"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


Ελληνικότητα και παραγωγικότητα

Του ΓΙΑΝΝΗ ΤΖΩΡΤΖΗ
Δημοσιογράφου και πολιτικού επιστήμονα

Στο πλαίσιο ενός μεταπολεμικά αναβιούμενου μικροαστικού επαρχιωτισμού, χαρακτηριστικού μιας υποκουλτούρας της μιζέριας στην Ελλάδα των ανακτόρων και της μετεμφυλιακής πλουτοκρατίας, είχε επικρατήσει και η «ιδεολογία» της «ψωροκώσταινας», σαν εμβληματικό ρεφρέν ενός αναδυόμενου νεοπλουτισμού της δεκαετίας του '50.

Η παροιμιακή ταύτιση της πατρίδας μας με κάποια δύσμοιρη μητέρα, «ηρωίδα» του μόχθου στόχευε να διαχωρίζει έτσι την ευμάρεια από τη φτώχεια και την ανέχεια. Για τούτο και η αναφορά στη χήρα του Ναυπλίου της καποδιστριακής εποχής δεν ακουγόταν στην αγροτική επαρχία ούτε ασφαλώς από ανθρώπους των εργατουπόλεων της Αθήνας. Στα σαλόνια του Κολωνακίου και σε περιβάλλοντα χωροφυλακής έδινε κι έπαιρνε τότε το εθνικό αυτό «παρατσούκλι», το οποίο, από βλακογενή άγνοια προφανώς, κάποιοι θεωρούσαν σαν το έμβλημα μιας, κατά τους ίδιους, «παρακμιακής» ελληνικότητας.

Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα έμελλε να επικρατήσει βαθμιαία και η άποψη περί της παρακμιακής μας οικονομίας, καθώς οι «δραχμοβίωτοι» Ελληνες δεν «παράγουμε -ανέκαθεν- τίποτε»

Τότε μας έδινε το σχέδιο Μάρσαλ, γνωστό ασφαλώς πόσοι και ποιοι το ξεκοκάλισαν, σήμερα μας δανείζουν η Ε.Ε. και το ΔΝΤ.  

Ο ιστορικός του μέλλοντος (γιατί όχι κι εκείνος του παρόντος;) θα μας πουν πού πήγαν κι αυτά «τα λεφτά». Εν μέσω δε της τρέχουσας κρίσης και των επακόλουθων ενός πρωτοφανούς διασυρμού που υφίσταται η χώρα μας διεθνώς τα δύο τελευταία χρόνια, αναμενόμενο ήταν να επικρατήσουν στο εξωτερικό αλλά και στο εσωτερικό ορισμένες αναληθείς εντυπώσεις, οι οποίες επρόκειτο να μειώσουν ακόμη περισσότερο το κύρος μας στον έξω κόσμο. 

Μεταξύ άλλων, όμως, έμελλε να επικρατήσει και η προκλητική εντύπωση πως όχι μόνο ενταχθήκαμε με λογιστική απάτη στο σύστημα του ευρώ αλλά ακόμη και ότι δεν θα έπρεπε καν η Ελλάδα να είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης (!.. πού την πάτε την «ψωροκώσταινα;»). Στο βαθμό δε που η «εκδοχή» τούτη διαδόθηκε από ύπουλα μέσα μιας κίτρινης προπαγάνδας, άλλο τόσο συνέβαλε σε αυτό κι η αναπαραγωγή της από γνωστούς «αναλυτές» της εγχώριας σχολής αναμασημάτων. Η εμφανής αδυναμία παρέμβασης στα ξένα μέσα δημοσιότητας από ελληνικής πλευράς συνιστά μιαν άλλη, εξίσου κρίσιμη, παράμετρο αυτού του ζητήματος, η οποία οφείλεται εν πολλοίς στην ανυπαρξία εθνικών στρατηγικών και σχεδιασμού, υποκαθιστάμενων συνήθως από φτηνά «επικοινωνιακά» τεχνάσματα της μιας χρήσης.

Οταν ακούμε και πάλι τελευταία το εύπεπτο σλόγκαν τού «δεν παράγουμε τίποτε», κάτι που συναντάται και σε σοβαρά -υποτίθεται- κείμενα αναλύσεων, τότε διερωτάται εύκολα ο καθένας πώς ήταν δυνατόν η Ελλάδα να βρίσκεται μέχρι προ τινος στην 27η θέση μιας παγκόσμιας κατάταξης χωρών με ισχυρή οικονομική βάση; 

Τον καιρό λοιπόν που αποφασίστηκε η ένταξη της χώρας μας στην ευρωζώνη, η οικονομία της εμφάνιζε σημαντικούς ρυθμούς ανάπτυξης και παραγωγικότητας, ενώ η ελληνική οικονομία είχε καταταγεί (μέσω των «οίκων») στις ταχύτερα ανερχόμενες. Η Ελλάδα είχε κι έχει τον μεγαλύτερο εμπορικό στόλο μέσα στην Ευρωπαϊκή Ενωση, ο οποίος διεκδικεί εκ νέου μια παγκόσμια «πρωτιά» που κατείχε άλλωστε για δεκαετίες. Κάτι άλλο εξίσου σημαντικό στοιχείο της ελληνικής οικονομίας ήταν και παραμένει ο τουρισμός, διατηρώντας (ευτυχώς) αμείωτη την ανταγωνιστικότητά του και τούτο παρά τα πλήγματα που δέχεται έξωθεν κι έσωθεν συν τω χρόνω. Ο τουριστικός κλάδος παράγει περίπου το 18% του ελληνικού ΑΕΠ, ποσοστό που ανέρχεται σχεδόν στο 40% μαζί με εκείνο της εμπορικής μας ναυτιλίας.

Εκείνο όμως που είχε κι έχασε σε σημαντικό βαθμό η χώρα μας είναι η παραγωγικότητα στον γεωργοαγροτικό της τομέα. Και τούτο συνιστά ένα καίριας σημασίας έλλειμμα ελληνικότητας στην οικονομία μας, στο οποίο συνέβαλε ωστόσο αρκούντως κι η «θεία» μας των Βρυξελλών. Υστερα από το προγραμματισμένο κι επιδοτούμενο ξερίζωμα ελαιώνων και αμπελιών, έφτασαν και οι ελεεινές κοινοτικές επιδοτήσεις που πήραν τους αγρότες από τα κτήματά τους και τους οδήγησαν στη «Σοφοκλέους». Οταν σήμερα διαβάζουν κάποιοι στοιχεία εισαγωγών σε κρέατα και δημητριακά ξύνουν την «γκλάβα» τους με απόγνωση, είναι όμως αργά. Μολαταύτα η εθνική μας οικονομία συνεχίζει να αποτελεί διεθνώς ένα σημαντικό μέγεθος, παρά τις υποβαθμίσεις της λόγω των χρεών.

Εν κατακλείδι, δεν έγινε καμία «χάρη» στην Ελλάδα με την εισδοχή της στην ΕΟΚ (1981) και την ένταξή της στη ζώνη του ευρώ. Τον καιρό της λήψης αυτών των αποφάσεων δεν εξετάστηκαν μόνο λογιστικά νούμερα στατιστικών αλλά εκτιμήθηκαν μεγέθη της πραγματικής ελληνικής οικονομίας, βάσει των οποίων και συνυπάρχουμε στον ενιαίο, λεγόμενο, ευρωπαϊκό, οικονομικό χώρο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: