Του ΗΛΙΑ ΜΑΓΚΛΙΝΗ
Η ημερομηνία ήταν 19 Σεπτεμβρίου του 1940 και ο Ρόαλντ Νταλ ξεκινούσε με ένα ολοκαίνουργιο μαχητικό αεροσκάφος Γκλαντιέιτορ από αεροδρόμιο της RAF στη διώρυγα του Σουέζ για να βρει τη μονάδα του, την 80ή Μοίρα στη Δυτική Ερημο.
Ο Νταλ, ο μελλοντικός σπουδαίος Βρετανός συγγραφέας, είναι μόλις 25 ετών, εκπαιδευμένος μάχιμος χειριστής της RAF. Δεν έχει ακόμα γράψει τον «Θείο Οσβαλντ», τη «Ματίλντα», τον «Τσάρλι και το εργοστάσιο σοκολάτας», όπως και τα δεκάδες μικρά, αριστουργηματικά διηγήματά του (αλλόκοτα, παράδοξα, σκοτεινά, χιουμοριστικά). Είναι όμως γεμάτος ενέργεια και περιέργεια για την περιπετειώδη ζωή που τον αναμένει. Και, όντως, η περιπέτεια ήρθε και τον βρήκε – και με το παραπάνω. «Αυτή θα ήταν η πρώτη μου επιχείρηση σε πεδίο μάχης», γράφει στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του «Σόλο πορεία» (μτφρ. Ολγα Λαζοπούλου, εκδ. Ποταμός).
Επρόκειτο για μια μεγάλη πτήση στη μέση του πουθενά – η οποία όμως δεν είχε καλή κατάληξη: ο Νταλ χάθηκε πάνω από την αχανή βορειοαφρικανική έρημο, καθώς νύχτωνε τα καύσιμά του σώθηκαν και υποχρεώθηκε σε άτσαλη αναγκαστική προσγείωση, με αποτέλεσμα να καταστραφεί το αεροπλάνο και ο ίδιος να τραυματιστεί σοβαρά. Νοσηλεύθηκε επί σειρά μηνών και πήρε οριστικό εξιτήριο τον Φεβρουάριο του 1941, πολύ χαρούμενος που κρίθηκε εκ νέου ικανός ως ιπτάμενος χειριστής. Αρα έψαχνε ξανά να βρει τη Μοίρα του. Η οποία πού ήταν;
«Οι άντρες της 80ής Μοίρας», γράφει, «δεν βρίσκονταν πια στη Δυτική Ερημο. Βρίσκονταν στην άλλη μεριά της θάλασσας, στην Ελλάδα, όπου για κάμποσες εβδομάδες πετούσαν καταδιώκοντας γενναία τους Ιταλούς. Τώρα όμως τα γερμανικά στρατεύματα και οι αεροπορικές δυνάμεις είχαν ενωθεί με τους Ιταλούς στην Ελλάδα και κατακτούσαν ταχύτατα τη μικρή χώρα».
Ο Νταλ ρώτησε τους ανωτέρους του πού ήθελαν να πάει. «Στην Ελλάδα, φυσικά, μου είπαν».
Μονάχα που τώρα η 80ή Μοίρα πετούσε με το καταδιωκτικό Χάρικεϊν, όχι με Γκλαντιέιτορ. Ο Νταλ έμαθε ουσιαστικά να χειρίζεται το νέο μαχητικό πετώντας ολομόναχος πάνω από τη Μεσόγειο για την Ελλάδα. Η πτήση θα διαρκούσε 4,5 ώρες. Αλλά τα καύσιμα του Χάρικεϊν άντεχαν για 1,5 ώρα. Καμία ανησυχία: θα πρόσθεταν έξτρα δεξαμενές. Κι αν κάτι χάλαγε; «Πέφτεις στη Μεσόγειο με το αλεξίπτωτο και κολυμπάς», του είπαν. «Οχι», είπε ο Νταλ. «Σοβαρευτείτε. Ποιος θα με μαζέψει;» «Κανείς. Είναι ένα ρίσκο που πρέπει να πάρεις».
«Κοκαλωμένος απ’ τον φόβο», συνεχίζει, «δέθηκα μέσα στο Χάρικεϊν για πρώτη φορά. Ηταν το πρώτο μονοπλάνο που οδηγούσα. Ηταν αναμφισβήτητα το πρώτο σύγχρονο αεροπλάνο που οδηγούσα. (…) ήταν σα να καβαλούσα ένα αφηνιασμένο άλογο».
Το Χάρικεϊν του Ρόαλντ Νταλ στα Μέγαρα. |
Κάπως έτσι, ακριβώς ογδόντα χρόνια πριν, περί τα μέσα Απριλίου του 1941, ο Νταλ θα προσγειωθεί στην Ελευσίνα, όπου θα βρεθεί προ μιας απελπιστικής κατάστασης: ελάχιστα διαθέσιμα Χάρικεϊν, και αυτά όχι σε καλή κατάσταση, η ελληνική Αεροπορία απαρχαιωμένη και αποδιοργανωμένη μετά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο και στο μεταξύ οι Γερμανοί να καταφθάνουν με όλες τους τις δυνάμεις.
«Για άλλη μια φορά είχαμε μια Δουνκέρκη», σχολιάζει ο Νταλ, προσθέτοντας: «Ωστόσο δεν είχε πάρει τη δημοσιότητα που είχε δεχτεί η Δουνκέρκη, γιατί επρόκειτο για μια στρατιωτική γκάφα που ήταν καλά καλυμμένη».
Ο Νταλ θα εμπλακεί αμέσως στις επιχειρήσεις, συμμετέχοντας στην πρώτη του αερομαχία πάνω από αυτό «το μέρος που λεγόταν Χαλκίδα», καταρρίπτοντας το πρώτο του γερμανικό αεροσκάφος, ένα Ju88. Πολύ σύντομα θα βρεθεί αντιμέτωπος με τον φόβο και τρόμο των Βρετανών πιλότων, τα γερμανικά καταδιωκτικά Μέσερσμιτ 109. «Ηταν σαν να είχα ένα σμήνος από σφήκες γύρω απ’ το κεφάλι μου και ειλικρινά δεν ήξερα ποια έπρεπε να ήταν η επόμενη κίνησή μου».
Ο Νταλ την εποχή που υπηρετούσε ως μάχιμος ιπτάμενος στη RAF σε Μέση Ανατολή και Ελλάδα.
Οι μέρες 17, 18 και 19 Απριλίου 1941 γράφει πως είναι θολές στη μνήμη του. «Η τέταρτη μέρα, 20 Απριλίου, δεν είναι καθόλου θολή», σημειώνει χαρακτηριστικά. Κι αυτό διότι η 20ή Απριλίου ήταν αυτό που ο ίδιος χαρακτήρισε στο βιβλίο του «Η Μάχη της Αθήνας», όταν διεξήχθη μια σύντομη αλλά άγρια αερομαχία ανάμεσα σε μαχητικά της RAF και της Λουφτβάφε πάνω από την Αθήνα.
Αυτή επρόκειτο να είναι η τελευταία μεγάλη αερομαχία που δόθηκε από τη RAF πάνω από ελληνικό έδαφος: εκατό και πλέον γερμανικά βομβαρδιστικά καθέτου εφόρμησης επιδόθηκαν εκείνη την ημέρα σε μια μανιώδη προσπάθεια να καταστρέψουν ό,τι είχε απομείνει από τη βρετανική αεροπορία στην Ελλάδα.
Ο Νταλ αφιερώνει κάμποσες σελίδες στη «Μάχη της Αθήνας» όχι μόνο στο «Σόλο πορεία», αλλά και στην έξοχη συλλογή διηγημάτων του «Over to You» (που παραμένει δυστυχώς αμετάφραστη). Η τελευταία περιλαμβάνει ένα διήγημα με τον τίτλο «Κατίνα» (εμπνευσμένο από ένα μικρό Ελληνόπουλο, την Κατίνα, που θα δει στην Παραμυθιά της Ηπείρου να σκοτώνεται από γερμανικά αεροπορικά πυρά), στο οποίο περιγράφει τη Μάχη της Αθήνας εκπληκτικά, ξεφεύγοντας από τη στενή περιγραφή των γεγονότων και κατορθώνοντας μιαν εσωτερικότητα σπάνιας διαύγειας, αλλά και βάθους.
Και στο «Σόλο πορεία», όμως, η περιγραφή της αερομαχίας είναι συναρπαστική:
«Σπάσαμε τον σχηματισμό και τώρα ο καθένας ήταν υπεύθυνος για τον εαυτό του. Αυτό που έγινε γνωστό ως η Μάχη της Αθήνας είχε αρχίσει. Το βρίσκω σχεδόν αδύνατον να περιγράψω ζωντανά αυτό που έγινε την επόμενη μισή ώρα. Νομίζω πως κανένας πιλότος καταδιωκτικού δεν έχει καταφέρει ποτέ να μεταφέρει το πώς είναι να βρίσκεσαι εκεί πάνω, σε μια μεγάλης διάρκειας αερομαχία. […] Ηταν πραγματικά η πιο αγωνιώδης και κατά κάποιο τρόπο η πιο συναρπαστική εμπειρία που είχα ποτέ στη ζωή μου. […] Είδα τις κόκκινες λάμψεις να βγαίνουν από τα φτερά των Μέσερσμιτ την ώρα που χτυπούσαν με τα πυροβόλα τους και κάποια στιγμή είδα έναν άντρα, του οποίου το Χάρικεϊν είχε πάρει φωτιά, να ανεβαίνει ήρεμα στο φτερό και να πηδάει κάτω. Εμεινα μαζί τους μέχρι που δεν είχα άλλα πυρομαχικά».
Ο Νταλ (ο οποίος στον πόλεμο συνολικά θα καταφέρει να καταρρίψει πέντε εχθρικά αεροσκάφη και έτσι θα ονομαστεί «άσος») θα επιζήσει. Οπως γράφει, αφού προσγειώθηκε, προσπάθησε να ανάψει ένα τσιγάρο. «Τότε διαπίστωσα ότι το χέρι μου έτρεμε τόσο που δεν μπορούσα να φέρω τη φλόγα στην άκρη του τσιγάρου μου. […] Ηταν γελοίο που έτρεμα έτσι. Ηταν ντροπιαστικό. Κοίταξα τους άλλους πιλότους. Ολοι τους κρατούσαν τσιγάρα και τα χέρια τους έτρεμαν το ίδιο με τα δικά μου. Ενιωθα όμως πολύ καλά. Είχα μείνει εκεί πάνω τριάντα λεπτά και δεν με είχαν πετύχει».
Βρετανικά Μπρίστολ Μποφάιτερ σε πτήση πάνω από την πλατεία Συντάγματος το 1944, κατά την Απελευθέρωση. |
«Ποτέ μα ποτέ μην πάρεις το βλέμμα σου από το καθρεφτάκι σου»
Η αερομαχία της 20ής Απριλίου 1941 κράτησε μισή ώρα. Τα γερμανικά αεροσκάφη υπερτερούσαν συντριπτικά εξάλλου. Οπως γίνεται συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις, οι αριθμοί ως προς τον ακριβή αριθμό αεροσκαφών που ενεπλάκησαν διαφέρουν. Παρά τη συντριπτική υπεροχή της Λουφτβάφε, οι Βρετανοί έχασαν πέντε από τα δώδεκα αεροπλάνα τους και κατέρριψαν επιβεβαιωμένα 22 γερμανικά και πιθανόν άλλα οκτώ.
Η βρετανική 80ή Μοίρα διέθετε μονάχα δώδεκα Χάρικεϊν, τα οποία πετούσαν μάλιστα σε σχηματισμό πάνω από την Αθήνα για να τονώσουν ψυχολογικά τους Αθηναίους όταν δέχθηκαν την επίθεση περίπου 200 (ή 152, κατά τον Νταλ) γερμανικών βομβαρδιστικών και καταδιωκτικών (Μέσερσμιτ 109 και 110, Γιούνκερ 87 και 88).
Μεταξύ των Βρετανών πεσόντων ήταν και ένας ονομαστός χειριστής της RAF, ο «Πατ» Πατλ, o οποίος, στην προσπάθειά του να προστατεύσει ένα συνάδελφό του τον οποίο καταδίωκαν δύο γερμανικά αεροπλάνα, δεν είδε το εχθρικό αεροσκάφος που βρέθηκε από πίσω του (θανάσιμο λάθος).
Οπως είχαν μάθει στον Νταλ μόλις έφθασε στην Ελλάδα, «ποτέ μα ποτέ μην πάρεις το βλέμμα σου από το καθρεφτάκι σου για περισσότερο από μερικά δευτερόλεπτα. Ερχονται από πίσω σου και μάλιστα πολύ γρήγορα». Αυτό έπαθε ο Πατλ, το φλεγόμενο Χάρικεϊν του οποίου κατέληξε, μαζί με τον χειριστή, στον κόλπο της Ελευσίνας.
«Πέτυχαν πέντε από τα δώδεκα Χάρικέιν μας σ’ εκείνη τη μάχη», γράφει ο Νταλ. «Ενας από τους πιλότους έπεσε με αλεξίπτωτο και σώθηκε. Τέσσερις σκοτώθηκαν. Ανάμεσα στους νεκρούς ήταν και ο μεγάλος Πατ Πατλ, του οποίου τελικά είχαν εξαντληθεί και οι επτά ζωές. Αλλά και ο επισμηναγός Τίμπερ Γουντς, ο δεύτερος πιο έμπειρος πιλότος της Μοίρας, ήταν επίσης ανάμεσα σ’ αυτούς που σκοτώθηκαν».
Οσον αφορά τα 22 Μέσερσμιτ που έπεσαν και καταμετρήθηκαν από Ελληνες πολίτες, ο Νταλ γράφει χαρακτηριστικά: «Κανείς δεν έμαθε ποτέ ποιος χτύπησε τι».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου