Του Βαγγέλη Ακτσαλή
Στερεοτυπικά πλέον το δημογραφικό αποκαλείται "το Νο 1 πρόβλημα" όχι μόνο της ελληνικής, αλλά σχεδόν όλων των δυτικών κοινωνιών, όχι αδίκως, μιας και εμπεριέχει οικονομικές, κοινωνικές και εθνικές παραμέτρους. Καθώς οι γεννήσεις βαίνουν μειούμενες σε βαθμό σημαντικά κάτω του βαθμού αναπλήρωσης (2,1 παιδιά/ γυναίκα), οι κυβερνήσεις επιδοτούν την τεκνοποίηση.
Ωστόσο, αυτό προς το παρόν δεν φαίνεται να φέρνει αποτέλεσμα: η Γαλλία δαπανά 3.5-4% του ΑΕΠ της σε αυτό τον τομέα, ενώ η Ν. Κορέα επιδοτεί αθροιστικά με $70,000 το κάθε παιδί που γεννιέται, με πενιχρά αποτελέσματα αμφότερες. Παρόμοιες πολιτικές χωρών όπως η Ουγγαρία και η Ρωσία επίσης εν μέρει απέτυχαν, ενώ η Σουηδία, που προσφέρει ένα γενναιόδωρο πρόγραμμα υπέρ των γεννήσεων, έχει δείκτη γονιμότητας μόλις 1,7.
Η απόφαση για τεκνοποίηση είναι μεν προσωπική, αλλά ενέχει κοινωνικές προεκτάσεις. Μια κοινωνία που δεν αναπαράγεται επαρκώς χάνει δυναμισμό και ισχύ. Η υπογονιμότητα της κοινωνίας απειλεί τα ασφαλιστικά ταμεία και τις συντάξεις. Λογικό, λοιπόν, οι κυβερνήσεις να ενσκήπτουν επ’ αυτού, όμως εκεί που σφάλουν είναι στη ρίζα του προβλήματος.
Για παράδειγμα η υπόθεση ότι η ένταξη των γυναικών στην αγορά εργασίας ευθύνεται κατά κύριο λόγο για το χαμηλό δείκτη γεννήσεων οδήγησε σε φοροελαφρύνσεις και επιδοτήσεις, χωρίς ιδιαίτερο αποτέλεσμα. Αυτό που συμβαίνει στην πραγματικότητα είναι ότι οι γυναίκες πλέον ξεκινούν να γεννάνε αργότερα στη ζωή τους.
Έρευνες έχουν καταδείξει ότι μια γυναίκα που ξεκινά να κάνει παιδιά μεταξύ 20 και 30 ετών, όπως συνέβαινε παλιότερα, είναι πιθανότερο να κάνει περισσότερα παιδιά σε σχέση με κάποια που ξεκινά μετά τα 30 της, όπως είναι σήμερα ο κανόνας. Αναμφίβολα οι σπουδές και η μαζικότερη είσοδος των γυναικών στην αγορά εργασίας είναι αδιαπραγμάτευτες κατακτήσεις τους, αλλά δυστυχώς έχουν επηρεάσει αρνητικά το δείκτη γονιμότητας.
Οπότε, αναπόφευκτα, το ερώτημα παραμένει: τι μπορούν να κάνουν οι κυβερνήσεις;
Απάντηση: να προσαρμόσουν τα μέτρα στις αιτίες του προβλήματος.
Στη χώρα μας η οικογένεια ανέκαθεν αποτελούσε τον ακρογωνιαίο λίθο της κοινωνικής συνοχής και ένα σταθερό σημείο αναφοράς του ατόμου ("τίνος είσαι εσύ;"). Χρειάζεται, λοιπόν, να επανεφεύρουμε την αξία της αγίας ελληνικής οικογένειας και να υπενθυμίσουμε τα πολλαπλά οφέλη του να είσαι μέλος της.
Να την επανασυστήσουμε στη νεολαία μας, όχι απαραίτητα με τη μορφή του ασφυκτικού υπερπροστατευτισμού, που τη γνωρίσαν οι παλαιότεροι, αλλά υπό τη μορφή της εστίας θαλπωρής, έγνοιας και ζεστασιάς("ζακέτα να πάρεις"), που είναι ο πυρήνας της.
Πέραν τούτου, η έννοια της οικογένειας θα πρέπει να εξελιχθεί και να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες. Με τα διαζύγια πλέον να αγγίζουν ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσοστό επί των γάμων, αν θέλουμε να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά το δημογραφικό πρόβλημα, θα πρέπει να επανεξετάσουμε και να στηρίξουμε θεσμικά και πρακτικά τόσο τη μονογονεϊκή, όσο και τη θετή/ ετεροθαλή οικογένεια, όπου δυο άτομα με προϋπάρχοντα τέκνα σμίγουν για να διευρύνουν τις οικογένειές τους, σχηματίζοντας μια νέα.
Επιπλέον, με δεδομένο ότι πολλά ζευγάρια περιορίζονται στην απόκτηση ενός τέκνου όχι από βιολογική ή οικονομική ανάγκη, αλλά από επιλογή, θα πρέπει να τονιστεί η αξία της ενδοοικογενειακής κοινωνικοποίησης και του να μαθαίνει κανείς να μοιράζεται πράγματα από νωρίς στη ζωή του. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι τα παιδιά που προέρχονται από πολύτεκνες οικογένειες λαμβάνουν τη φροντίδα που τους αρμόζει εν πολλοίς από τα μεγαλύτερα αδέρφια τους και έτσι αυτονομούνται νωρίτερα συγκριτικά με παιδιά από πιο ολιγομελείς οικογένειες ή, ακόμα περισσότερο, από τα μοναχοπαίδια.
Μια άλλη, κάπως αιρετική αλλά αναδυόμενη, ζωτική και πρακτική παράμετρος στην απόκτηση πολλών παιδιών είναι το ζήτημα των μεταμοσχεύσεων. Με τις επιστημονικές εξελίξεις να έχουν προχωρήσει, πλέον μια πληθώρα ιατρικών προβλημάτων, ιδίως αιματολογικής υφής, μπορούν να ιαθούν με μεταμόσχευση, αρκεί να βρεθεί ο κατάλληλος δότης. Είναι γνωστό ότι η ιστοσυμβατότητα μεταξύ δυο ατόμων μεγιστοποιείται ανάμεσα σε συγγενείς πρώτου βαθμού, συνεπώς όσο περισσότερα αδέρφια διαθέτει κανείς, τόσο μεγαλύτερη η πιθανότητα να βρεθεί συμβατός δότης του οργάνου που νοσεί, που πιθανώς να αποβεί σωτήριο και για τη ζωή του.
Τέλος, θα πρέπει να αντιμετωπιστεί η καρδιά του προβλήματος, που δεν είναι άλλη από τον ατομισμό.
Δυστυχώς ζούμε σε μια εποχή άκρατου ατομισμού, όπου η προσωπική ευδαιμονία δεν θεωρείται πλέον δικαίωμα, αλλά υποχρέωση. Πάψαμε να είμαστε μέλη μιας κοινωνίας και γίναμε αποσπασμένα, απομονωμένα άτομα, που αντί να περιφέρονται γύρω από έναν πυρήνα, όπως συμβαίνει στη Φυσική, κινούμαστε ανερμάτιστα, αφύσικα, δίχως έναν συνεκτικό αρμό, με μόνο γνώμονα την ατομική μας "ευτυχία".
Μόνο που αυτή η ατομική ευτυχία είναι μια φενάκη, διότι είναι αδύνατον να ευτυχεί κανείς μεμονωμένα σε μια κοινωνία που δυστυχεί. Και μια κοινωνία που γηράσκει είναι μια κοινωνία που στερείται του πολυτιμότερου και ζωτικότερου συστατικού της: της νεολαίας της, που της δίνει παλμό και σφρίγος για να συνεχίσει να ακμάζει και να αναπτύσσεται.
Συνεπώς, από όλα τα παραπάνω και από τη διεθνή εμπειρία συνάγεται το συμπέρασμα ότι το δημογραφικό δεν είναι ένα ζήτημα αποκλειστικά οικονομικό, αλλά…
πολυπαραγοντικό και σε μεγάλο βαθμό και αξιακό.
Όπως σε αρκετά άλλα ζητήματα, η λύση έγκειται στο να κάνουμε ένα βήμα πίσω, να αντικρίσουμε τα πράγματα σφαιρικότερα,πιο νηφάλια και ίσως με μια πιο "παραδοσιακή" ματιά, ώστε να καταφέρουμε να κοιτάξουμε τα (όσο περισσότερα γίνεται) παιδιά μας με ειλικρίνεια, προσφέροντάς τους το μέλλον που τους αξίζει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου