"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


Για εκείνους που περίμεναν πολύ - Για εκείνους που δεν πρέπει να περιµένουν άλλο.

Eνα ποιημα (της αµερικανίδας ποιήτριας Μίριαµ Μπερντ Γκρίνµπερ ) . Για εκείνους που περίµεναν πολύ.

«Μιλούσαµε την ίδια γλώσσα. 
Οχι, δεν µιλούσαµε την ίδια γλώσσα. 
Πιστεύαµε στους ίδιους θεούς. 
Οχι, δεν πιστεύαµε στους ίδιους θεούς. 
Οι αγροί µε τη λεβάντα που πρώτα φτάσαµε σ αυτούς, έµειναν για πάντα συµβολικοί. 
Δεν ήταν µια νυσταλέα ευωδιά, µα µια υπόσχεση για ένα άλλο µέλλον. 

Οχι, τίποτα από αυτά. 
Η βάρκα που µας έβγαλε στη στεριά, κάηκε πίσω µας. 
Μπορεί να σκέφτηκαν πως ο λαός µας είχε µόνο µια και πως αν δεν µπορούσαµε να φύγουµε εµείς, δεν θα έφτανε κανείς άλλος. 
Οχι, δεν ήταν η µοναδική µας βάρκα.

Μα όσο κι αν ελπίσαµε πως θα ακολουθούσαν κι άλλοι, δεν ήρθε κανείς. 
Οι καλαµιές που στρώσαµε το πρώτο µας κρεβάτι, λυγίσανε εύκολα. 
Και πλαγιάσαµε σιµά στην άκρη του γκρεµού, σε µονοπάτια σκαµµένα στα µάγουλα του βράχου. Πιάσαµε στις ξόβεργες πουλιά και τα ψήσαµε στη σούβλα. 
Φάγαµε χορτάρι απ τα βράχια που το µαζέψαµε λιγοστό. Τις νύχτες ανάβαµε δαυλί για να φυλαχτούµε. Κοιµόµασταν ήσυχοι. 
 Οχι, η πετονιά µας χάθηκε από την κουβαρίστρα, τα σκουλαρίκια από τ αυτιά. 
Οι κουβέρτες που µας σκέπαζαν χάθηκαν κι αυτές και ξυπνήσαµε τρέµοντας στη µαύρη νύχτα. 

Τ  αστέρια γυρνούσαν ολόγυρά µας αργά. Νυχτοπούλια έριχναν τις άσχηµες σκιές τους πάνω στο πέτρινο µονοπάτι. 
Κι εµείς περιµέναµε. Οχι, δεν έπρεπε να περιµένουµε».

Και µια επιστολή (της γαλλίδας κοινωνιολόγου Ανιές Μεγιάρ). Για εκείνους που δεν πρέπει να περιµένουν άλλο.

«Καταλαβαίνω...Εχεις κάθε λόγο. Εχεις δουλειά. Και φοβάσαι µήπως τη χάσεις. Ή ίσως είσαι αναντικατάστατος. Οµως, τα ράφια του γραφείου ανεργίας είναι γεµάτα αναντικατάστατους. 
 Εχεις οικογένεια. Και κανέναν για να σου φυλάξει τα παιδιά. Εχεις ανάγκη τον µισθό σου. Χρωστάς κι η τράπεζα σού σφίγγει τ αρχίδια. Στη δουλειά σου δεν γουστάρεις τους εργατοπατέρες που τα κάνουν πλακάκια µε τ αφεντικά. Δεν γουστάρεις ούτε τα πιτσιρίκια που κάθε τόσο τα κάνουν λίµπα.  

Ξέρεις πως τα πράγµατα έχουν γίνει πολύ σοβαρά, µα εσύ αισθάνεσαι πως έχεις κάνει το χρέος σου. Αισθάνεσαι πως βλέπεις µε καθαρή µατιά. Πιο γενικά. Αφ υψη λού. Και από κάποια απόσταση. Λες πως δεν σε χρειάζονται, πως δεν είσαι απαραίτητος. Στο κάτω κάτω, ένας ακόµη δεν πρόκειται να αλλάξει τίποτα. 

Προτιµάς να µας κοιτάς από το παράθυρο του γραφείου που τόσο σιχαίνεσαι και εξακολουθείς τη δουλειά σου που δεν έχει για σένα κανένα νόηµα παρεκτός να παίρνεις µε χίλια βάσανα έναν µισθό. Οµως δεν φτάνει αυτό. Επιστρέφουµε στην εποχή του Ζολά, όπου οι άλλοι τα είχαν όλα και οι άνθρωποι σαν κι εµάς τίποτα.

Γι αυτό κι εµείς σήµερα τα ζητάµε όλα. Ή όλα ή τίποτα. Θα εξακολουθήσεις λοιπόν να τρέφεις το χέρι που σου σφίγγει τον λαιµό;». 

Tα δυο εξαιρετικά λογοτεχνικά αποσπάσματα μας τα θυμίζει ο ΡΟΥΣΣΟΣ ΒΡΑΝΑΣ  (rvranas@otenet.gr)

Δεν υπάρχουν σχόλια: