θράκη όπου υπήρχε από παλιά η μαγιά τους.
Διέπραξαν ουκ ολίγα σαν στρατός κατοχής, αλλά είπαμε: περσινά ξινά σταφύλια. Σήμερα, αφού έγιναν από γερμανόπληκτοι, σταλινόπληκτοι, μαφιοζόπληκτοι και σύμβολα φτηνού ευκαιριακού σεξ για μερακλήδες νεοέλληνες, βρίσκονται στην Ευρωπαϊκή Ενωση.
Σαν φτωχοί συγγενείς, έστω. Με total βαλκανικό κιτσαριό, με απροσδιόριστη ευημερία κάποιοι και με βλέμμα θολό από τη φιλοσοφία του «ό,τι πιούμε, ό,τι φάμε και κυρίως ό,τι αρπάξει... ο κώλος μας» αρκετοί απ' αυτούς. Οι μισθοί και το κατά βουλγαρική κεφαλή εισόδημα βρίσκονται στα Τάρταρα. Κατά τα άλλα είναι Ευρώπη και ως ορθόδοξοι χριστιανοί προσδοκούν ανάσταση νεκρών.
Θα μας φτάσουν, λοιπόν, οι εταίροι και οι γελοιογραφικοί ηγεμόνες μας στο ανάλογο επίπεδο με τη γειτονοπούλα, μισθολογικά, συνταξιοδοτικά και δεν συμμαζεύεται;
Πολύ το φοβάμαι, έτσι όπως τα μαγειρεύουν στο βενιζελικό φαστφουντάδικο. Στο μεταξύ, ο κυρίαρχος ελληνικός λαός διάγει βίο φθινοπωρινό, ποιητικό και εκτάκτως αγωνιστικό.
Οι Ταλιμπάν των κλειστών επαγγελμάτων, που θα ανοίξουν (μαζί με τα χρυσάνθεμα), είναι έτοιμοι για αποστολές αυτοκτονίας.
Στην Παιδεία, επίσης εξεγερμένοι εικοσάχρονοι αναζητούν, λέει, το δίκιο τους και σοβαρότητα στις σπουδές τους με καταλήψεις, αγωνία για το «άσυλο», αγωνία για την ποιότητα του χαρτιού των αφισών και άλλα στοιχειωδώς πιο σημαντικά από τη φιλολογία του ποδοσφαίρου.
Ενα τεράστιο μέρος του κυρίαρχου (πάντα) λαού ετοιμάζεται με το πρόσχαρο γαϊτανάκι της φορολογίας να νιώσει την ευτυχία πως αγοράζει για πολλοστή φορά το σπίτι του. Οι ψυχολόγοι, που κάνουν τα αδύνατα δυνατά να εκλογικεύσουν την παράνοια, υποστηρίζουν πως υπάρχει ΚΑΙ η θετική πλευρά της επαναλαμβανόμενης αίσθησης της αγοράς.
Επειτα έρχεται γρήγορα πια η ώρα των ειδήσεων των οκτώ και μετά η παραισθησιογόνος ευεξία της μετάδοσης των αγώνων.
Το καταπράσινο γκαζόν των γηπέδων αμέσως εισχωρεί στον εγκέφαλο, μετασχηματιζόμενο σ' ένα παρηγορητικό πράσινο ζελέ...
Το αισιόδοξο των ημερών ήταν η έναρξη του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου «Νύχτες Πρεμιέρας», που εγκαινίασε ο αόρατος δήμαρχος Αθηναίων. (Και όμως, είναι υπαρκτός.) Το κοινό της πρεμιέρας πίστευε, όταν τον είδε στη σκηνή, πως επρόκειτο για οπτικό εφέ, γι' αυτό και καταχειροκροτήθηκε. Πάντα τέτοια.
Σαν ψέματα και σαν αλήθεια, η Διεθνής Εκθεση της «Νυφούλας του Θερμαϊκού» και φέτος άνοιξε κανονικά και όπως είθισται, έσπευσαν οι άρχοντές μας να τα πουν στη νύφη για να τ' ακούσει η πεθερά. Η πεθερά, όμως, θεόκουφη από χρόνια και η νύφη ασεβέστατη όσο εκεί που δεν παίρνει. Πολλά χρόνια έχω να πάω στην Εκθεση. Το πιο προκλητικό βορειοελλαδίτικο φρούτο τον παλιό καιρό. Τότε που, συν γυναιξί και τέκνοις, έτρεχε το πόπολο να θαυμάσει το περίπτερο της φουκαριάρας της ΔΕΗ, να πιει τη σπέσιαλ μαύρη μπίρα του Φιξ, να ανεβάσει την αδρεναλίνη με τα ακροβατικά κάτι Ουγγαρέζων αίλουρων, και βέβαια να δει από κοντά τα επιτεύγματα -τρακτέρ, γεωργικά μηχανήματα και άλλα αφόρητης πλήξης- του «σιδηρού παραπετάσματος».
Αλησμόνητα τα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου. Δούλευε η φαντασία, δούλευαν τα ποινικά μητρώα, δούλευε νυχθημερόν και η χωροφυλακή με τα παλικαρόπουλά της. Δούλευε και η ένθεν και ένθεν προπαγάνδα. Ομως η Εκθεση Θεσσαλονίκης ήταν υπεράνω αυτών. Εμβαπτισμένοι στο κοινωνικοπολιτιστικό της δέος επιστρέφαμε στις επαρχίες μας πανευτυχείς.
Αργότερα, με το που μπήκε η δεκαετία του εξήντα, πλάκωσαν και τα καλλιτεχνικά. Να τα φεστιβάλ κινηματογράφου, μετά του τραγουδιού στο περίβλεπτο «Παλαί Ντε Σπορ», οι ωραίες φασαρίες των κινηματογραφιστών, οι μάχες του Κολλάτου ενάντια στον Τζέιμς Πάρις κι άλλα πολλά. Ακόμη ηχούν στα αυτιά μου οι φωνές των διαμαρτυρομένων ΓΙΑΤΙ δεν πήρε το βραβείο ερμηνείας η υπέροχη Λίλυ Παπαγιάννη για την «Εκδρομή» του Τάκη Κανελλόπουλου.
Ηταν 1966 και απαξάπαντες ήμασταν νεότεροι κατά σαράντα πέντε μόνο χρόνια... Και η Θεσσαλονίκη, που σήμερα είναι μια μυστηριώδης βαλκανική νησίδα, ΤΟΤΕ άστραφτε από ζωή, κέφι, σαν το ρεφρέν του τραγουδιού του Τσιτσάνη.
Τώρα την καθορίζουν οι βαρετές εκθέσεις κουρασμένων ιδεών των φωστήρων της πολιτικής μας καχεξίας. Ομως, καιρός φέρνει τα λάχανα καιρός τα παραπούλια, και το ερχόμενο Σάββατο Οκτώβρης.*
ΥΓ. Η βιομηχανία «Παναγίες θαυματουργές με το αζημίωτο» θα πληρώσει, κύριε Αρχιεπίσκοπε; Εστω κάτι από το στοκ των θαυμάτων; Οι «αγιασμοί» γίνονται με δελτίο παροχής υπηρεσιών; Πόσα ένσημα χρειάζονται για τον παράδεισο;
Ετικέτες
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ,
ΑΠΟΨΕΙΣ,
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ,
ΕΛΛΑΔΑ,
ΞΑΝΘΟΥΛΗΣ,
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου