Το πιο αστείο είναι ότι υπάρχουν συμπολίτες που απαιτούν να ποινικοποιηθεί η λέξη "μπάτσος" και πιστεύουν ότι η απαίτηση τους διαφέρει από την απαίτηση να ποινικοποιηθεί η λέξη "λάθρομετανάστης".
— Manos Voularinos (@ManosVoularinos) August 20, 2024
Toυ Άρη Αλεξανδρή
Φοβάται τις λέξεις όποιος κρύβεται από την ουσία τους. Οποιος χρησιμοποιεί τον λόγο όχι για να εκφραστεί και να επικοινωνήσει, αλλά για να επιβάλει και να θωρακίσει τις ιδέες του, περιορίζοντας το δικαίωμα των άλλων να πραγματεύονται και να γνωστοποιούν τις δικές τους.
Φοβάται τις λέξεις όποιος φοβάται τον εαυτό του και αμφιβάλλει για όσα πιστεύει. Για ποιον άλλο λόγο να νιώσει κανείς απειλή από τις λέξεις που χρησιμοποιούν οι γύρω του; Τι έχουν οι λέξεις των άλλων που υπερφαλαγγίζει τις δικές του;
Οι λέξεις δεν είναι αθώες. Και επιτίθενται και πληγώνουν και διαμορφώνουν «εξωλεκτικές» καταστάσεις. Είναι όμως αναπόφευκτες και εξόχως δημοκρατικές. Σε έναν κόσμο διαρκών συγκρούσεων, οι λέξεις είναι το μοναδικό πυρομαχικό που διαθέτουν όλες οι πλευρές σε αφθονία. Αν δεν σου αρέσει αυτό που ακούς, κάνε τον κόσμο να ακούσει αυτό που σου αρέσει. Αν δεν σου αρέσει η λέξη «μπάτσος», μπορείς να χρησιμοποιήσεις τη λέξη «αστυνομικός». Η κυριολεξία παραμένει κυριολεξία και η συνδήλωση παραμένει θέμα συναισθήματος.
Θέλεις να αλλάξεις τα συναισθήματα των άλλων απέναντι στις λέξεις;
Μπορείς. Χρησιμοποιώντας κι άλλες λέξεις.
Οι δηλώσεις του Θάνου Πλεύρη σχετικά με την ποινική απαξία της λέξης «μπάτσος» προέκυψαν στον απόηχο των υβριστικών παραληρημάτων του ευρωβουλευτή Νίκου Παππά, ο οποίος αξιοποιεί τη νεοαποκτηθείσα θέση του καβγαδίζοντας μέσω ηχητικών μηνυμάτων με πολίτες στα κοινωνικά δίκτυα.
Είναι ασαφές ποια συμπεριφορά είναι πιο προβληματική: αυτή του παλιμπαιδίζοντος αθλητή, ο οποίος αδυνατεί να διαχωρίσει τον εαυτό και την ευθύνη του από τον βόρβορο της λυκειακής σαχλαμάρας ή του πολιτικού (και δικηγόρου!) που χρησιμοποιεί την παραπάνω αφορμή για να μας προϊδεάσει περί μιας νομοθετικής πρωτοβουλίας χωρίς κανένα νομικό έρεισμα;
Βέβαια, ο Θάνος Πλεύρης γνωρίζει καλά ότι μία λέξη είναι αδύνατον να θεμελιώσει έτσι απλά το αυτόφωρο έγκλημα που ισχυρίζεται. Το γνωρίζει, ωστόσο ξέρει ότι πολλοί το αγνοούν. Και για να προσελκύσει τους ευεπίφορους αδαείς, επιλέγει να τους φανατίσει, προτάσσοντας ένα όραμα γλωσσικής καταστολής που ξέρει ότι θα τους συγκινήσει.
Η υπέρμετρη ευαισθησία στη λέξη-ταμπού έχει αρκετά ειρωνικό χαρακτήρα όταν προέρχεται από άτομα και πολιτικούς χώρους που δεν σταματούν να επισείουν τον απολυταρχικό κίνδυνο του γλωσσικού αναθεωρητισμού της «woke κουλτούρας».
Συνδυάζονται το αίσθημα και η πεποίθηση καταπίεσης που ισχυρίζονται κάποιοι ότι τους προκαλεί η πολιτική ορθότητα, με την επιθυμία επιβολής μίας άλλης ορθότητας στους πολιτικώς ορθούς και μη;
Πώς γίνεται οι ίδιοι που απορρίπτουν ως οργουελικές τις αυταρχικές γλωσσικές μεθοδεύσεις να θεωρούν θεμιτή τη δική τους επιθυμία να αποφασίσουν –και μάλιστα σε επίπεδο νόμου– ποιες λέξεις θα εκστομίζονται και ποιες όχι;
Ισως το πρόβλημα μερικών με τους «woke» να μην είναι όσο θεμελιακό θέλουν να πιστεύουν· ίσως δεν είναι το αντιδημοκρατικό πνεύμα αυτό που τους δυσαρεστεί, αλλά η αδυναμία τους να το θέσουν στην υπηρεσία τους.
Το ότι θίγεται η δεξιά όταν κάποιος αποκαλεί τους αστυνομικούς μπάτσους δεν είναι περισσότερο γελοίο από το ότι μέρος της αριστεράς αρνείται να ξεπεράσει την εμμονή της με γραφικά στερεότυπα και ξύλινες, δαιμονοποιητικές φρασεολογίες άλλων εποχών. Το ιδεοληπτικό γράπωμα από λέξεις-κλειδιά (μπάτσοι, νοικοκυραίοι, νεοφιλελεύθεροι κ.λπ.) οι οποίες τάχα περιγράφουν τον κόσμο με ακριβοδίκαιη αμεσότητα, μας κλειδώνει συνήθως έξω από την πραγματικότητα της μεγάλης εικόνας.
Από την άλλη, δεν έχει ιδιαίτερο νόημα να εξηγήσει κανείς σε όσους απλουστευτικά γενικεύουν ότι οι απλουστευτικές γενικεύσεις είναι αντιπαραγωγικές.
Μα επειδή είναι αντιπαραγωγικές τις υιοθετούν. Το επίπεδο της Ελληνικής Αστυνομίας είναι κατά κοινή ομολογία χαμηλό, όμως όποιοι βλέπουν στο πρόσωπο κάθε αστυνομικού έναν φρικαλέο μπάτσο, δεν έχουν πρόβλημα με το επίπεδο του επαγγελματισμού του. Εχουν πρόβλημα με το επάγγελμά του. Και καλοί να ήταν οι αστυνομικοί, πάλι δεν θα τους ήθελαν.
Από τη σαδιστική φετιχοποίηση της λέξης «λαθρομετανάστης» μέχρι την αναγωγή της λέξης «μπάτσος» σε επαναστατική σύλληψη δεν μεσολαβούν πολλά βήματα διάνοιας.
Ο λόγος που οι πολιτικές μάχες της ελληνικής καθημερινότητας δίνονται τόσο συχνά στο πεδίο των συμβόλων, είναι ότι…
δεν έχουμε κατακτήσει και πολλά πέρα από αυτά.
Στο πλαίσιο της επικαιρότητας, οι υπέρμαχοι του αντιαστυνομικού αισθήματος έσπευσαν να μας υπενθυμίσουν όλες εκείνες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι αστυνομικοί φέρθηκαν ως «μπάτσοι» τα τελευταία χρόνια – ξύλο, αχρείαστη καταστολή, επιχειρησιακή ανοησία. Μπάτσος: το ζοφερό σύμβολο της αστυνομικής ιδιότητας.
Οι αντίπαλοί τους επιστράτευσαν την ίδια μέθοδο με αντίθετο φίλτρο: Ανήρτησαν όλα τα συγκινητικά βίντεο που μπόρεσαν να βρουν από διασώσεις, επιτυχείς αστυνομικές παρεμβάσεις υπέρ των αδύναμων, πράξεις γενναιότητας κ.ο.κ. Αστυνομικός: το ελπιδοφόρο σύμβολο της μεγαλόψυχης υπέρβασης.
Καμία από αυτές τις περιγραφές δεν αποδίδει την αλήθεια. Τα δίπολα τονώνουν προκαταλήψεις και απαλύνουν συνειδήσεις γιατί απαλλάσσουν το μυαλό από το βάρος των περίπλοκων σκέψεων· το περιχαρακώνουν στις λέξεις αντί να το σπρώχνουν σε περισσότερες: εκείνες που θα εξηγήσουν τις προηγούμενες και θα προετοιμάσουν τις επόμενες
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου